Η γκαλερί Citronne οργανώνει και φέτος δύο παράλληλες παρουσιάσεις στο νησί: ο Γιάννης Μπουτέας εγκαθίσταται μέσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου, ενώ ο Γιάννης Αδαμάκος εκθέτει στον χώρο της γκαλερί. Ξεκινώ από τον Μπουτέα, γιατί η παρέμβασή του λειτουργεί σαν αθόρυβη ανατροπή στο μουσείο.
Από την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα το 1972 (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών – Χίλτον) ο Μπουτέας επέμεινε στο νέον· όχι ως διακοσμητικό εφέ, αλλά ως πραγματικό φως, σωληνωμένο, ψυχρό, σχεδόν βιομηχανικό. Η συνέπεια αυτή τον οδήγησε σήμερα, 53 χρόνια μετά, να απλώσει στο πάτωμα του μουσείου μια φωτιστική εγκατάσταση που μας αναγκάζει να κοιτάξουμε χαμηλά, εκεί όπου συνήθως περπατάμε αμέριμνοι.
Δίπλα, κατάχαμα, ένα σύμπλεγμα αντικειμένων που οριοθετείται από μια barcode επιφάνεια· μια σιδερένια βούρτσα, τηλεχειριστήριο, πλαστική σύριγγα, ξύλινο μέτρο. Τα βρήκε, τα κράτησε, τα έφερε εδώ. «Μεγάλωσα μέσα στον Εμφύλιο», λέει στην «Καθημερινή» (συνέντευξη στη Μάρω Βασιλειάδου)· παιδί που έφτιαχνε αυτοσχέδια παιχνίδια, έμαθε να χαίρεται το τυχαίο, να βλέπει τις αντανακλάσεις, να συγκεντρώνεται στη λεπτομέρεια κι άλλοτε να χάνεται σε σκέψεις.
Παίρνω τη φράση του και τη μεταφέρω σαν αρχαιολόγος που σκάβει στρώματα νοήματος: η σειρά των «φτωχών» υλικών με κομμάτια του αρχαίου πετρώματος συμπυκνώνει τον χρόνο, δημιουργεί μια ελεγχόμενη παραίσθηση. Η αντιπαράθεση δεν είναι εφέ, είναι μέθοδος. «Η αλληλουχία του απρόσμενου γεννά πάντα κάτι καινούργιο», επιμένει· κι εδώ αυτό το καινούργιο είναι ένα μουσείο που δεν αφήνει το βλέμμα να ανέβει στο ύψος του βάθρου, αλλά το καθηλώνει στο πάτωμα, σ’ έναν διάλογο ανάμεσα στην αρχαιολογία και στην απογραφή του σήμερα.
Ο ίδιος μιλά για «ιδέες – απολιθώματα» του χρόνου· τον ακούω και σκέφτομαι πως δεν υπάρχει ουδέτερη θέαση· υπάρχει μόνο η στιγμή που ένα αντικείμενο «γυρίζει» και κοιτάζει πίσω τον θεατή του, απαιτώντας καινούργιες ερωτήσεις. Έτσι λειτουργεί το έργο του Μπουτέα· μας αναγκάζει να χαμηλώσουμε το βλέμμα και, μαζί, να αναδιαπραγματευθούμε τις βεβαιότητες περί «αρχαίου» και «σύγχρονου».
Το ερώτημα λοιπόν γίνεται πιο ριζικό: τι σημαίνει να βλέπει κανείς εκ νέου το μουσείο; Τι σημαίνει να παραβιάζεται, έστω προσωρινά, η μονόδρομη σχέση ανάμεσα στο τεκμήριο του παρελθόντος και την αναγνώρισή του στο παρόν; Γνωρίζουμε πια καλά πως το μουσείο είναι και «σημειολογικός ναός»· κάθε του αντικείμενο είναι ήδη υποκείμενο ερμηνείας, φορτωμένο από συμβάσεις, κανονισμούς, προσδοκίες. Ο Μπουτέας, με τρόπο αποφασιστικό, παρεμβαίνει στην ίδια τη γλώσσα του μουσείου – όχι για να την αποδομήσει, αλλά για να επισημάνει μιαν άλλη θέαση. Όταν, για παράδειγμα, παρατηρεί κανείς τον συνδυασμό μιας αρχαίας επιγραφής με μια σύριγγα μιας χρήσης, δεν συγκρίνει απλώς δύο υλικά – παρατηρεί τις χρονικές στρώσεις ως παράλληλες στρατηγικές επιβίωσης. Ο Έκο θα αναγνώριζε εδώ ένα παιχνίδι ανάμεσα σε σημαινόμενο και ερμηνευτή: το νέο αντικείμενο δεν «ευτελίζει» το παλιό, αλλά του αποδίδει εκ νέου ρόλο στο θεατρικό του παρόντος.
Στη φωτογραφία ο Γιάννης Μπουτέας στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πόρου
Ο επισκέπτης βγαίνει από την αίθουσα με κάτι περισσότερο από ένα αισθητικό ίχνος· βγαίνει με μια υποψία: μήπως το παρελθόν δεν κατοικεί τελικά στο ύψος των βάθρων, αλλά κρύβεται στα υπολείμματα, στους αρμούς, στις λεπτομέρειες που θεωρούσαμε άνευ σημασίας; Εκεί ακριβώς μας οδηγεί ο Μπουτέας: σε μια αρχαιολογία όχι της μνήμης, αλλά της επίμονης παρατήρησης του παρόντος.
Από το ψυχρό νέον φως του Μπουτέα μεταφερόμαστε στο «μυστικό» φως του Γιάννη Αδαμάκου μέσα στον χώρο της Citronne. Όποιος γνωρίζει την αυστηρή ρυθμικότητα των χρωματικών του πεδίων, τα απλωμένα του ξέφωτα —εκεί όπου το φως δεν περιγράφεται αλλά αποστάζει— θα συναντήσει μια έκπληξη. Ανάμεσα στις συνθέσεις που συνεχίζουν τη μεγάλη ζωγραφική του χειρονομία, παρουσιάζεται μια ενότητα μικρών έργων σε χαρτί.
Ο θεατής δεν αντικρίζει εδώ την αρμονική, σχεδόν μουσική αφαίρεση του Αδαμάκου. Τα κομμάτια αυτά μοιάζουν να έχουν προκύψει από εσωτερική ρήξη. Το χαρτί έχει σκιστεί, τα χρώματα έχουν σπάσει σε ζώνες, η φόρμα δεν ακολουθεί γραμμικότητα αλλά αστάθεια. Πρόκειται για εικόνες που δεν οργανώνονται, αλλά εκρήγνυνται· όχι με την ένταση του χάους, αλλά με τη δραματική οικονομία του ασυνεχούς.
Πρόκειται για ένα σώμα εργασίας που γεννήθηκε από τη διαδικασία της καταστροφής. Ο ίδιος το ονομάζει «αναπάντεχο»: παλιά έργα, αποδομημένα, σκισμένα, ξανασυντεθειμένα. Χαρτιά που έχουν υποστεί φθορά· στρώσεις που αλληλοεπικάθονται· χρώματα που έπαψαν να λειτουργούν ως επιφάνειες και απέκτησαν βάθος λόγω της σχισμής.
Η σύγκρουση ανάμεσα στο τυχαίο και στο ενσυνείδητο παράγει εδώ εκτός από αισθητικό παιχνίδι, κι έναν τρόπο σκέψης. Ο Αδαμάκος δεν φτιάχνει κολάζ – καταγράφει τη διαδικασία της ίδιας της εικαστικής εμπειρίας, όπου κάθε στρώμα, κάθε σχίσιμο, κάθε μετέωρο κομμάτι χαρτιού φέρει και κάτι από το προηγούμενο έργο, χωρίς να το επαναλαμβάνει. Δεν είναι το «ωραίο» που επιδιώκεται, αλλά το έντονο, το ένδον.
Έργο του Γιάννη Αδαμάκου
Ο Αδαμάκος, καλλιτέχνης της σιωπηρής τάξης, δοκιμάζει εδώ μια διαφορετική ποιότητα βλέμματος: μας προτείνει να νιώσουμε πρώτα το έργο και μόνο ύστερα να το δούμε. Όπως θα έλεγε ο Ντανιέλ Αράς, η ζωγραφική δεν είναι ποτέ μόνον μια εικόνα· είναι ένα πεδίο πίεσης ανάμεσα στο βλέμμα και την εσωτερική κατάσταση του δημιουργού.
Αυτά τα μικρά έργα δεν είναι μελέτες, ούτε παρατηρήσεις. Είναι στιγμές οπτικής έντασης, θραύσματα που αναδύονται μέσα από την ίδια την απώλεια συνοχής. Ίσως αυτό να είναι και το ριζικά καινούργιο που φέρνουν: ένα τοπίο εσωτερικό, όπου το βλέμμα αναγκάζεται να κινηθεί νευρικά, να επινοήσει τις δικές του διαδρομές μέσα στην εικόνα. Σε ένα από τα επόμενα σημειώματα του Liberal θα ακούσουμε τον ίδιο τον Αδαμάκο να μιλά γι’ αυτά.
Η γκαλερί Citronne, με σταθερή παρουσία στον Πόρο, έχει καταφέρει να μετατρέψει το νησί σε πεδίο καλλιτεχνικού στοχασμού – όχι μόνο με τη φιλοξενία σημαντικών δημιουργών, αλλά με τον τρόπο που εντάσσει το έργο τους στον ίδιο τον τόπο. Η επιλογή του Γιάννη Μπουτέα για τον χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου – που αποτελεί υπόδειγμα για τα αρχαιολογικά μας μουσεία - και του Γιάννη Αδαμάκου για τον εκθεσιακό πυρήνα της γκαλερί δεν είναι απλώς μια έξυπνη επιμελητική διανομή. Είναι μια διάσπαση του βλέμματος: από την κατακόρυφη ιερότητα του παρελθόντος στη ρηγμάτωση της σύγχρονης εικόνας, από το στοχαστικό βάρος της ύλης στη σωματική ένταση της επιφάνειας.
Έργο του Γιάννη Αδαμάκου
Στον Πόρο, το καλοκαίρι του 2025, δύο διαφορετικές χειρονομίες του φωτός συμπλέκονται σε μια πρόταση. Αυτό ακριβώς είναι το κεκτημένο της Citronne: όχι η ανάδειξη της τέχνης ως γεγονός, αλλά η εγκατάστασή της μέσα στο νησί ως μέρος μιας ενιαίας εμπειρίας.