Οι επιπτώσεις των αρνητικών επιτοκίων

Οι επιπτώσεις των αρνητικών επιτοκίων

Της Alexa Tutecky 

Τον τελευταίο μήνα, έξι τράπεζες της ευρωζώνης έπεσαν κάτω από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Τους ζητήθηκε λοιπόν να αναλάβουν άμεσες δράσεις για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Η μη τήρηση αυτού του κριτικής σημασίας ορίου μπορεί να σηματοδοτήσει μια οικονομική ύφεση, ιδίως καθώς οι μεγαλύτερες τράπεζες δυσκολεύονται να κερδοφορήσουν, αντιμετωπίζουν μεγάλα κόστη από τα μη επιτυχημένα φυσικά υποκαταστήματά τους και καλύπτουν διάφορα σκάνδαλα απάτης.

Τα προβλήματα των τραπεζών αναδεικνύουν βιαίως το πόσο εύθραυστος είναι σήμερα ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος. Τα αρνητικά επιτόκια και το έλλειμμα επενδυτικής εμπιστοσύνης είναι απ’ ό,τι φαίνεται χαρακτηριστικά που δεν έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα.

Η ΕΚΤ άρχισε να εφαρμόζει αρνητικά επιτόκια τον Ιούνιο 2014, στέλνοντας το μήνυμα ότι επρόκειτο για μια προσωρινή πρωτοβουλία νομισματικής πολιτικής που θα συνέβαλλε στη διόρθωση της οικονομικής αστάθειας που ακολούθησε την κρίση στην ευρωζώνη. Κατά εκείνη την περίοδο της οικονομικής αναστάτωσης, οι άνθρωποι κρατούσαν τα χρήματά τους και αποεπενέδυαν μέχρι να ισχυροποιηθούν οι οικονομικές συνθήκες. Κάθε φορά όμως που υπάρχει έλλειμμα επενδύσεων, η αδύναμη κατάσταση της οικονομίας επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο.

Σημειώνεται αύξηση της ανεργίας, μείωση των κερδών και το κοινό αισθάνεται μεγαλύτερο φόβο. Σε εποχές αστάθειας, οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται, γεγονός που δίνει ένα ακόμη κίνητρο στους επενδυτές να περιμένουν μέχρι να πέσουν οι τιμές.

Ο στόχος της ΕΚΤ ήταν να ενθαρρύνει τις τράπεζες να αυξήσουν τον δανεισμό, χρεώνοντάς τες όταν παρακρατούν αποθεματικό. Συνήθως οι τράπεζες προτιμούν να εκχωρούν δάνεια και να κερδίζουν από τους τόκους, αντί να αντιμετωπίζουν χρεώσεις όταν τοποθετούν τα χρήματά τους στην ΕΚΤ. Αυτό συμβαίνει διότι, σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, μπορεί να υπάρχουν ευρύτερες αρνητικές συνέπειες στους καταθετικούς λογαριασμούς και τα δάνεια. Οι κάτοχοι καταθετικών λογαριασμών θα πρέπει να πληρώσουν για να αφήνουν τα χρήματά τους στην τράπεζα, ενώ οι δανειστές θα κερδίζουν χρήματα από το δάνειό τους.

Θεωρητικά, τα αρνητικά επιτόκια θα έπρεπε να ενισχύσουν δαπάνες και επενδύσεις. Δεν έχουν όμως πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έχουν ήδη περάσει πάνω από έξι χρόνια, και οι τράπεζες υποφέρουν σε ένα περιβάλλον απίστευτα χαμηλών επιτοκίων. Μια κίνηση που σχεδιάστηκε ως μια βραχυπρόθεσμη εγγύηση έφτασε να αυξάνει τον κίνδυνο.

Πέρσι τον Σεπτέμβριο, η ΕΚΤ αποφάσισε να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια στο -0,5%. Για το γερμανικό τραπεζικό σύστημα που αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις σ’ αυτό το περιβάλλον, τα αρνητικά επιτόκια αναμένεται να παραγάγουν περαιτέρω αρνητικές συνέπειες. Ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank, Christian Sewing χαρακτήρισε την πολιτική αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ “όχι ιδιαίτερα λογική ή βιώσιμη”. Τόσο οι συνταξιοδοτικοί, όσο και οι αποταμιευτικοί λογαριασμοί υφίστανται πλήγμα υπό συνθήκες αρνητικών επιτοκίων, οι οποίες ενθαρρύνουν την εμφάνιση φούσκας στις τιμές και μη βιώσιμων επενδύσεων - φαινόμενα που δεν διαφέρουν πολύ από εκείνα που οδήγησαν στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ.

Οι επικεφαλής των τραπεζών, κατανοώντας τη βαρύτητα του προβλήματος, εργάζονται απο κοινού με πολιτικούς σε κράτη με δημοσιονομικά πλεονάσματα. Ελπίζουν στην εφαρμογή δημοσιονομικών κινήτρων ώστε ο συνδυασμός της αύξησης των δαπανών και της μείωσης των φόρων να ενισχύσει την ανάπτυξη και τις πληθωριστικές συνθήκες. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα εξετάσει η ΕΚΤ την αύξηση των επιτοκίων σε κάποιο υγιές επίπεδο.

Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα των αρνητικών επιτοκίων είναι θέμα έντονου διαλόγου ως προς την καθοδική πορεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και τη διαστρέβλωση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ο υποδιευθυντής έκδοσης των Financial Times, Martin Wolf είπε ότι “για τα αρνητικά επιτόκια δεν ευθύνονται οι κεντρικές τράπεζες”.

Υπό ένα σύστημα πάντως ελεύθερων τραπεζών και αγορών, τα επιτόκια ποτέ δεν είναι αρνητικά. Κι αυτό γιατί τα επιτόκια στις ελεύθερες αγορές αντανακλούν τον βαθμό της χρονικής προτίμησης στην κοινωνία, αποτελούν την “τιμή του χρόνου”, και ως τέτοια υπό πραγματικές συνθήκες ελεύθερης αγορές ποτέ δεν πέφτουν κάτω από το μηδέν.

Η ιδέα ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να χειραγωγούν τη συνολική προσφορά και ζήτηση προκειμένου να διασφαλίζουν σταθερότητα στις τιμές ή την οικονομία είναι λάθος. Δεν χρειάζεται κάποια πολιτική αρχή για να δημιουργεί τη συνολική αγορά και ζήτηση. Ο ισχυρισμός ότι τα αρνητικά επιτόκια είναι με κάποιον τρόπο φυσικά, ή ότι απαντούν στις ανάγκες της οικονομίας είναι παράλογος. Χωρίς την παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων, το όλο ζήτημα των αρνητικών επιτοκίων δεν θα υπήρχε.

--
H Alexa Tutecky κάνει την πρακτική της στο Institute of Economic Affairs.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.