Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Το βλέμμα στο ράφι

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Σήμερα παρουσιάζουμε τρία βιβλία  που ανήκουν σε ένα ιδιαίτερο είδος που ισορροπεί ανάμεσα στην προσωπική εμπειρία, την ψυχολογία και την πνευματική αναζήτηση, μια μεθοδολογία αυτογνωσίας. Δεν είναι βιβλία «αυτοβοήθειας» με την κλασική έννοια, αλλά βιβλία συνοδοιπόροι, γραμμένα για να σταθούν δίπλα στον αναγνώστη που αγωνιά, αναρωτιέται, και θέλει να ζήσει καλύτερα.

Πρόκειται για βιβλία που απευθύνονται όχι μόνο στο μυαλό, αλλά στην καρδιά. Και από εκεί, ίσως και στη ζωή μας.

Στάθης Γκόνος, ευζωία μακροβιότητα, εκδ. Αρμός σελ. 160

Τι θα λέγατε αν σας υποσχόταν κάποιος ότι μπορείτε να ζήσετε 100 ή και 110 χρόνια; Θα απαντούσατε ενθουσιασμένοι ή διστακτικά; Και αν σας έλεγαν πως αυτά τα χρόνια θα ήταν άδεια από νόημα, ψυχικά στείρα, ή χωρίς πνευματικό βάθος, θα προβληματιζόσασταν;

Αυτό το ερώτημα, διαπερνά το δοκίμιο του Στάθη Γκόνου, που επιθυμεί να ανοίξει έναν βαθύ και ουσιαστικό διάλογο με τον αναγνώστη. Όχι να τον κατακλύσει με δεδομένα αλλά να εξηγηθεί καθαρά: «Μπορείς να ζήσεις περισσότερο. Αλλά θες στ’ αλήθεια να ζήσεις καλύτερα;»

Η αφήγηση ξεκινά από τον κόσμο των βιοεπιστημών. Ένας κόσμος ταχύτατα εξελισσόμενος: γονιδιώματα, βλαστοκύτταρα, επιγενετική, βιοτεχνολογικές εφαρμογές που μέχρι πριν λίγα χρόνια έμοιαζαν σενάρια επιστημονικής φαντασίας και είναι ήδη πραγματικότητα. Ήδη γινόμαστε μάρτυρες της αρχής μιας εποχής όπου η ανθρώπινη ζωή επιμηκύνεται, όχι μόνο ως βιολογική επιβίωση, αλλά και ως αντικείμενο σχεδιασμού. «Στεκόμαστε στο κατώφλι τού να επανασχεδιάσουμε τον άνθρωπο», μας ενημερώνει ο συγγραφέας.

Ωστόσο, υπάρχει ένα θέμα. Ωραία, επανασχεδιάζουμε το σώμα, αλλά με την ψυχή τι κάνουμε; Με ότι τέλος πάντων ο καθένας αντιλαμβάνεται την ψυχή: σαν εσωτερική ζωή, σαν μεταφυσική κατάσταση, σαν πνευματική δραστηριότητα, σαν ισορροπία... Αν ζούμε περισσότερο αλλά χωρίς φλόγα, χωρίς σκοπό, χωρίς στοχασμό, τι νόημα έχουν τα παραπάνω χρόνια ζωής ή τι μπορούν να σημαίνουν; 

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα πυκνά αλλά βατά κεφάλαια, καρπός διαλέξεων που δόθηκαν το φθινόπωρο του 2024. Από τη φιλοσοφία της φύσης στην αρχαιότητα μέχρι τα ηθικά διλήμματα της σύγχρονης βιοϊατρικής, από την επιστημονική ανάλυση της γήρανσης μέχρι την υπαρξιακή αναζήτηση του «ευ ζην», κάθε σελίδα διατηρεί τον ίδιο τόνο: όχι διδακτικό, αλλά διαλογικό. Και στο τέλος κάθε κεφαλαίου, πραγματικά σχόλια και ερωτήσεις από το κοινό, ενσωματωμένα στον λόγο, φέρνουν μια αίσθηση ζωντάνιας και συμμετοχής.

Μια σημαντική παρατήρηση είναι ότι ο επιστήμονας συγγραφέας δεν γράφει σαν ειδικός που μιλά σε μη ειδικούς αλλά σαν ένας άνθρωπος που αναρωτιέται και θέτει τα ερωτήματα μπροστά στον καθρέφτη προσκαλώντας μας να σταθούμε πλάι του. Το ύφος του είναι νηφάλιο, καθαρό, χωρίς στόμφο. Αλλά ταυτόχρονα βαθύ, συχνά ποιητικό. Υπάρχουν στιγμές στο βιβλίο όπου νιώθεις ότι δεν διαβάζεις πια ένα δοκίμιο για την επιστήμη· διαβάζεις μια πραγματεία για το νόημα τού να είσαι άνθρωπος.

Arthur C. Brooks, Oprah Winfrey, Φτιάξε τη ζωή που θες, μτφρ. Χρύσα Φραγκιαδάκη, εκδ. Παπαδόπουλος, σελ.: 336

Αν η ευτυχία ήταν μια φυσική κατάσταση, τότε οι άνθρωποι που την κατείχαν, δεν θα ένιωθαν ποτέ την ανάγκη να τη μελετήσουν. Κι όμως, όπως μας αποκαλύπτει το βιβλίο «Φτιάξε τη ζωή που θες», εκείνοι που αναζητούν την ευτυχία πιο επίμονα δεν είναι όσοι την έχουν εύκολα, αλλά όσοι τη διεκδικούν καθημερινά, με πόνο, σκέψη και πράξη.

Η Oprah Winfrey και ο Arthur C. Brooks ενώνουν εδώ τις φωνές τους. Η πρώτη είναι βγαλμένη από τη μακρόχρονη εμπειρία των ανθρώπινων ιστοριών στο The Oprah Winfrey Show. Η άλλη από την επιστημονική προσέγγιση ενός κοινωνιολόγου που διδάσκει στο Harvard. Και οι δυο προσπαθούν για να δώσουν μιαν απάντηση σε ένα ερώτημα που απασχολεί όλους μας: είναι τελικά η ευτυχία κάτι που μπορούμε να μάθουμε; Η απάντηση που προτείνουν, δεν σχετίζεται ούτε με αόριστες θεωρίες ούτε με δακρύβρεχτους συναισθηματισμούς. Είναι πρακτική. Μέσα από βιώματα, έρευνες, πικρίες, θριάμβους και πραγματικά παραδείγματα ανθρώπων που βίωσαν την απογοήτευση, αλλά επέλεξαν την ελπίδα, το βιβλίο εξετάζει πώς μπορούμε να «χτίσουμε» τη ζωή που θέλουμε, στη θέση αυτής που μας έτυχε.

Ιστορίες από ανθρώπους που έχασαν, που λύγισαν, που στάθηκαν όρθιοι. Όπως η μητέρα που δωρίζει το νεφρό της σε έναν ξένο, ή το αγόρι με την ανίατη ασθένεια που μιλούσε για τη ζωή με μεγαλύτερη ωριμότητα από πολλούς ενήλικες. Όλοι τους καταθέτουν κάτι πιο δυνατό από «μαρτυρίες»: καταθέτουν επιλογές.

Ο Brooks μοιράζεται την προσωπική του εμπειρία από τη δυσκολία του να βιώσει ευτυχία έως τη συνειδητή του απόφαση να τη μελετήσει, να την αναλύσει, να την κατακτήσει. Μέσα από τη δουλειά του, η ευτυχία παύει να είναι ένα ασαφές όνειρο και μετατρέπεται σε επιστήμη της καθημερινής ζωής.

Η Winfrey, με την οικειότητα που έχει καλλιεργήσει με εκατομμύρια ανθρώπους, προσφέρει την ηθική και συναισθηματική της καθοδήγηση από τη θέση μιας γυναίκας που άκουσε και ένοιωσε μαζί με τους άλλους και που έμαθε να ρωτά αυτό που όλοι φοβούνται: Γιατί κάποιοι φαίνεται να τα έχουν όλα κι όμως είναι δυστυχισμένοι; Γιατί κάποιοι που έχουν ελάχιστα λάμπουν από ευγνωμοσύνη;

Harold S. Kushner, Όταν συμβαίνουν κακά πράγματα σε καλούς ανθρώπους, μτφρ. Βασίλης Πουλάκος, εκδ.Key Books, σελ.: 176

Ο ραβίνος Χάρολντ Κούσνερ δεν έγραψε αυτό το βιβλίο με την ιδιότητα του θεολόγου αλλά μ’ εκείνην του πατέρα. Δεν το έγραψε ως ένας πιστός άνθρωπος αλλά ως ένας που ζητά να επιβιώσει από τη θλίψη. 

Ο μικρός Άαρον, ο γιος του συγγραφέα, γεννήθηκε με μια σπάνια γενετική ασθένεια που του στέρησε τη δυνατότητα να μεγαλώσει φυσιολογικά. Ο Άαρον πέθανε λίγο μετά τα δέκατα τέταρτα γενέθλιά του, κι αυτό το βιβλίο είναι το πένθος του πατέρα του, μεταμορφωμένο σε ενδοσκόπηση, ελπίδα και, τελικά, σε προσφορά.

Ο Kushner γράφει χωρίς στόμφο και θεολογικά τεχνάσματα. Παραδέχεται ότι δεν έχει απαντήσεις για όλα. Δεν γράφει για να εξηγήσει το εξοργιστικό «θέλημα του Θεού», αλλά για να βοηθήσει εκείνους που πενθούν, να συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια μέσα στη σιωπή του Θεού. Εξηγεί πως δεν μπορούσε να δεχθεί ότι το παιδί του υπέφερε επειδή έτσι «ήθελε ο Θεός». Ο Θεός δεν είναι ο θύτης αλλά είναι η παρουσία που μας κρατά όρθιους όταν καταρρέει ο κόσμος μας.

Πρόκειται για το γράμμα ενός γονέα που πενθεί με άλλους γονείς. Είναι μια κραυγή που γίνεται ψίθυρος συμπόνιας. Ο Kushner μοιράζεται ιστορίες από τη ζωή του, από τη Βοστώνη όπου μετακόμισαν, από τις ώρες αγωνίας, από τα βλέμματα των γιατρών και τη σιωπή των φίλων που δεν ήξεραν τι να πουν. Αλλά κυρίως μιλά για τον τρόπο που ο ίδιος επανεφηύρε την πίστη του, δίχως την υπεροπτική αίσθηση της παντοδυναμίας της, αλλά ως εμπιστοσύνη.

Η μεγάλη συνεισφορά του βιβλίου είναι ότι δεν στρέφει το ενδιαφέρον του εκεί που δεν υπάρχει απάντηση, δηλαδή, στο «γιατί», αλλά συνδράμει στο «και τώρα τι;». Ο Kushner δεν διδάσκει, δεν κηρύττει. Στέκεται πλάι σου. Όπως θα ήθελε να σταθούν πλάι του όταν έμαθε ότι ο γιος του δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Είναι από εκείνα τα βιβλία που δεν διαβάζονται για να πάρεις απαντήσεις, αλλά για να μην νοιώσεις μόνος με τις ερωτήσεις σου. Όταν τελειώσεις το βιβλίο, δεν ξέρεις αν έχεις καταλάβει κάτι περισσότερο για τον Θεό. Ίσως όχι. Αλλά σίγουρα καταλαβαίνεις περισσότερα για τον άνθρωπο. Και ίσως αυτό να είναι το πρώτο βήμα για να συνεχίσεις.


* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας