Ένας μονόλογος από τα ενδότερα της σκηνής

Ένας μονόλογος από τα ενδότερα της σκηνής

Al Pacino, Sonny Boy , μετφ. Κατερίνα Μποσινάκη, εκδ. Key Books, σελ. 304  

Όταν ο Al Pacino αποφασίζει, στην ηλικία των 84 ετών να αφηγηθεί τη ζωή του, δεν περιμένουμε μιαν ευθύγραμμη, επιμελημένη και στοχαστική αναδίφηση ενός γέροντα που έχει δει πολλά. Αυτός που ταύτισε την προσωπική του ιστορία με θρυλικά έργα που δημιούργησαν ένα μέτρο για την κινηματογραφική τέχνη και την ηθοποιία, επιλέγει τη μέθοδο που υπηρέτησε μια ζωή: τον μονόλογο. Το Sonny Boy είναι μια αυτοβιογραφία, ένας σκηνικός αυτοσχεδιασμός, ένα παράξενο μείγμα προσωπικών στιγμών, θεατρικών σκιρτημάτων και ελλειπτικής αφήγησης. Είναι το είδος της γραφής που ξεκινά από τον εαυτό, κάνει κύκλους γύρω του και επιστρέφει τελικά για μιαν εξομολόγηση. Θα λέγαμε ότι ο Al Pacino μοιάζει σαν να παίζει αντί να γραφεί κι ο αναγνώστης δεν τον παρακολουθεί σαν θεατής καθισμένος στη θέση του άλλα τον ακούει από τα παρασκήνια. 

Αν κάτι χαρακτηρίζει αυτό το βιβλίο είναι η συναισθηματική του ρυθμικότητα. Η γραφή μοιάζει να ακολουθεί έναν υπόγειο αυτοσχεδιασμό jazz, όπου τα θέματα επανέρχονται σαν μοτίβα. Η μητέρα του, το θέατρο, ο δρόμος, η πατρότητα, οι σπουδαίοι ρόλοι, τα οικονομικά αδιέξοδα... Όλα αυτά εμφανίζονται και χάνονται με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η μνήμη: ακατάστατα, επιλεκτικά, έντονα.

Το Sonny Boy είναι κυρίως μια συνομιλία με τη χαμένη παιδικότητα. Ίσως, γι’ αυτό ο τίτλος, ένα παρατσούκλι που του κόλλησε η μητέρα του, αποκτά σχεδόν μεταφυσική σημασία. Ο Pacino γράφει σαν κάποιος που ακόμη αναζητά το αγόρι εκείνο που του έμαθε να παρατηρεί τους ανθρώπους στις στάσεις του λεωφορείου, που αντέγραφε την ανθρώπινη θλίψη στα μάτια των αγνώστων για να την αναπαράγει αργότερα στο σανίδι.

Δεν είναι τυχαίο ότι μιλά για τη μητέρα του με την τρυφερότητα ενός παιδιού, ούτε ότι το παρελθόν του παραμένει θαμπό λες και αρνείται να το ερμηνεύσει, για να το προστατεύσει. Έτσι καταφέρνει να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη σε ότι δεν λέγεται ή υπονοείται. Υποθέτω ότι αυτό είναι συμβατό και με το τρόπο που παίζει. 

Ο Pacino αφηγείται μεν τη ζωή του, αλλά επιλέγει να την παρουσιάσει σαν ένα σύνολο επεισοδίων, πολλές φορές χωρίς συνδετικό ιστό. Μιλά για τους ρόλους του, για τη δόξα, για τη μοναξιά, για τις γυναίκες και τα παιδιά του, αλλά αποφεύγει τη βαθιά ενδοσκόπηση επιστρατεύοντας έναν καταλυτικό σαρκασμό.

Όπως σωστά επισημαίνουν και οι New York Times, «το βιβλίο είναι πιο κοντά σε μια μαγνητοφώνηση παρά σε μιαν αφήγηση». Και είναι αυτή η πεισματική άρνηση του τέλους, η απροθυμία να οργανωθεί η ζωή του σε αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος, που το καθιστά τόσο βαθιά ειλικρινές και ταυτόχρονα απρόσιτο.

Ο Pacino, παρά την πληθωρική σκηνική του παρουσία, ήταν πάντα ένας μοναχικός παίκτης. Και στο Sonny Boy, είναι σαν να μιλά από μια σκηνή χωρίς κοινό. Το αποτέλεσμα είναι μια άσκηση οικειότητας χωρίς πλήρη αποκάλυψη.

Η αγάπη του Pacino για το θέατρο είναι το νήμα που ενώνει όλο το βιβλίο. Οι σελίδες όπου μιλά για τον Shakespeare, για το Merchant of Venice, για το φάντασμα του Lee Strasberg, είναι ίσως οι πιο ειλικρινείς και φωτεινές. Εκεί ξεδιπλώνεται όχι ο star του Scarface, αλλά ο παθιασμένος άνθρωπος της σκηνής, ο αφοσιωμένος σπουδαστής της ανθρώπινης ψυχής. Για τον Pacino, το θέατρο είναι τρόπος να ζεις, τρόπος να απορροφάς τη ζωή του άλλου για να καταλάβεις τη δική σου. Η τέχνη είναι ένας τρόπος να μη χαθείς. Η επιτυχία που έρχεται είναι απλά το κέλυφος.

Σε εποχές που οι αυτοβιογραφίες ηθοποιών είναι γεμάτες δημόσιες απολογίες, συναισθηματικά ξεγυμνώματα και στρατηγικές εξομολόγησης, ο Pacino επιλέγει κάτι σχεδόν αντι-μοντέρνο. Μια σιωπηλή αντίσταση στην υπερέκθεση. Μια παλαιά αίσθηση αξιοπρέπειας διαπερνά χωρίς επιτήδευση την αφήγησή του, με την πεποίθηση ότι ο καλλιτέχνης έχει χρέος όχι να μιλάει για τον εαυτό του, αλλά να υποδύεται τους άλλους για χάρη όλων.

Το παράδοξο όσο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον με το Sonny Boy είναι ότι δεν έχει την αγωνιά να γίνει κατανοητό από όλους. Είναι ένα βιβλίο με ασυνάρτητο ρυθμό, άλλοτε υπαινικτικό, άλλοτε χαοτικό. Δεν σου προσφέρει ικανοποίηση· δεν σε ανταμείβει με την ευκολία να σου δώσει μια πλήρη εικόνα. Ωστόσο, σαν τις καλύτερες ερμηνείες του Pacino, σε αφήνει με ένα αίσθημα αναμονής – ότι κάτι σημαντικό ειπώθηκε ανάμεσα στις γραμμές, κι εσύ το ένιωσες, αλλά δεν μπορείς να το εξηγήσεις. Ίσως, τελικά αυτό να είναι και το μεγαλύτερο μάθημα του Pacino: δεν χρειάζεται να τα πεις όλα. Αρκεί να νιώσεις αρκετά, ώστε αυτό που δεν λέγεται να μείνει μαζί μας. Σαν ψίθυρος από σκηνή όταν σβήνουν οι προβολείς.

Υπάρχει κάτι βαθιά συγκινητικό στον τρόπο που ο Pacino αφήνει το βιβλίο του να μείνει ατελές, με αυτή τη θαρραλέα, ανθρώπινη αποδοχή ότι το έργο του καλλιτέχνη δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Το Sonny Boy μοιάζει περισσότερο με μια πρόβα παρά με παράσταση κι ίσως ακριβώς γι’ αυτό είναι τίμιο. Ο ίδιος μοιάζει να αντιστέκεται στην τελική διατύπωση, στο συμπέρασμα, στην τελεία. Ίσως, επειδή ξέρει, όσο λίγοι, πως η τελευταία πράξη δεν παίζεται ποτέ από τον ηθοποιό, αλλά από το κοινό που μένει πίσω.

Στο κείμενό του διαχέεται η αίσθηση ότι ο χρόνος είναι πλέον ένας χώρος και μέσα του ο Pacino κινείται σαν σιωπηλός παρατηρητής. Κοιτάζει πίσω χωρίς να γαντζώνεται· κοιτάζει μπροστά με την ειρωνεία του ανθρώπου που δεν χρειάζεται πια να αποδείξει τίποτε. Κι όμως, ακόμη και τώρα, κρατά ζωντανό εκείνο το βλέμμα του αγοριού στο Bronx που ένιωθε ότι το θέατρο θα μπορούσε να τον σώσει. Όχι, να τον απογειώσει· να τον σώσει.

Σε έναν κόσμο που διψά για αποκαλύψεις σε μορφή best seller, ο Pacino επιλέγει να κρατήσει κάτι για τον εαυτό του. Και ίσως αυτό να είναι το πιο γενναίο του επίτευγμα.