Η αριστοκρατία και τα παιχνίδια της καρδιάς
Νάνσυ Μίτφορντ, Το κυνήγι του έρωτα, μετφρ.Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Πατάκη,σελ. 320
Το Κυνήγι του έρωτα (1945) γράφτηκε σε μια στιγμή καμπής τόσο για την Ευρώπη όσο και για την προσωπική ζωή της Νάνσυ Μίτφορντ. Η Βρετανία βρισκόταν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου· η παλιά αριστοκρατία έβλεπε τον κοινωνικό της ρόλο να κλονίζεται, ενώ η ίδια η συγγραφέας ζούσε τις αντιφάσεις ενός κόσμου που τη γαλούχησε με τις αυστηρές ιεραρχίες της τάξης, αλλά ταυτόχρονη την ώθησε στην αδυσώπητη κριτική του και την σατυρική του αποδόμηση.
Η πρώτη έκδοση γνώρισε άμεση επιτυχία. Το κοινό, κουρασμένο από τον πόλεμο, αγκάλιασε ένα βιβλίο που φαινομενικά προσέφερε ανάλαφρη ψυχαγωγία, αλλά στην πραγματικότητα διέθετε κοφτερή ματιά και έντονη κριτική διάθεση. Η Μίτφορντ, αξιοποιώντας την προσωπική της εμπειρία ως μέλος μιας από τις πιο ιδιόρρυθμες και διάσημες οικογένειες της Βρετανίας, έπλεξε μιαν ιστορία όπου η αυτοβιογραφία και η μυθοπλασία διαπλέκονται, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση ότι κρυφοκοιτάζει από την κλειδαρότρυπα ενός αρχοντικού.
Η γραφή της Μίτφορντ θυμίζει τις μεγάλες βρετανικές ηθογραφίες του 19ου αιώνα, με αναπόφευκτες αναφορές στην Τζέιν Όστεν, αλλά διαθέτει μιαν ειρωνεία και μια σύγχρονη κομψότητα που την κάνουν να ξεχωρίζει. Η αφηγήτρια, η Φάννυ, κινείται ανάμεσα στο οικείο και στην αποστασιοποίηση: είναι μέλος της οικογένειας Ράντλετ, αλλά και κριτής των καμωμάτων της.
Η Μίτφορντ αξιοποιεί μικρές σκηνές και διαλόγους για να αποκαλύψει χαρακτήρες και κοινωνικές συμπεριφορές. Κάθε λεπτομέρεια, από μια αμήχανη παύση μέχρι έναν επιτηδευμένο τρόμο μπροστά στην αλλαγή, γίνεται εργαλείο αφήγησης. Η σάτιρά της είναι λεπτή αλλά αμείλικτη: δεν επιτίθεται μετωπικά, αλλά αφήνει τις ίδιες τις συμπεριφορές να εκτεθούν.
Η θεατρικότητα είναι διάχυτη. Οι σκηνές στήνονται σαν πράξεις κωμωδίας χαρακτήρων· θα μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν στη σκηνή με ελάχιστες αλλαγές. Εδώ, η Μίτφορντ δείχνει πως κατανοεί τη δραματουργία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης: οι ήρωές της είναι εγκλωβισμένοι σε ρόλους που δεν τους επέλεξαν, αλλά τους εκτελούν με αυστηρή προσήλωση.
Η Λίντα, κεντρική μορφή της αφήγησης, είναι μια ηρωίδα που αναζητά τον έρωτα με ζήλο - σχεδόν παιδικό. Η πορεία της είναι μια αλυσίδα από βιαστικές αποφάσεις, ατυχείς γάμους και σχέσεις που ξεκινούν με πάθος και καταλήγουν σε ματαίωση. Η Φάννυ, αντίθετα, κινείται πιο συνετά διχως αυτό δεν την απαλλάσσει από τις ίδιες κοινωνικές πιέσεις.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρων είναι εξίσου εντυπωσιακοί: εκκεντρικοί συγγενείς, φίλοι που ενσαρκώνουν στερεότυπα της εποχής, άνδρες που βλέπουν τον γάμο ως σύμβαση και όχι ως προσωπική δέσμευση. Ο καθένας τους είναι σκιαγραφημένος με δύο-τρεις κοφτές πινελιές που αρκούν για να μείνουν αξέχαστοι.
Το Κυνήγι του έρωτα, μια ιστορία δύο εξαδέλφων, είναι η χαρτογράφηση της βρετανικής αριστοκρατίας ανάμεσα στους δύο πολέμους. Οι Ράντλετ ζουν σε έναν κόσμο που μοιάζει απροσπέλαστος καθώς τα μεγάλα σπίτια, οι κοινωνικές υποχρεώσεις, οι ταξικοί κώδικες λειτουργούν καταιγιστικά σαν ασπίδα απέναντι στην πραγματικότητα.
Η Μίτφορντ φωτίζει την αδράνεια αυτού του μικρόκοσμου. Ο πόλεμος, όταν έρχεται, δεν εμφανίζεται ως ιστορική καταστροφή αλλά ως μια διαταραχή της ρουτίνας. Και όμως, αυτή η «διαταραχή» είναι η πρώτη στιγμή που οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με κάτι μεγαλύτερο από τους εαυτούς τους. Η σύνδεση με την πραγματική οικογένεια της συγγραφέως είναι αναπόφευκτη. Οι αδελφές Μίτφορντ έγιναν διαβόητες για τις ακραίες πολιτικές τους πεποιθήσεις και τις εκκεντρικές ζωές τους. Η Νάνσυ αξιοποιεί αυτό το υλικό όχι για να κάνει κουτσομπολιό, αλλά για να δημιουργήσει μια μυθοπλασία που κουβαλά την αλήθεια του βίου της. Η οικογένεια Ράντλετ είναι, σε μεγάλο βαθμό, ένας καθρέφτης παραμορφωτικός αλλά αναγνωρίσιμος.
Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι τυχαίος. Το «κυνήγι» δεν είναι μόνο μια μεταφορά για την ερωτική αναζήτηση, παραπέμπει και στο άθλημα της τάξης των «ηρώων» που κυνηγούν αλεπούδες και παράλληλα κυνηγούν συντρόφους. Η Μίτφορντ δείχνει πώς αυτό το κυνήγι είναι καταδικασμένο να αποτυγχάνει όταν η επιθυμία υπακούει στους κανόνες της κοινωνικής προβολής και όχι στις ανάγκες της καρδιάς.
Η Λίντα, μέχρι το τέλος, δεν φτάνει σε ένα οριστικό λιμάνι. Η αναζήτηση συνεχίζεται, και μαζί της η επίγνωση ότι ίσως ο έρωτας να είναι λιγότερο μια κατάκτηση και περισσότερο μια διαρκής κίνηση.
Η ελληνική έκδοση κερδίζει πολλά από την προσεγμένη μετάφραση του Θωμά Σκάσση. Η φωνή της Μίτφορντ, με τον κομψό ρυθμό και τα αδιόρατα χτυπήματα ειρωνείας, διατηρείται ζωντανή. Οι διάλογοι αποδίδονται με φυσικότητα, χωρίς να χάνονται οι αποχρώσεις της βρετανικής κοινωνικής γλώσσας. Στα ελληνικά, το βιβλίο στέκεται ως αυθύπαρκτο κείμενο, χωρίς να νιώθει κανείς ότι διαβάζει μεταφορά από άλλη γλώσσα.
Σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το Κυνήγι του έρωτα διαβάζεται όχι μόνο ως χρονικό μιας εποχής, αλλά και ως σχόλιο για τη διαρκή ανθρώπινη ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα στις σχέσεις. Η Μίτφορντ μάς υπενθυμίζει ότι η αναζήτηση του έρωτα μπορεί να είναι γοητευτική και κωμική, αλλά και εξαντλητική, ότι η κοινωνική σάτιρα μπορεί να χωρά στο ίδιο κείμενο με την τρυφερότητα, ότι, τελικά, οι ιστορίες που λέμε για τους άλλους, είναι και ιστορίες που λέμε για τον εαυτό μας.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας