Εν αναμονή των οικονομικών αποτελεσμάτων για το πρώτο εξάμηνο του 2025 από τις συστημικές τράπεζες, η αγορά επικεντρώνεται σε τέσσερις βασικούς άξονες: την εξέλιξη των καθαρών εσόδων από τόκους, τις τάσεις στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, τις προθέσεις για διανομή κεφαλαίων και τη στρατηγική ενίσχυσης των μη επιτοκιακών εσόδων.
Το βασικό ερώτημα των αναλυτών θα αφορά στην πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), καθώς η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ βρίσκεται σε φάση σταδιακής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Η πίεση στα επιτοκιακά περιθώρια είναι αναπόφευκτη, με τις τράπεζες να δίνουν πλέον ιδιαίτερη βαρύτητα στην ευαισθησία των εσόδων τους έναντι των μεταβολών του βασικού επιτοκίου.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ο δείκτης ευαισθησίας του NII για κάθε μείωση κατά 25 μονάδες βάσης, ένα μέτρο που θα κρίνει τη δυνατότητα διατήρησης της κερδοφορίας σε περιβάλλον μειούμενων επιτοκίων.
Ταυτόχρονα, η σταθερότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων παραμένει κρίσιμος παράγοντας. Παρότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) έχουν διατηρηθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, οι τράπεζες παρακολουθούν στενά την πορεία καθυστερήσεων, ιδίως σε στεγαστικά δάνεια και ΜμΕ, καθώς η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνεται.
Ένα ειδικό πεδίο προβληματισμού συνιστούν τα στεγαστικά με ρυθμίσεις step-up, που δόθηκαν την περίοδο 2016–2017 αλλά και στη διάρκεια της πανδημίας. Οι συμβάσεις αυτές, που προέβλεπαν σταδιακή αύξηση των δόσεων, ώστε να διευκολυνθούν δανειολήπτες με περιορισμένο εισόδημα, βρίσκονται πλέον στο μικροσκόπιο του SSM, ο οποίος έχει εκφράσει ενστάσεις για την αποπληρωμή κυρίως τόκων στις αρχικές φάσεις αποπληρωμής. Αν και τα προγράμματα είχαν σχεδιαστεί για να αποφευχθούν καθυστερήσεις από συνεπείς δανειολήπτες, το ενδεχόμενο αύξησης νέων κόκκινων δανείων, ιδίως εφόσον λήγουν οι περίοδοι χαμηλών δόσεων, δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Πληροφορίες θέλουν τις τράπεζες να σχεδιάζουν να προσφέρουν στους δανειολήπτες αυτούς τη δυνατότητα να μετατρέψουν το δάνειό τους σε τοκοχρεολυτικό. Η μετατροπή θα γίνει με σταθερό χαμηλό επιτόκιο, της τάξεως του 3% – 3,5%, έτσι ώστε για το υπόλοιπο της ζωής του δανείου τους οι δανειολήπτες να πληρώνουν μία σταθερή δόση.
Τα έσοδα και τα προϊόντα
Η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων αποτελεί προτεραιότητα, ειδικά ενόψει των πιέσεων στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο. Οι αναλυτές θα αναζητήσουν σαφείς ενδείξεις για την ενίσχυση των προμηθειών, καθώς και για το αν οι τράπεζες προωθούν στρατηγικά προϊόντα στον τομέα του wealth management ή επιταχύνουν την ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών, που ενισχύουν την επαναλαμβανόμενη μη επιτοκιακή κερδοφορία.
Τέλος, καθοριστικός παράγοντας για τα έσοδα παραμένει η πιστωτική επέκταση. Για το 2025, η πρόβλεψη των τραπεζών για αύξηση των χορηγήσεων κατά 12 δισ. ευρώ θεωρείται ρεαλιστική, με έμφαση στην επιχειρηματική πίστη και στη στήριξη επενδύσεων. Το ζητούμενο είναι εάν ο ρυθμός απορρόφησης κεφαλαίων από τον ιδιωτικό τομέα θα διατηρηθεί, σε ένα περιβάλλον συγκρατημένης ανάπτυξης και επιτοκιακής ομαλοποίησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει πιθανόν και στην έκθεση των τραπεζών σε δάνεια σε ελβετικό φράγκο, τα οποία συνεχίζουν να απασχολούν λόγω του συναλλαγματικού κινδύνου. Ο συνολικός όγκος αυτών των δανείων, που ανέρχεται σε 4,5 – 5 δισ. ευρώ και αφορά κυρίως τη Eurobank (1,69 δισ.), την Τράπεζα Πειραιώς (531 εκατ.) και την Εθνική (183 εκατ.), παραμένει υπό διαχείριση μέσω εταιρειών servicing, ενώ η Alpha Bank δεν διαθέτει τέτοια δάνεια στο χαρτοφυλάκιό της.
Οι ανακοινώσεις των τραπεζών αναμένεται να ρίξουν φως στις παραπάνω μεταβλητές και να δώσουν έναν πρώτο σαφή τόνο για το πώς σχεδιάζουν να κινηθούν στο υπόλοιπο της χρονιάς, τόσο σε επίπεδο ισολογισμού όσο και στρατηγικής.