Εθνικώς φάλτσος

Ο δήμαρχος Φλώρινας σταμάτησε συναυλία επειδή ακούστηκε τραγούδι στη σλαβομακεδονική γλώσσα. Πήρε το μικρόφωνο και δήλωσε, δημοσίως, ότι στην πόλη του «δεν θα τραγουδιούνται τέτοια τραγούδια». Χωρίς κανένα ίχνος ντροπής, διέκοψε μια καλλιτεχνική εκδήλωση επειδή δεν του άρεσε η γλώσσα. Όχι οι στίχοι. Η γλώσσα.

Και όλα αυτά στη Φλώρινα. Στη Μακεδονία. Στα Βαλκάνια. Εκεί όπου κάθε πέτρα έχει ακούσει περισσότερες γλώσσες απ’ όσες αντέχει να παραδεχτεί σήμερα ο κάθε καριερίστας της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο ίδιος. Είναι όλοι αυτοί που σπεύδουν να τον στηρίξουν στο όνομα του «πατριωτισμού». Όλοι αυτοί που νομίζουν ότι ελληνικό είναι μόνο ό,τι ταιριάζει στο δικό τους στενό καλούπι. Ό,τι περισσεύει πρέπει να σιωπήσει ή να εξαφανιστεί.

Ξεχνούν ότι η Ελλάδα δεν είναι τέτοια χώρα. Ούτε ήταν ποτέ. Μέσα σε δύο αιώνες ανεξαρτησίας, αυτό το κράτος έχτισε την ταυτότητά του πάνω σε πολέμους, ανταλλαγές πληθυσμών, εμφυλίους, προσφυγιά, διώξεις και εθνικές συγχωνεύσεις. Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν «καθαρό». Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν «ομοιογενές». Και όμως, το κράτος άντεξε. Η ταυτότητα χτίστηκε. Η πατρίδα εδραιώθηκε.

Η επιμονή στη φίμωση κάθε πολιτισμικής διαφοροποίησης, ακόμα κι όταν δεν συνιστά καμία απολύτως απειλή, δεν δείχνει εθνική εγρήγορση. Δείχνει εθνική ανασφάλεια. Είναι η κραυγή εκείνου που δεν έχει χωνέψει ακόμα ότι η Ελλάδα επικράτησε και δεν έχει τίποτα να φοβάται πια. Είναι η κραυγή εκείνου που, είτε επειδή δεν πιστεύει είτε επειδή δεν έχει καταλάβει την ιστορία μας, νομίζει ότι τα θεμέλια της ελληνικότητας είναι σαθρά και αδύναμα.

Ας το ξεκαθαρίσουμε: αυτή η κριτική δεν γίνεται στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας. Ούτε στο όνομα κάποιας ασαφούς προοδευτικότητας. Γίνεται ακριβώς στο όνομα του πατριωτισμού. Ενός πατριωτισμού που βασίζεται στην αλήθεια, στην αυτοπεποίθηση και στην ελευθερία που μας παρέδωσαν οι πρόγονοί μας. Του πατριωτισμού που δεν φοβάται τη μνήμη, ούτε ντρέπεται για την πολυπλοκότητα της εθνικής του πορείας.

Αν νιώθεις σίγουρος για την ελληνική σου ταυτότητα, δεν τρομάζεις από τραγούδι σε άλλη γλώσσα. Το ακούς. Το σέβεσαι. Και αν είσαι ανοιχτός, το εκτιμάς κιόλας ως κομμάτι της ιστορίας του τόπου σου. Με την ίδια σιγουριά, όμως, αντιδράς και όταν δεις τον αλυτρωτισμό να σηκώνει κεφάλι. Όχι από φοβία, αλλά από υπευθυνότητα. Η γραμμή δεν είναι γκρίζα. Είναι καθαρή: τιμάς τους προγόνους σου; μαζί σου. Θες να αλλάξεις έστω και ένα εκατοστό από αυτό που είναι σήμερα ελληνικό; είσαι απέναντι και θα αντιμετωπιστείς καταλλήλως.

Η αλήθεια, ειδικά στα Βαλκάνια, είναι εξαιρετικά άβολη για οποιονδήποτε αρέσκεται σε ξεκάθαρα αφηγήματα και απλουστεύσεις. Σε μεγάλες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, οι Έλληνες ήταν κάποτε μειοψηφία. Σχεδόν κάθε χωριό έχει και τον δικό του μικρό αλυτρωτισμό. Αυτό δεν μειώνει τη σημερινή ελληνικότητά τους. Την κάνει πιο βαθιά. Πιο ρεαλιστική. Πιο ενδιαφέρουσα. Και πιο πατριωτική γιατί είναι αληθινή.

Και τώρα, ας είμαστε ειλικρινείς. Τι λέει έμμεσα η στάση του Δημάρχου σε όλους αυτούς που τον ψήφισαν; Σε όσους ξέρουν καλά ότι οι δικοί τους πρόγονοι μιλούσαν άλλη γλώσσα στο σπίτι; Ότι η ιστορία της οικογένειάς τους είναι ανεπιθύμητη; Ότι πρέπει να την κρύβουν για να είναι «καλοί» Έλληνες; Ότι δεν ανήκουν πλήρως στον εθνικό κορμό;

Πού στο καλό ζούμε; Σε τι είδους ολοκληρωτισμό;

Η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση ήταν, ή έπρεπε να είναι, μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του Έλληνα. Όχι με όρους καθαρότητας, αλλά με όρους κοινής πορείας, κοινών αξιών, κοινών αγώνων για ελευθερία και εθνική αξιοπρέπεια. Είχαμε την ευκαιρία να ξεκολλήσουμε από τα κατάλοιπα μιας κομπλεξικής και φοβικής αντίληψης του τι εστί Ελλάδα και Έλληνας αλλά από ότι φαίνεται τη χάσαμε.

Πατριωτισμός που επιβάλλεται με απαγορεύσεις στην έκφραση και την τέχνη είναι ψευδεπίγραφος. Είναι εθνικιστικό νταηλίκι. Και αυτό είναι πάντοτε ντροπή.