Θέλει κανείς μπισκότο;
Γέφυρες στο χρόνο

Θέλει κανείς μπισκότο;

Στις αρχές του 20ου αιώνα, στην μαγευτική και ιστορική πόλη των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, ζούσε μια οικογένεια Ελλήνων, η οποία προσπαθούσε να βγάλει τα προς το ζην. Αυτή, ήταν η οικογένεια Παπαδοπούλου.

Ο πατέρας, ο Γιάννης, ήταν ξυλουργός, ο οποίος μοχθούσε για να συντηρήσει την γυναίκα του, την Μαρία και τους τρεις γιους τους, τον Νίκο, τον Ευάγγελο και τον Θεόφιλο. 

Κάποια στιγμή, η Μαρία αποφάσισε να αναλάβει κι αυτή δράση. Έτσι, ξεκίνησε να ψήνει μπισκότα στον φούρνο του σπιτιού τους. Έπειτα, τα μοίραζε στα τρία αγοράκια της και αυτά γύριζαν στους δρόμους, πουλώντας τα στους μαχαλάδες της Πόλης. 

Το 1916, η Μαρία ήθελε τα μπισκότα της να αποκτήσουν χαρακτήρα. Τα ονόμασε, λοιπόν, από το γαλλικό μπισκότο βουτύρου «petit beurre» που ήταν διάσημο στην Ευρώπη, «πτι-μπερ». Ο άντρας της τότε, έφτιαξε την πρώτη μικρή ξύλινη σφραγίδα για να φαίνεται η ονομασία στα μπισκότα. Έτσι δημιουργήθηκαν τα πρώτα «πτι-μπερ» της οικογένειας Παπαδοπούλου.

Τα επόμενα χρόνια, οι συνθήκες έμελλε να αλλάξουν την μοίρα της οικογένειας, αλλά και των ίδιων των μπισκότων. Το 1922, η Μικρασιατική καταστροφή κλονίζει ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο και αναγκάζει χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν για πάντα τα σπίτια τους και να μετακινηθούν στην Δύση. Ακόμα και οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης δεν μπορούσαν πλέον να μείνουν στον τόπο τους.

Η οικογένεια Παπαδοπούλου, αποφασίζει να μετακομίσει στην Μασσαλία. Η Μαρία και τα τρία αγόρια, φεύγουν χωρίς τον πατέρα τους και αρχίζουν να πλέουν στην θάλασσα του Μαρμαρά, ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι του αποχωρισμού από τα πατρογονικά τους εδάφη.

Το πλοίο μπαίνει στα ελληνικά χωρικά ύδατα και κάνει στάση στο λιμάνι του Πειραιά. Ένας σταθμός όχι μόνο για το πλοίο, αλλά και για την ιστορία της οικογένειας. Η Μαρία κατεβαίνει με τους γιους της να περπατήσει για λίγο στο λιμάνι και όλοι μαζί κάθονται σε ένα καφενείο. Ενώ παραγγέλνει, μαθαίνει από τον σερβιτόρο ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μπισκότα. Κι εκεί της ήρθε η μεγάλη ιδέα. 

Το σχέδιο για Μασσαλία, εγκαταλείπεται. Η Μαρία και τα παιδιά θα έμεναν στην Ελλάδα και θα ήταν οι πρώτοι που θα την μυούσαν στην μαγεία αυτού του μικρού γλυκίσματος, του μπισκότου. Αφού τελικά εγκαταστάθηκαν σε μια προσφυγική πολυκατοικία κοντά στον Λυκαβηττό, αγόρασαν έναν μικρό φούρνο, όπου η Μαρία συνέχισε να ψήνει τα μπισκότα της.

Ο Νίκος, ο Ευάγγελος και ο Θεόφιλος, συνέχισαν πλέον με ποδήλατα, να μοιράζουν τα μπισκότα της μητέρας τους στις γειτονιές της Αθήνας. Τα μπισκότα στην αρχή πωλούνταν χύμα. Μετά από κάποιο καιρό, οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά. Από τον μικρό φούρνο και το «τρέξιμο» των παιδιών στους δρόμους, το 1938 η οικοτεχνία τους έγινε βιοτεχνία. Η οικογένεια, με υπεύθυνο πλέον τον Ευάγγελο Παπαδόπουλο, αγοράζει το πρώτο της μικρό εργοστάσιο και τα πρώτα της μηχανήματα, στην περιοχή των Πετραλώνων, δίπλα στον σταθμό του Ηλεκτρικού, αλλά και ένα μικρό φορτηγό που θα αναλάμβανε τα χρέη διανομής, τα οποία μέχρι τότε είχαν τα τρία αδέλφια.

Τα μπισκότα Παπαδοπούλου αποκτούν ακόμα περισσότερη φήμη και διασπείρονται παντού. Καταλήγουν στα ελληνικά τραπέζια, συνοδεύοντας τον καφέ, αποκτώντας μια θέση στο ελληνικό πρωινό και στις καρδιές των μικρών παιδιών. Όλοι μας δεν θυμόμαστε τις στιγμές της παιδικής μας ηλικίας, στις οποίες κρατούσαμε ένα μπισκότο Παπαδοπούλου στο χέρι; 

Ο ανταγωνισμός με τις άλλες τοπικές επιχειρήσεις μεγάλωνε, όπως και η ίδια η επιχείρηση. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρώιμα Cream Crackers της εταιρείας καταναλώνονταν από τον ελληνικό στρατό, ενώ με την κατοχή, τα μπισκότα τους αναγκαστικά παράγονταν για τους Γερμανούς (και γι’ αυτό λίγο αργότερα σταμάτησαν την παραγωγή).

Μετά το πέρας του πολέμου, η επιχείρηση άνθισε εκ νέου και πήρε μεγάλες διαστάσεις. Το 1957, άνοιξε το πρώτο εργοστάσιο, σήμερα έδρα της επιχείρησης, στην Πέτρου Ράλλη. Το 1972, σχεδιάζεται το γνωστό πλέον σήμα της, το κεφαλαίο «Π», στεφανωμένο με τις φιγούρες των τεσσάρων παιδιών του Ευάγγελου Παπαδόπουλου.

Το 1973 ιδρύεται το εργοστάσιο στην Θεσσαλονίκη, το 1984 στον Βόλο και το 1990 στα Οινόφυτα. Τα μπισκότα πτι-μπερ, Μιράντα, τα Γεμιστά και τα Caprice, καταλαμβάνουν όλη την Ελλάδα. Το όνομα «Παπαδοπούλου», γίνεται συνώνυμο του μπισκότου. Σήμερα, φτάνουν να τα γεύονται όχι μόνο Έλληνες, αλλά άνθρωποι σε περισσότερες από 70 χώρες του κόσμου.

Όλα αυτά, από τον μικρό σπιτικό φούρνο μιας Κωνσταντινουπολίτισσας μαμάς, η οποία πάλεψε μαζί με τον σύζυγό της να θρέψει όχι μόνο τα παιδιά τους, αλλά τελικά και ολόκληρη την χώρα, με την επιτυχημένη και μυστική συνταγή του μικρού αυτού γλυκίσματος.

 

Βιβλιογραφία:

Η παλιά Αθήνα

thessalonikiinfo

Παπαδοπούλου - Η Ιστορία μας

Παπαδοπούλου - 100 Χρόνια