Όποιος έχει δει άνθρωπο στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου να βουλιάζει αβοήθητος στον πόνο, ξέρει πόσο άδικος και απάνθρωπος είναι ο αποκλεισμός της επιλογής να βάλει τέλος με τη θέλησή του στο μαρτύριό του. Για αυτόν τον άνθρωπο η ζωή εκείνη τη στιγμή δεν είναι δώρο. Είναι βάσανος. Η Πολιτεία πρέπει να κάνει ένα γενναίο βήμα. Να αντιμετωπίσει τις όποιες αντιδράσεις και να επιτρέψει στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητες δυσκολίες να φύγουν ήσυχοι, στο κρεβάτι του σπιτιού τους και δίπλα στους δικούς τους…
Οι κοινωνίες προχωράνε με γενναίες αποφάσεις. Δεν είναι εύκολο για μια κυβέρνηση να τα βάλει με την Εκκλησία που είναι σταθερά απέναντι. Ούτε και είναι απλό να δημιουργήσει κάποιος μηχανισμούς και να διασφαλίσει ότι δε θα γίνει κατάχρηση του μέτρου. Αλλά είναι αναγκαίο να περάσουμε το ποτάμι και να έρθουμε πιο κοντά στο δράμα απεγνωσμένων ανθρώπων.
Αφορμή στάθηκε το περιστατικό στο Ρέθυμνο. Ένας ηλικιωμένος αποφάσισε να απαλλάξει τη σύζυγό του από τους αφόρητους πόνους και στη συνέχεια έβαλε και ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Μπορούμε να κατανοήσουμε το δράμα αυτών των ανθρώπων; Υπήρχε λόγος, για να συμβούν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο; Όποιος το ζει στο σπίτι του μπορεί. Και είναι αυτό που λένε στην Αρκαδία (δεν ξέρω αν το λένε κι αλλού): «Το βάρος του πεθαμένου το ξέρουν μόνο αυτοί που κουβαλούν την κάσα». Στην προκειμένη περίπτωση το ξέρουν οι οικείοι των δυστυχισμένων που ζουν τις τελευταίες μέρες της ζωής τους μέσα σε αφόρητους πόνους. Δίχως ελπίδα ίασης και περιμένοντας στωικά τον θάνατο να τους απαλλάξει από το μαρτύριο.
Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δεν υπάρχει σύστημα υγείας για να προσφέρει υπηρεσίες σε κατάκοιτους ανθρώπους. Δε θα έφταναν σε μια τέτοια περίπτωση δύο ΕΣΥ για να ανταποκριθεί το κράτος στις ανάγκες. Το βάρος αυτό πέφτει αναγκαστικά στους συγγενείς. Λογικό. Δύσκολο, αλλά λογικό. Είναι η ώρα που ο καθένας μετράει το μπόι και τη σκιά του. Τις ανάσες του και τη σχέση του με τον εαυτό του. Σε κάθε περίπτωση έχει επιλογές! Είτε θα μείνει στο πλευρό του δικού του ανθρώπου και θα συνεχίσει να του προσφέρει και να τον αγαπάει ή θα τον εγκαταλείψει.
Όταν όμως δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με έναν άρρωστο ή κατάκοιτο άνθρωπο που χρειάζεται αυξημένη φροντίδα, αλλά με κάποιον που πεθαίνει μέσα σε αφόρητους πόνους η κατάσταση αλλάζει. Εκεί η εγκατάλειψη έχει άλλα χαρακτηριστικά. Δεν είναι ότι ο άλλος θα πάρει το καπελάκι του και θα φύγει, αδιαφορώντας για τη (τον) σύζυγο ή τα παιδιά του. Πείτε μου, λοιπόν, τι κάνει κάποιος εδώ με έναν άνθρωπο που αγαπάει. Τον αφήνει να σαπίσει σε ένα κρεβάτι μέσα σε αφόρητους πόνους; Αυτό δεν είναι εγκατάλειψη; Τι νόημα έχει να του πιάνει το χέρι, την ώρα που ο (η) σύντροφός του παρακαλεί για ένα ακόμη παυσίπονο;
Η ζωή έχει άλλη έννοια για έναν άνθρωπο 20 ετών και άλλη για έναν άνθρωπο σε προχωρημένη ηλικία που έχει χορτάσει από παραστάσεις. Σε μεγάλη ηλικία αναμετριόμαστε με τον εαυτό μας και όχι με τον κόσμο. Αυτό που είναι παράλογο για ένα νεαρό ζευγάρι είναι απολύτως λογικό για ένα ζευγάρι που έχει περάσει μαζί όλη του τη ζωή. Ο ηλικιωμένος στο Ρέθυμνο θα έκανε τα πάντα για να βοηθήσει την αγαπημένη του. Και το έκανε. Εμείς γιατί τον αφήσαμε να φτάσει σε αυτό το σημείο; Γιατί τον αφήσαμε να τραβήξει τη σκανδάλη και δε δώσαμε στους ανθρώπους αυτούς την επιλογή να φύγουν με την ησυχία που επιθυμούσαν;
Θανάσης Μαυρίδης