Ένας πολυετής σχεδιασμός που αφήνει ακόμη χώρο για ανάπτυξη

Πρόσφατα η κυβέρνηση παρουσίασε τον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό της επόμενης τετραετίας. Πρόκειται για ένα σημαντικό κείμενο πολιτικής, που δεν είναι απλώς μια τεχνική άσκηση με αριθμούς, αλλά ένας χάρτης πορείας για τα δημόσια οικονομικά, την ανάπτυξη και το ρόλο του κράτους στην οικονομία. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, περιέχει πολλά θετικά στοιχεία, αλλά και ορισμένες αδυναμίες ή αστοχίες, ιδίως αν το διαβάσει κανείς από μια πιο φιλελεύθερη, προσανατολισμένη στην αγορά οπτική. Το κρίσιμο όμως δεν είναι αν συμφωνεί κανείς με κάθε γραμμή του κειμένου, αλλά πώς μπορεί αυτός ο σχεδιασμός να αξιοποιηθεί ως αφετηρία για πιο τολμηρές αναπτυξιακές επιλογές.

Στα θετικά, ο πολυετής προγραμματισμός επιβεβαιώνει τη δέσμευση στη δημοσιονομική σταθερότητα. Προβλέπει σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα και σταδιακή αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, στέλνοντας ένα μήνυμα σοβαρότητας προς αγορές και εταίρους. Σε μια χώρα που πλήρωσε ακριβά τον δημοσιονομικό τυχοδιωκτισμό, το γεγονός ότι η συζήτηση γίνεται πλέον γύρω από το πώς θα διατηρηθεί η αξιοπιστία και όχι αν θα ξαναπαίξουμε με τη φωτιά, μόνο θετικό μπορεί να θεωρηθεί.

Επίσης, η προσπάθεια να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα κυρίως μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, αντί για αυξήσεις συντελεστών, δείχνει μια πιο σύγχρονη προσέγγιση. Το ίδιο ισχύει για τις στοχευμένες μειώσεις σε φορολογικούς συντελεστές για τα μεσαία εισοδήματα και για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που αποσυμπιέζουν, έστω και με μέτρο, το κόστος της εργασίας και στέλνουν ένα σήμα ότι η αμοιβή της παραγωγικής δραστηριότητας δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως «ύποπτη».

Υπάρχουν όμως και σημεία που γεννούν ερωτήματα. Ο ρόλος που αποδίδεται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ως βασικό εργαλείο ανάπτυξης, οι πολλαπλές στοχευμένες ενισχύσεις σε συγκεκριμένους κλάδους και περιοχές, οι ειδικές φορολογικές διευκολύνσεις μόνο για ορισμένους «στρατηγικούς» τομείς, καθώς και η πρόβλεψη για καθαρή αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, δείχνουν ότι το κράτος συνεχίζει να διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατανομή κεφαλαίων και ανθρώπινων πόρων.

Χωρίς υπερβολές και καταστροφολογία, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι αυτού του τύπου οι επιλογές περιορίζουν τον χώρο για πιο οριζόντιες πολιτικές, που θα αντιμετωπίζουν όλους τους φορολογούμενους και όλες τις επιχειρήσεις με τον ίδιο τρόπο, αντί να επιβραβεύουν τους κλάδους που έχουν καλύτερη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων.

Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο, που συχνά χάνεται στη δημόσια συζήτηση, είναι ότι ο πολυετής αυτός προγραμματισμός δεν είναι ούτε συνταγματική επιταγή ούτε ανεπίστρεπτη δέσμευση. Είναι ένα πλαίσιο, όχι μια αλυσίδα. Βασίζεται σε παραδοχές για την πορεία της οικονομίας, για τα επιτόκια, για τα έσοδα και για τις προτεραιότητες πολιτικής, που μπορούν να αναθεωρηθούν αν αλλάξουν οι συνθήκες ή αν υπάρξει μεγαλύτερη πολιτική βούληση για μεταρρυθμίσεις.

Μέσα στα όρια του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, η κυβέρνηση διαθέτει ακόμη ουσιαστικό περιθώριο να μεταβάλει τη σύνθεση της πολιτικής της: να μεταφέρει βάρος από τις στοχευμένες επιδοτήσεις σε οριζόντιες μειώσεις φόρων, να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση της γραφειοκρατίας και στην επιτάχυνση της Δικαιοσύνης, να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και τις ιδιωτικές επενδύσεις αντί να επιχειρεί να «καθοδηγήσει» κεντρικά την ανάπτυξη.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι με βάση τον ίδιο αυτόν πολυετή προγραμματισμό, η ανάπτυξη την επόμενη τετραετία αναμένεται να είναι μάλλον αναιμική. Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από αυτό που χρειάζεται η χώρα για να συγκλίνει με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.

Με τόσο χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης μπαίνει ένα χαμηλό ταβάνι στην αισιοδοξία των πολιτών, των επενδυτών και των εργαζομένων. Η νούμερο ένα προτεραιότητα της χώρας πρέπει να καταστεί το πώς το 1–2% του ρυθμού ανάπτυξης θα γίνει 3–4%. Εκεί θα κριθεί αν ο σημερινός σχεδιασμός θα αποδειχθεί απλώς μια άσκηση λογιστικής σταθερότητας ή η βάση για ένα άλμα ευημερίας. Γιατί, σε τελική ανάλυση, το μέλλον της χώρας και των παιδιών μας κρίνεται όχι από το αν «βγαίνουν οι αριθμοί», αλλά από το αν τολμάμε να στοχεύσουμε ψηλότερα.