Ρόναλντ Μαϊνάρντους: Η Γερμανία, η Ευρώπη και το τέλος των βεβαιοτήτων
Shutterstock
Shutterstock

Ρόναλντ Μαϊνάρντους: Η Γερμανία, η Ευρώπη και το τέλος των βεβαιοτήτων

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία αντιλαμβάνεται την ασφάλειά της. Για τη σημερινή γενιά Γερμανών η Ρωσία ως στρατιωτική απειλή αποτελεί ένα νέο, δύσκολα αφομοιώσιμο δεδομένο. Η απομάκρυνση των ΗΠΑ από τον ρόλο του εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας εντείνει το αίσθημα ανασφάλειας και ωθεί το Βερολίνο σε μια δεύτερη Zeitenwende (Αλλαγή Εποχής), με έμφαση στον επανεξοπλισμό και στην ανάληψη ηγετικού ρόλου εντός της Ευρώπης. Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους σε μία εφ’ όλη της ύλης συνέντευξη στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη.

Πώς εκλαμβάνει η Γερμανία τη ρωσική απειλή και πώς επαναπροσδιορίζει τη στρατηγική της επί εποχής Ντόναλντ Τραμπ αναλύει ο κ. Μαϊνάρντους, κύριος ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), σημειώνοντας πως μπροστά σε γεωστρατηγικούς «σεισμούς» η απάντηση είναι -και δεν μπορεί παρά να είναι- ότι η Ευρώπη οφείλει να καταστεί συλλογικά ισχυρότερη.

Όσον αφορά το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας, εξηγεί γιατί είναι τόσο αντιδημοφιλής ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, παραθέτει την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας και αποτυπώνει το διακύβευμα των κρατιδιακών εκλογών του 2026 σε συνάρτηση με τη διαρκή άνοδο της Άκρας Δεξιάς, αλλά και του γεγονότος ότι καθώς η Γερμανία εισέρχεται ουσιαστικά σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο η λήψη αντιδημοφιλών αλλά αναγκαίων αποφάσεων, ιδίως σε τομείς όπως το ασφαλιστικό και το σύστημα Υγείας. «Ο Φρίντριχ Μερτς είχε υποσχεθεί φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και ένα μικρότερο κράτος. Από αυτή την υπόσχεση, μέχρι στιγμής, ελάχιστα έχουν αποτυπωθεί στην πράξη», επισημαίνει ο Ρόναλντ Μαϊνάρντους.

Όσο για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, τονίζει πως βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους. Αναφέρεται στη γερμανική στήριξη στην εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup και σημειώνει πως το 2026 «φέρνει» εντατικές πολιτικές επαφές καθώς και την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γερμανία, όπου θα συμμετάσχει ως ο μοναδικός ξένος πολιτικός σε εκδήλωση της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του ως «πολιτικού σταρ» για τους Γερμανούς συντηρητικούς, όπως δηλώνει ο κ. Μαϊνάρντους.

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης

Κύριε Μαϊνάρντους, στο κλείσιμο του 2025 και σε μια περίοδο έντονων γεωστρατηγικών ανακατατάξεων, πώς αντιμετωπίζει η Γερμανία τις μεγάλες αλλαγές στο διεθνές σύστημα;

Το ζήτημα αυτό κυριαρχεί εδώ και καιρό σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. «Είναι μια άλλη εποχή, ένας άλλος κόσμος», δήλωσε πρόσφατα ο Φρίντριχ Μερτς. Πρόκειται για δραματικές εποχές βαθιών ανατροπών, που συνοδεύονται από αβεβαιότητα και έντονο αίσθημα ανασφάλειας. Τις τελευταίες ημέρες γίνεται συχνά λόγος για «τεκτονικές μετατοπίσεις». Και η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των γεωστρατηγικών σεισμών.

Μετά τη ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας, στην οποία η γερμανική κυβέρνηση -τον Φεβρουάριο του 2022, υπό τον τότε καγκελάριο Όλαφ Σολτς- απάντησε με τη λεγόμενη Zeitenwende, ένα μέχρι τότε άνευ προηγουμένου πρόγραμμα επανεξοπλισμού, παρατηρητές μιλούν πλέον για μια δεύτερη Zeitenwende. Αυτή τη φορά, αφορμή της αναστάτωσης αποτελούν ο Ντόναλντ Τραμπ και η νέα στρατηγική ασφάλειας. Οι εποχές κατά τις οποίες εμείς, οι Ευρωπαίοι, μπορούσαμε να βασιζόμαστε στην αμερικανική προστασία ανήκουν στο παρελθόν.

Στη στιγμή της ανάγκης -αποφεύγω τον όρο «πανικός»- το Βερολίνο έχει το τελευταίο διάστημα αναλάβει έναν νέο ηγετικό ρόλο. Στο επίκεντρο όλων βρίσκεται, πάνω απ’ όλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος, περισσότερο από κάθε άλλο ζήτημα, καθορίζει τη γερμανική -και την ευρωπαϊκή- πολιτική. Αυτό θα συνεχιστεί και το νέο έτος, συνοδευόμενο από σημαντικούς πολιτικούς, οικονομικούς αλλά και στρατιωτικούς κινδύνους. Γι' αυτούς, η Γερμανία -και ιδίως η γερμανική κοινωνία- παραμένει ανεπαρκώς προετοιμασμένη.

Σε αυτό το νέο περιβάλλον, πώς αντιλαμβάνεται το Βερολίνο τη ρωσική απειλή και ποιες είναι σήμερα οι βασικές προτεραιότητες της γερμανικής πολιτικής ασφάλειας;

Όταν μιλώ για ανεπαρκή προετοιμασία της γερμανικής κοινωνίας, αναφέρομαι ακριβώς σε αυτό το ζήτημα. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τους Έλληνες, οι οποίοι ζουν εδώ και δεκαετίες -θα έλεγε κανείς διαχρονικά- με την αίσθηση μιας τουρκικής απειλής, η οποία αποτελεί και αποτέλεσε σταθερό στοιχείο της ελληνικής πολιτικής, η αντίληψη ότι η Ρωσία συνιστά στρατιωτική απειλή είναι κάτι νέο για τη σημερινή γενιά των Γερμανών.

Υπό την προστασία των Αμερικανών, οι Γερμανοί, μετά την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξελίχθηκαν σε «δομικά προσανατολισμένους ειρηνιστές» (structural pacifists), για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του πρώην υπουργού Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ. Ξαφνικά, όμως, οι Γερμανοί δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στους Αμερικανούς για την άμυνά τους. Η απάντηση είναι -και δεν μπορεί παρά να είναι- ότι η Ευρώπη οφείλει να καταστεί συλλογικά ισχυρότερη.

Σε αυτή τη διαδικασία, το Βερολίνο επιδιώκει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση επενδύει τεράστια ποσά στον επανεξοπλισμό, με δηλωμένο στόχο τη δημιουργία της ισχυρότερης συμβατικής στρατιωτικής δύναμης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μέχρι να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ο δρόμος είναι μακρύς - και εξαιρετικά δαπανηρός: για τις ανάγκες του επανεξοπλισμού, το Βερολίνο έχει αναστείλει ακόμη και το λεγόμενο «φρένο χρέους».

Μέρος αυτού του σχεδίου αποτελεί και η επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, η οποία είχε ανασταλεί μόλις το 2011, υπό το πρίσμα του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Πολλοί νέοι σήμερα απορρίπτουν την ιδέα της στρατιωτικής υπηρεσίας· αυτό, ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν αλλάζει ούτε από το γεγονός ότι η Γερμανία έχει εδώ και καιρό καταστεί στόχος υβριδικού πολέμου από τη Ρωσία. Σε αυτόν περιλαμβάνονται η κατασκοπεία, οι δολιοφθορές και οι εκστρατείες παραπληροφόρησης.

Θεωρούν όλα τα πολιτικά κόμματα τη Ρωσία ως τη νέα απειλή;

Όχι. Για να αποδοθεί πλήρως η εικόνα, πρέπει να επισημανθεί ότι σημαντικές πολιτικές δυνάμεις, κυρίως από τον χώρο της Άκρας Δεξιάς αλλά και της άκρας Αριστεράς, δεν συμμερίζονται το αφήγημα περί ρωσικής απειλής και τάσσονται υπέρ της επιστροφής σε «κανονικές» σχέσεις με τη Μόσχα. Οι δυνάμεις αυτές έχουν την κεντρική κοινωνική και πολιτική τους βάση κυρίως στην Ανατολική Γερμανία, ενώ πολλοί από τους εκπροσώπους τους ανήκουν στην AfD. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις τυγχάνουν στήριξης από τη Μόσχα. 

Πριν περάσουμε στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο της Γερμανίας, θα θέλατε να κάνετε κάποιο σχόλιο για τις ελληνογερμανικές σχέσεις;

Βεβαίως. Ύστερα από τόσες μάλλον αρνητικές πληροφορίες, μου δίνεται η ευκαιρία να πω κάτι θετικό. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν υπήρξαν ποτέ καλύτερες από ό,τι είναι σήμερα. Αυτό δεν το λέει οποιοσδήποτε, αλλά ο ίδιος ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, όπως ανέφερε μετά το πέρας της πρόσφατης επίσκεψής του στο Βερολίνο.

Το γεγονός ότι ο Έλληνας υπουργός εξελέγη πρόεδρος του Eurogroup αποδίδεται από πολλούς στην ανοιχτή -και δημόσια διατυπωμένη- στήριξη της Γερμανίας. Το στοιχείο αυτό εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο: Αθήνα και Βερολίνο έχουν συμφωνήσει να αναβαθμίσουν τις σχέσεις τους σε νέο επίπεδο. Το εγχείρημα αυτό, μέχρι στιγμής, φαίνεται να αποδίδει, καθώς οι τριβές και οι αντιπαραθέσεις ανήκουν σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν.

Ακόμη και στο ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα της λεγόμενης δευτερογενούς μετανάστευσης, οι αρμόδιοι υπουργοί κατέληξαν πλέον σε έναν συμβιβασμό. Ο ελληνογερμανικός «μήνα του μέλιτος» αναμένεται να συνεχιστεί και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2026. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην Αθήνα αναμένονται, στο πλαίσιο επίσημων αποστολών, αρκετοί υψηλόβαθμοι Γερμανοί υπουργοί.

Προηγουμένως, ωστόσο, στα μέσα Ιανουαρίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μεταβεί στη Γερμανία, προκειμένου να συμμετάσχει -ως ο μοναδικός ξένος πολιτικός- σε σημαντική εκδήλωση της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), του κόμματος του καγκελαρίου. Για τους Γερμανούς συντηρητικούς, ο Έλληνας πρωθυπουργός αποτελεί εδώ και καιρό πολιτικό σταρ. Και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να απολαμβάνει αυτόν τον ρόλο.

Για τον ίδιο τον ίδιο τον Φρίντριχ Μερτς οι οιωνοί δεν φαίνονται πάντως καλοί στο εσωτερικό της Γερμανίας. Πώς αξιολογούν οι πολίτες τον καγκελάριο σχεδόν επτά μήνες αφότου ανέλαβε τα ηνία; Η κυβέρνηση συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες τους έχει απογοητεύσει; Και γιατί;

Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στη Γερμανία υπάρχει πληθώρα δημοσκοπήσεων. Και τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Στην κατάταξη με τους 20 δημοφιλέστερους πολιτικούς, ο Φρίντριχ Μερτς καταλαμβάνει την 18η ή τη 19η θέση. Στο ποδόσφαιρο, αυτό θα το χαρακτήριζε κανείς θέση υποβιβασμού. Αυτές οι χαμηλές προσωπικές επιδόσεις στη δημοφιλία του συμβαδίζουν με τη μη ενθαρρυντική δημοσκοπική εικόνα της κυβερνητικής συμμαχίας CDU/CSU και SPD - δηλαδή της σύμπραξης Συντηρητικών και Σοσιαλδημοκρατών. Θα ήταν περίπου σαν να κυβερνούσαν στην Ελλάδα από κοινού η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.

Πάνω από τους μισούς πολίτες -το σχετικό ποσοστό έφτασε πρόσφατα το 53%- δηλώνουν δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση και, κατ’ επέκταση, και με τον καγκελάριο. Οι λόγοι εντοπίζονται εύκολα: πριν από την εκλογή του, ο Μερτς είχε δώσει μεγάλες υποσχέσεις και είχε αναγγείλει φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτών είτε δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί είτε εφαρμόστηκε μόνο αποσπασματικά. Ιδίως οι Σοσιαλδημοκράτες εμποδίζουν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες -σύμφωνα με τη διαδεδομένη άποψη των ειδικών- είναι απολύτως αναγκαίες ώστε να επανεκκινήσει η οικονομία.

Η ασθενής οικονομική επίδοση αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης. Και από τα οικονομικά προβλήματα -καθώς και από την ανασφάλεια που βιώνουν πολλοί πολίτες- ωφελούνται πρωτίστως οι ακροδεξιοί της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Σε αυτό, η Γερμανία δεν διαφέρει από άλλες χώρες.

Ποια είναι η σημερινή κατάσταση της γερμανικής οικονομίας και ποιες οι προοπτικές για το νέο έτος;

Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πλειονότητα των Γερμανών αξιολογεί την προσωπική της κατάσταση στην αλλαγή του έτους πιο θετικά απ’ ό,τι θα επέτρεπαν να υποθέσει κανείς τα επίσημα στοιχεία. Στο «γύρισμα» του χρόνου, τα δύο τρίτα των πολιτών δηλώνουν ότι, σε προσωπικό επίπεδο, το 2025 ήταν μια καλή χρονιά για τους ίδιους. Η μεγάλη πλειονότητα -μιλάμε για σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων- δεν αναμένει σημαντικές αλλαγές το 2026.

Την ίδια στιγμή, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η γερμανική οικονομία, έπειτα από δύο χρόνια ύφεσης και ένα έτος στασιμότητας -αναφερόμαστε στο 2025- αναμένεται να επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης. Οι προβλέψεις κυμαίνονται μεταξύ 0,7% και 1,8%. Το γεγονός ότι ερευνητικά ινστιτούτα δημοσιεύουν διαφορετικές εκτιμήσεις αποτελεί ένδειξη της αβεβαιότητας που επικρατεί ως προς την πορεία της οικονομίας.

Υπάρχει, ωστόσο, ευρεία συμφωνία ότι διαρθρωτικά προβλήματα εξακολουθούν να επιβαρύνουν τη γερμανική οικονομία. Το ζήτημα έχει πολλές διαστάσεις: πέραν των νέων αμερικανικών δασμών, που πλήττουν τις γερμανικές εξαγωγές, καθοριστικό ρόλο παίζουν και οι φθηνές εισαγωγές από την Κίνα, οι οποίες απειλούν τη γερμανική βιομηχανία. Πολλά γερμανικά προϊόντα δεν είναι πλέον διεθνώς ανταγωνιστικά. Τα υψηλά κόστη παραγωγής, λόγω των υψηλών μισθών και της αύξησης των κοινωνικών εισφορών, σε συνδυασμό με μια γραφειοκρατία που καταγγέλλεται ευρέως, υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα.

Ο Φρίντριχ Μερτς είχε υποσχεθεί φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και ένα μικρότερο κράτος. Από αυτή την υπόσχεση, μέχρι στιγμής, ελάχιστα έχουν αποτυπωθεί στην πράξη.

Ποιες είναι οι σημαντικότερες εξελίξεις στη γερμανική εσωτερική πολιτική που θα πρέπει να έχουμε στο μικροσκόπιο το 2026; Και πόσο διογκώνεται ο κίνδυνος της Άκρας Δεξιάς;

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Γερμανία είναι ομοσπονδιακό κράτος, με επιμέρους Κοινοβούλια και κυβερνήσεις στα κρατίδια, τα οποία διαθέτουν σε ορισμένους τομείς εκτεταμένες αρμοδιότητες -για παράδειγμα στην εκπαιδευτική πολιτική ή στην εσωτερική ασφάλεια. Κατά τη διάρκεια του νέου έτους θα διεξαχθούν, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, εκλογές σε πέντε από τα συνολικά 16 ομόσπονδα κρατίδια. Πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για αναμετρήσεις που λειτουργούν ως κρίσιμα βαρόμετρα της κοινής γνώμης και για την εθνική πολιτική σκηνή.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία θα βρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Το γεγονός αυτό καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη λήψη αντιδημοφιλών μέτρων από την κυβέρνηση, παρότι αυτά θεωρούνται επειγόντως αναγκαία. Κυρίως πρόκειται για τη μεταρρύθμιση των κοινωνικών συστημάτων, τα οποία, στη σημερινή τους μορφή, δεν είναι βιώσιμα μακροπρόθεσμα. Αναφέρομαι ειδικότερα στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στο σύστημα υγείας, τα οποία δοκιμάζονται έντονα από τη δημογραφική αλλαγή. Πρόκειται για μια κατάσταση γνωστή και στην Ελλάδα, με τη διαφορά -αυτή είναι η εντύπωσή μου- ότι στη Γερμανία οι σχετικές συζητήσεις καταλαμβάνουν πολύ ευρύτερο χώρο στον δημόσιο διάλογο.

Σε ό,τι αφορά τις περιφερειακές εκλογές, οι σημερινές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι υπάρχει το ενδεχόμενο η ακροδεξιά AfD να αναδειχθεί πρώτο κόμμα σε ένα κρατίδιο της Ανατολικής Γερμανίας, ενδεχομένως ακόμη και να αναλάβει για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση. Σε ένα τέτοιο σενάριο, αναζωπυρώνεται ο δημόσιος διάλογος για την απαγόρευση του κόμματος. Πρόκειται για μια τυπικά γερμανική συζήτηση, με σαφή ιστορική εξήγηση: και ο Αδόλφος Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία μέσω εκλογών. Ωστόσο, ούτε μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων ούτε στην κοινωνία υπάρχει πλειοψηφία υπέρ μιας απαγόρευσης, η οποία, έπειτα από μια σύνθετη διαδικασία, θα μπορούσε να αποφασιστεί μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Και εγώ προσωπικά συμμερίζομαι την άποψη ότι ο πολιτικός αγώνας απέναντι στον δεξιό εξτρεμισμό δεν μπορεί να ανατεθεί στα δικαστήρια, αλλά πρέπει να δοθεί πρωτίστως στο πεδίο της πολιτικής.


* Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι Κύριος Ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).