Η δύναμη της ψυχής
Λίλα Κονομάρα, Μια τρίχα που γίνεται άλογο, Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 208
Η νουβέλα της Λίλας Κονομάρα Μια τρίχα που γίνεται άλογο καταπιάνεται με την ιστορία δύο αδελφών μέσα από την τοιχογραφία μιας ελληνικής οικογένειας που κλονίζεται. Εδώ η λογοτεχνία καλείται να χαρτογραφήσει το αδιέξοδο, εκεί όπου η ψυχική νόσος δεν είναι μόνο ασθένεια, αλλά ένας πυρήνας που παραμορφώνει ολόκληρη την πραγματικότητα γύρω του.
Ο Νίκος, στέκεται στο νοσοκομείο απέναντι από το καμένο σώμα του αδελφού του, Λευτέρη. Κι ενώ οι γιατροί μετρούν εγκαύματα και πιθανότητες, εκείνος μετρά χρόνια σιωπών, ξεσπασμάτων, ενοχών και ανομολόγητης αγάπης. Το παρελθόν εισβάλλει σαν πυρκαγιά: η μητέρα που λύγισε, ο πατέρας που θωρακίστηκε πίσω από την εφημερίδα του, η ελληνική οικογένεια που δεν ξέρει να μιλάει αλλά ξέρει να σωπαίνει με τρόπο που πληγώνει. Ο Λευτέρης υπήρξε χαρισματικός και τρωτός, βίαιος και ευάλωτος, ένας άνθρωπος που ταλαντευόταν ανάμεσα στην αγάπη και στην αυτοκαταστροφή. Και ο Νίκος, ακούσια φροντιστής, κουβαλά μια ζωή το διπλό φορτίο: τον φόβο και την τρυφερότητα.
Η Κονομάρα δεν γράφει για να «εξηγήσει» την ασθένεια. Γράφει για να δείξει το πώς μια οικογένεια διαλύεται και ανασυντίθεται γύρω από την άβυσσο, πώς η αγάπη επιμένει - ακόμη και μέσα στον τρόμο. Ο λόγος της, κοφτός και μετρημένος, πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, θυμίζει παλμό καρδιογραφήματος: άλματα, διακοπές, επαναλήψεις. Σαν να ήθελε να μιμηθεί το ίδιο το μυαλό που παραπαίει ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζει την ελληνική οικογένεια όχι ως «καταφύγιο» αλλά ως πεδίο παθογενειών. Η σιωπή, το άρρητο, το βάρος του «τι θα πει ο κόσμος», λειτουργούν εδώ σαν δεύτερη ασθένεια, εξίσου θανατηφόρα. Κι όμως, μέσα από τα θραύσματα μνήμης, μέσα από τις φράσεις που μένουν μετέωρες, αναδύεται κάτι που μοιάζει με λύτρωση: η δυνατότητα να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια και να πεις, έστω αργά, «σ’ αγαπώ».
Ο τίτλος, παράξενος και σαγηνευτικός, λειτουργεί σαν μυστικό κλειδί. «Μια τρίχα που γίνεται άλογο»: το μικρό και αμελητέο που αποκτά απρόβλεπτη δύναμη. Η μεταμόρφωση που συμβαίνει όχι στα παραμύθια αλλά στο ίδιο μας το σπίτι. Η γλώσσα, που μπορεί να γίνει άλλοτε τριχιά που πνίγει, άλλοτε άλογο που σε μεταφέρει αλλού. Η λογοτεχνία ως αλχημεία του πόνου.
Η Κονομάρα κινείται με τόλμη σε ένα τοπίο δύσβατο: ψυχική νόσος, βία, αυτοκαταστροφή, οικογενειακές σιωπές. Θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει διδακτική ή μελοδραματική... Αντίθετα, το κείμενο διατηρεί την κομψότητα του λιτού λόγου και τη σπάνια ικανότητα να ανοίγει ρωγμές στον αναγνώστη. Εκεί, στις ρωγμές, κατοικεί το βιβλίο της: εκεί που ο πόνος συναντά την τρυφερότητα, εκεί που η φρίκη γίνεται μοτίβο, κι όμως, μια στιγμή αγάπης μπορεί να λειτουργήσει σαν αντίδοτο.
Μια τρίχα που γίνεται άλογο δεν είναι βιβλίο για να σε «παρηγορήσει». Είναι βιβλίο για να σε ταράξει και να σε φέρει αντιμέτωπο με την τρωτότητα της ανθρώπινης συνθήκης. Κι ίσως ακριβώς γι’ αυτό να λειτουργεί τελικά παρηγορητικά: γιατί δείχνει πως ακόμα και στο κέντρο της μαύρης τρύπας μπορεί να χωρέσει μια τελευταία χειρονομία τρυφερότητας...
Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης, Θα πέσει η νύχτα, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 720
Υπάρχουν μυθιστορήματα που ξεκινούν με την πρόθεση να πουν μιαν ιστορία, κι άλλα που φιλοδοξούν να περιγράψουν έναν ολόκληρο κόσμο. Το Θα πέσει η νύχτα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης, ήδη ώριμος αφηγηματικά και με σταθερή θέση στην ελληνική πεζογραφία, παραδίδει εδώ μια τοιχογραφία που εκτείνεται σε δεκαετίες και τόπους, ισορροπώντας ανάμεσα στη σάγκα, την κοινωνική παρατήρηση και το υπόγειο αστυνομικό μυστήριο.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν τριπλό γεωγραφικό άξονα: στην πολύβουη Αθήνα, με τους κλειστούς της χώρους και τις κρυφές ζωές· στον θεσσαλικό κάμπο, μια γη που θυμίζει ανοιχτό βιβλίο γεμάτο οικογενειακά μυστικά και ανείπωτες απώλειες· και στα δάση της Χαλκιδικής, όπου η φύση γίνεται σύμμαχος ή μάρτυρας των γεγονότων. Το σκηνικό αλλάζει, αλλά ο παλμός της αφήγησης παραμένει σταθερός: η πυκνή, καθαρή γλώσσα του Τζαμιώτη, που ξέρει να αναδεικνύει λεπτομέρειες χωρίς να τις αφήνει να πνίξουν την ιστορία.
Κεντρικό σημείο αναφοράς είναι η οικογένεια Διαμαντόπουλου. Ένα σόι που μοιάζει ακλόνητο, σαν δέντρο βαθιά ριζωμένο στη θεσσαλική γη, αλλά και ευάλωτο στην αλλαγή των εποχών. Ο συγγραφέας δεν αρκείται στο να καταγράψει το γενεαλογικό του δέντρο· το ζωντανεύει με πρόσωπα που έχουν επιθυμίες, ελαττώματα και αντιφάσεις. Οι σχέσεις τους πλέκονται σε ένα δίκτυο όπου ο έρωτας και η απώλεια, η αφοσίωση και η προδοσία, εναλλάσσονται με τον φυσικό ρυθμό της ζωής.
Το «καλό» και το «κακό» δεν παρουσιάζονται ως αφηρημένες έννοιες· είναι μάλλον προσωρινές ισορροπίες που συνεχώς μετακινούνται. Ένας θάνατος μπορεί να φέρει λύτρωση, ένα πάθος να πυροδοτήσει καταστροφή και η μνήμη να αποδειχθεί πιο αμείλικτη από την ίδια την αλήθεια. Εδώ, η μοίρα δεν είναι μια εξωτερική δύναμη αλλά η συσσώρευση μικρών πράξεων, σιωπών και επιλογών.
Η γραφή του Τζαμιώτη αποφεύγει τη στείρα περιγραφικότητα· επιλέγει την αφηγηματική εναλλαγή, δημιουργώντας μια πολυφωνία που θυμίζει κλασικούς αφηγητές της ευρωπαϊκής παράδοσης. Η αφήγηση κινείται ανάμεσα στην εσωτερική ματιά των χαρακτήρων και στην ευρύτερη θέαση της κοινωνίας. Στο βάθος, διακρίνει κανείς ένα διαρκές σχόλιο για την Ελλάδα του σήμερα: τις μεταμορφώσεις της υπαίθρου, την πίεση στις οικογενειακές δομές, τις αξίες που φθείρονται αλλά και τις μορφές αντίστασης που γεννιούνται απρόσμενα.
Η αίσθηση που αφήνει το βιβλίο, ακόμη και μετά την τελευταία σελίδα, είναι πως η «νύχτα» του τίτλου δεν αφορά μόνο ένα χρονικό σημείο· είναι η σκιά που σιγά-σιγά πέφτει πάνω σε κάθε μύθο, σε κάθε βεβαιότητα, σε κάθε επίφαση αθανασίας. Κι ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι, παραμένει η δυνατότητα της αφήγησης να φωτίσει πρόσωπα και στιγμές κι αυτό είναι ίσως το πιο ανθεκτικό αντίδοτο στη φθορά.
Με το θα πέσει η νύχτα, ο Τζαμιώτης αποδεικνύει πως η μεγάλη αφήγηση, όταν συνδυάζει την ακρίβεια του βλέμματος με την αφηγηματική γενναιοδωρία, μπορεί να αγγίξει την πυκνότητα μιας μικρής εποποιίας. Δεν είναι απλώς ένα ακόμη μυθιστόρημα· είναι μια εμπειρία ανάγνωσης που απαιτεί τον χρόνο της και τον επιστρέφει στον αναγνώστη πολλαπλάσιο.
* Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης