Η Μοστάρι Χιλάλ πέρασε χρόνια και χρόνια χαρτογραφώντας την ασχήμια της. Στο ερώτημα «ποια είναι άσχημη;» εκείνη είχε απαντήσει καταφατικά. «Ναι, εγώ είμαι άσχημη». Έβλεπε τον εαυτό της στον καθρέφτη και αποδοκίμαζε με γκριμάτσες το είδωλο της. Ποιος αποφασίζει εάν κάποια είναι άσχημη; Και αν τελικά η άσχημη είμαι εγώ; Είσαι εσύ; Και όχι η απέναντι ή κάποια άλλη. Τι είναι τελικά η ασχήμια;
Με κάμποσα από αυτά τα ερωτήματα καταπιάνεται στο βιβλίο της με τίτλο «Ασχήμια» (Ugliness) η Αφγανογερμανίδα συγγραφέας και εικαστικός Μοστάρι Χιλάλ (Moshtari Hilal). Το βιβλίο κυκλοφόρησε με τον πρωτότυπο τίτλο «Hässlichkeit», εκδόσεις Hanser Verlag πριν από δύο χρόνια. Μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Ελίζαμπεθ Λάουφερ και το «Ugliness» κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις New Vessel Press.Είναι μια εκτενής και στοχαστική μελέτη πάνω σε ένα θέμα που σπάνια τίθεται στο προσκήνιο, συνδυάζοντας προσωπικά απομνημονεύματα με ιστορία, κοινωνιολογία και φιλοσοφία, καθώς και πρωτότυπα σχέδια, ποιήματα και φωτογραφίες.
Η ασχήμια ήταν καθοριστική έννοια για τη 31χρονη Χιλάλ, παιδί Αφγανών προσφύγων στη Γερμανία. Ο χάρτης του εαυτού της είχε πάνω του όλα τα κακά και άσχημα. Το κεφάλι της; Τεράστιο. Η μύτη της; Μεγάλη και τρομακτική, καθόλου μικρή και χαριτωμένη σαν κουμπάκι. Το πρόσωπο της; Μακρύ, πολύ μακρύ. Και το πιο τρομακτικό, η τριχοφυΐα της. Σκούρες τρίχες παντού, στο μελαχρινό της πρόσωπο, στους πήχεις, στις γάμπες. Πολλή τρίχα.
Οι θείες της όταν ήταν δέκα - δώδεκα ετών ταράζονταν στη θέα της λεπτής τρίχινης γραμμής στο άνω χείλος και της άπλωναν οπίλκα. Και ο πατέρας της το ίδιο, αν και λάτρευε τις «μουστακαλούδες» κόρες του. Από μικρή η Μοστάρι τα δοκίμασε όλα, κερί, χαλάουα, κρέμες αποτρίχωσης, ξανθιστικά. Προσπαθώντας να ακολουθήσει τα βορειοευρωπαϊκά πρότυπα ομορφιάς και θεωρώντας τον εαυτό της χάλια προκάλεσε αρκετές φορές μικροεγκαύματα στην επιδερμίδα της από το πάρτι με τα χημικά για να ξεφορτωθεί την τρίχα.
«Καταδιώκουμε συμπτώματα που μπορεί να διακρίνουμε πάνω στο ίδιο μας το σώμα: σημάδια ασχήμιας που μας συνδέουν, μας συσχετίζουν ή ακόμη και μας φέρνουν πιο κοντά στις ομάδες που έχουμε μάθει να μισούμε. Θέλουμε να είμαστε διαφορετικοί από αυτές. Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Δεν πρόκειται ποτέ απλώς για μια προσωπική ανασφάλεια».
Η αδελφή της υποβλήθηκε σε ρινοπλαστική αλλά η ίδια δεν υπέκυψε δεσμευόμενη στο να αποδεχτεί τη μύτη της και σε μια ευρεία, ριζική επανεξέταση της «ασχήμιας» σε όλο της το εύρος.
Στο ζήτημα της μύτης, στο οποίο έχει αφιερώσει πολλές σελίδες, η συγγραφέας επικαλείται και τον Αμερικανό ιστορικό Σάντερ Γκίλμαν, ο οποίος μελέτησε την πλαστική χειρουργική και τον ρόλο της στην εβραϊκή αφομοίωση.
Η Χιλάλ υποστηρίζει ότι οι προσωπικές αισθητικές κρίσεις δεν είναι ούτε προσωπικές ούτε πραγματικά «αισθητικές». Αντιθέτως, οι αντιλήψεις μας για την ανθρώπινη ομορφιά (ή την απουσία της) πηγάζουν από την πολιτική και διαμορφώνονται από ευρείς, διεθνείς παράγοντες, όπως ο πόλεμος, ο ιμπεριαλισμός, η αποικιοκρατική κατάκτηση, οι ιεραρχίες εξουσίας και η οικονομία.
Η «Ασχήμια» στρέφεται εναντίον της κουλτούρας της λατρείας των διασημοτήτων και της βιομηχανίας της ομορφιάς για τον ρόλο τους στην καλλιέργεια της προσπάθειας, της ντροπής και της μυστικότητας, που κρατούν τις γυναίκες φυλακισμένες σε μια ακριβή φυλακή αυτοαμφιβολίας και τροφοδοτούν την κατανάλωση προϊόντων.
«Η απόλυτη ομορφιά είναι αποτελεσματική επειδή παράγει το Μη Όμορφο. Η απανθρωποποίηση είναι ο πραγματικός στόχος των σύγχρονων εννοιών της ομορφιάς. Εκείνοι που θέτουν, ρυθμίζουν και εμπορεύονται αυτά τα πρότυπα είναι εκείνοι που αποκομίζουν το μεγαλύτερο κέρδος».
Εκεί που ένιωσε «ενσωματωμένη» εμφανισιακά ήταν όταν έζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία. Οι Ιταλίδες έμοιαζαν με εκείνη, ήταν σαν εκείνη, και η συγγραφέας επιβεβαίωσε έτσι τον συγκειμενικό χαρακτήρα της ομορφιάς.
Εννοείται πως η συγγραφέας και εικαστικός συμμετέχει πλήρως στα πρότυπα ομορφιάς. Όμως μπορεί και να απέχει διότι δεν πιστεύει ότι η αξία της ως ατόμου συνδέεται με αυτά. Αλλά σε μια κακή μέρα, θα νιώσει όλες τις ανασφάλειες, θα δει όλα τα βίντεο και θα σκεφτεί όλα τα μασάζ προσώπου και τη ρετινόλη. Για εκείνη το ζήτημα είναι δομικό και πρέπει να αναζητηθούν δομικές απαντήσεις.
Σε συνέντευξη στο silverpress.org η Μοστάρι Χιλάλ λέει : «Δεν με ενδιαφέρει να αξιολογήσω τις ατομικές επιλογές, αλλά να εξετάσω το σύστημα που αναγκάζει τους ανθρώπους να παίρνουν αυτές τις αποφάσεις. Με ενδιαφέρουν οι συνθήκες που οδηγούν σε τέτοιες ριζικές επιλογές και τα μοτίβα που αυτές μας επιτρέπουν να διακρίνουμε. Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τις συνθήκες που μετασχηματίζουν ριζικά έναν άνθρωπο ως προς το τι τον κάνει να νιώθει άξιος, ικανοποιημένος ή αποδεκτός;
Αυτή είναι και η προσέγγισή μου στο βιβλίο: ξεκινώ από την ενδοσκόπηση και την εξέταση της ντροπής, του φόβου και του μίσους, και στη συνέχεια προχωρώ πέρα από αυτά, προς τις δομές που παράγουν ενοχή, ντροπή, άγχος και μίσος. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι η ιστορία της χειρουργικής της μύτης αποτελεί μια εξαιρετική μελέτη περίπτωσης. Δεν αναφέρομαι στην επανορθωτική χειρουργική, αλλά στην αισθητική χειρουργική που αποσκοπεί στην ομορφιά και καθορίζεται άμεσα από εθνοτικές αντιλήψεις. Μελέτησα την ιστορία της ρινοπλαστικής στη Γερμανία, στην Ευρώπη και γενικότερα στη Δύση. Εκεί τα βρίσκουμε όλα: την έννοια της ασχήμιας και της ηθικής, την ασθένεια, τη φυλετικοποίηση της μύτης και την αγορά της αφομοίωσης».
Η «Ασχήμια» δεν είναι μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ομορφιάς, ούτε καν για την άρνηση της ύπαρξης της ασχήμιας.
Αντίθετα, η Χιλάλ μάς καλεί να «συμφιλιωθούμε με την ασχήμια», να «αποδομήσουμε τη διχοτομία ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια» και κυρίως να απομακρυνθούμε από τον φόβο που μας προκαλεί. Σχέδιο πολύ φιλόδοξο και δύσκολο στην επίτευξη του, αλλά αν υποθέσουμε ότι γίνεται τότε είναι χωρίς καμιά αμφιβολία απόλυτα λυτρωτικό.
