Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Το βλέμμα στο ράφι

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Λίλα Κονομάρα Μια τρίχα που γίνεται άλογο, Εκδ. Καστανιώτη, σελ.208

Μια τρίχα που γίνεται άλογο! Ο τίτλος ήδη προειδοποιεί: το μικρό, το σχεδόν αμελητέο, μπορεί να αποκτήσει διαστάσεις ονείρου, εμμονής, ακόμα και εκτροχιασμού. Η Λίλα Κονομάρα, σε αυτό το ιδιαίτερο μυθιστόρημα, κινείται με ακρίβεια στο όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, στο σωματικό και το ψυχικό, στο καθημερινό και το απειλητικό. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο υπόγειας έντασης και φιλοσοφικής ευαισθησίας - ένα υπαρξιακό παραμύθι για την απορρύθμιση της εμπειρίας.

Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι μια γυναίκα χωρίς όνομα, σχεδόν χωρίς ιδιότητες, η οποία ξεκινά να καταγράφει την παρατήρηση ενός μικρού σωματικού φαινομένου: μιας τρίχας που φυτρώνει ανεξήγητα στον ώμο της. Από εκεί και πέρα, ολόκληρος ο κόσμος της αρχίζει να μετασχηματίζεται. Η αντίληψή της για το σώμα, την ταυτότητα, τον χρόνο, τις σχέσεις, παύει να υπακούει στους κανόνες της λογικής και υποχωρεί μπροστά σε έναν λυρικό και σκοτεινό εσωτερικό κόσμο. Η τρίχα γίνεται άλογο. Και το άλογο γίνεται σύμβολο μιας άλλης πραγματικότητας.

Δεν πρόκειται για φανταστικό ρεαλισμό, ούτε για αλληγορία με ξεκάθαρο ηθικό μήνυμα. Η Κονομάρα, με μεγάλη μαεστρία, αποφεύγει τις υπεραπλουστεύσεις. Το παράδοξο, εδώ, είναι ταυτόχρονα πραγματικό και συμβολικό. Η μεταμόρφωση είναι και παραίσθηση αλλά και απόλυτη εμπειρία, μια διάρρηξη του κόσμου όπως τον ξέρουμε, η οποία όμως αναδεικνύει μιαν άλλη, βαθύτερη αλήθεια.

Η γραφή της Λίλας Κονομάρα είναι ρυθμική και ελεγχόμενη μέχρι τελευταίας ανάσας. Χρησιμοποιεί τον πρώτο ενικό στην αφήγηση για να χτίσει έναν εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος δεν εκρήγνυται αλλά διαβρώνει, σαν σταγόνα που πέφτει ξανά και ξανά πάνω στην επιφάνεια του πραγματικού. Το ύφος δεν γίνεται ποτέ φορτικό· ακόμα και στις πιο παράδοξες σκηνές διατηρεί μια πειθαρχία που φανερώνει ωριμότητα και έλεγχο.

Η Κονομάρα δεν παρασύρεται από τη μεταφορά. Την υποβάλλει. Δεν θολώνει τα όρια μεταξύ λογικής και παράνοιας με σκοπό να εντυπωσιάσει, αλλά για να αποδώσει κάτι πιο λεπτό: τον τρόμο και τη συγκίνηση τού να ζεις μέσα σε ένα σώμα που ξαφνικά παύεις να κατανοείς· τον ψυχικό κλονισμό που δεν προέρχεται από το εξωτερικό τραύμα, αλλά από την εσωτερική απώλεια.

Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και ως υπαινικτικό σχόλιο πάνω στο φύλο, την αυτο-εικόνα, τη βιολογική κανονικότητα και τη σύγχρονη αποξένωση. Η ηρωίδα, κλεισμένη στον μικρόκοσμό της, προσπαθεί να διαφυλάξει ένα είδος ψυχικής τάξης την ώρα που το σώμα της την προδίδει. Η παρατήρηση, η ενδοσκόπηση και τελικά η μεταμόρφωση λειτουργούν ως τρόποι πένθους για κάτι που δεν ονομάζεται ποτέ, αλλά είναι παρόν σε κάθε σελίδα: την αδυναμία να είσαι «κανονικός».

Η Κονομάρα γράφει με βαθιά συνείδηση της σωματικότητας, αλλά και με φιλοσοφική ένταση. Υπάρχουν στιγμές που θυμίζουν Μάργκαρετ Άτγουντ ή Κλαρίσε Λισπέκτορ — όχι στην πλοκή, αλλά στη λεπτή διερεύνηση του απροσδιόριστου και του εσωτερικού τρόμου. Και, κυρίως, στη συνειδητή άρνηση της λογοτεχνίας να «καθησυχάσει» τον αναγνώστη. 

Μια τρίχα που γίνεται άλογο είναι από εκείνα τα βιβλία που συνεχίζουν να αναπνέουν αφού κλείσουν. Δεν εξηγούν, δεν ηθικολογούν, δεν ολοκληρώνονται. Σε μια εποχή που η λογοτεχνία συχνά καταφεύγει στη διδακτικότητα ή την επιδερμική ενσυναίσθηση, η Κονομάρα γράφει με υπαρξιακή ακεραιότητα. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο παράξενο, μια υπενθύμιση ότι η γραφή δεν είναι πάντα αναπαράσταση αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε μεταμόρφωση. Όπως ακριβώς και μια τρίχα που γίνεται άλογο.

Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης, Θα πέσει η νύχτα, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 720

Υπάρχουν μυθιστορήματα που ξεκινούν με την πρόθεση να πουν μιαν ιστορία, κι άλλα που φιλοδοξούν να περιγράψουν έναν ολόκληρο κόσμο. Το Θα πέσει η νύχτα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης, ήδη ώριμος αφηγηματικά και με σταθερή θέση στην ελληνική πεζογραφία, παραδίδει εδώ μια τοιχογραφία που εκτείνεται σε δεκαετίες και τόπους, ισορροπώντας ανάμεσα στη σάγκα, την κοινωνική παρατήρηση και το υπόγειο αστυνομικό μυστήριο.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν τριπλό γεωγραφικό άξονα: στην πολύβουη Αθήνα, με τους κλειστούς της χώρους και τις κρυφές ζωές· στον θεσσαλικό κάμπο, μια γη που θυμίζει ανοιχτό βιβλίο γεμάτο οικογενειακά μυστικά και ανείπωτες απώλειες· και στα δάση της Χαλκιδικής, όπου η φύση γίνεται σύμμαχος ή μάρτυρας των γεγονότων. Το σκηνικό αλλάζει, αλλά ο παλμός της αφήγησης παραμένει σταθερός: η πυκνή, καθαρή γλώσσα του Τζαμιώτη, που ξέρει να αναδεικνύει λεπτομέρειες χωρίς να τις αφήνει να πνίξουν την ιστορία.

Κεντρικό σημείο αναφοράς είναι η οικογένεια Διαμαντόπουλου. Ένα σόι που μοιάζει ακλόνητο, σαν δέντρο βαθιά ριζωμένο στη θεσσαλική γη, αλλά και ευάλωτο στην αλλαγή των εποχών. Ο συγγραφέας δεν αρκείται στο να καταγράψει το γενεαλογικό του δέντρο· το ζωντανεύει με πρόσωπα που έχουν επιθυμίες, ελαττώματα και αντιφάσεις. Οι σχέσεις τους πλέκονται σε ένα δίκτυο όπου ο έρωτας και η απώλεια, η αφοσίωση και η προδοσία, εναλλάσσονται με τον φυσικό ρυθμό της ζωής.

Το «καλό» και το «κακό» δεν παρουσιάζονται ως αφηρημένες έννοιες· είναι μάλλον προσωρινές ισορροπίες που συνεχώς μετακινούνται. Ένας θάνατος μπορεί να φέρει λύτρωση, ένα πάθος να πυροδοτήσει καταστροφή και η μνήμη να αποδειχθεί πιο αμείλικτη από την ίδια την αλήθεια. Εδώ, η μοίρα δεν είναι μια εξωτερική δύναμη αλλά η συσσώρευση μικρών πράξεων, σιωπών και επιλογών.

Η γραφή του Τζαμιώτη αποφεύγει τη στείρα περιγραφικότητα· επιλέγει την αφηγηματική εναλλαγή, δημιουργώντας μια πολυφωνία που θυμίζει κλασικούς αφηγητές της ευρωπαϊκής παράδοσης. Η αφήγηση κινείται ανάμεσα στην εσωτερική ματιά των χαρακτήρων και στην ευρύτερη θέαση της κοινωνίας. Στο βάθος, διακρίνει κανείς ένα διαρκές σχόλιο για την Ελλάδα του σήμερα: τις μεταμορφώσεις της υπαίθρου, την πίεση στις οικογενειακές δομές, τις αξίες που φθείρονται αλλά και τις μορφές αντίστασης που γεννιούνται απρόσμενα.

Η αίσθηση που αφήνει το βιβλίο, ακόμη και μετά την τελευταία σελίδα, είναι πως η «νύχτα» του τίτλου δεν αφορά μόνο ένα χρονικό σημείο· είναι η σκιά που σιγά-σιγά πέφτει πάνω σε κάθε μύθο, σε κάθε βεβαιότητα, σε κάθε επίφαση αθανασίας. Κι ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι, παραμένει η δυνατότητα της αφήγησης να φωτίσει πρόσωπα και στιγμές κι αυτό είναι ίσως το πιο ανθεκτικό αντίδοτο στη φθορά.

Με το θα πέσει η νύχτα, ο Τζαμιώτης αποδεικνύει πως η μεγάλη αφήγηση, όταν συνδυάζει την ακρίβεια του βλέμματος με την αφηγηματική γενναιοδωρία, μπορεί να αγγίξει την πυκνότητα μιας μικρής εποποιίας. Δεν είναι απλώς ένα ακόμη μυθιστόρημα· είναι μια εμπειρία ανάγνωσης που απαιτεί τον χρόνο της και τον επιστρέφει στον αναγνώστη πολλαπλάσιο.


* Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης