Βαθιά κάτω από τη γη, τριάντα εννέα γυναίκες ζουν φυλακισμένες μέσα σε ένα κλουβί. Υπό τη διαρκή επιτήρηση φρουρών, δεν έχουν καμία ανάμνηση του πώς έφτασαν εκεί, καμία αίσθηση του χρόνου και μόνο αμυδρές αναμνήσεις από τη ζωή τους πριν. Καθώς το σκληρό ηλεκτρικό φως καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα και αμέτρητα χρόνια περνούν, ένα νεαρό κορίτσι -η τεσσαρακοστή κρατούμενη-κάθεται μόνο του, απομονωμένο, σε μια γωνιά. Σύντομα, όμως, θα αποδειχθεί το κλειδί για τη διαφυγή και την επιβίωση των άλλων στον παράξενο κόσμο που τις περιμένει στην επιφάνεια. Το βιβλίο με τίτλο «I Who Have Never Known Men» γράφτηκε στη γαλλική γλώσσα από μια Βελγίδα συγγραφέα, άγνωστη στο ευρύ κοινό και πρωτοκυκλοφόρησε το 1995.
Έπρεπε να περάσουν τρεις δεκαετίες για να μπει στον κόσμο του BookTok, να γίνει τεράστια επιτυχία και να χαρακτηριστεί ως το «Handmaid's Tale» της «Gen Z». Και η συγκεκριμένη γενιά το λάτρεψε μιας και έχει χαρακτηριστικά ελκυστικά για εκείνη: ένα κορίτσι βρίσκεται αντιμέτωπο με το τέλος του κόσμου. Το «Εγώ που δε γνώρισα τους άνδρες» κυκλοφόρησε στα ελληνικά, με ένα ανέμπνευστο εξώφυλλο, σε μετάφραση Σύλβας Πράσσου από τις εκδόσεις Κέδρος το 1997 και τότε λίγοι του έδωσαν σημασία, παρά τον πιασάρικο τίτλο, για αυτό και η χρήση του ελληνικού τίτλου.
Σήμερα μιλάμε για παγκόσμιο φαινόμενο. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες το ξεχασμένο και εξαντλημένο μυθιστόρημα πούλησε 100.000 αντίτυπα το 2024 αποκλειστικά χάρη στο TikTok. Το 2025 στη Βρετανία πωλήθηκαν 75.000 αντίτυπα και διεθνώς καταγράφηκαν 300.000 πωλήσεις.
Το BookTok, είναι μια μεγάλη κοινότητα στο TikTok που ασχολείται αποκλειστικά με τα βιβλία και έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο τα βιβλία διαβάζονται, προωθούνται και γίνονται best sellers παγκοσμίως. Όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία διαθέτουν πλέον κατηγορία BookTok. Υποτίθεται πως «δημοκρατικοποιεί» την κριτική, δεν μιλούν μόνο οι βιβλιοκριτικοί και οι εφημερίδες, μιλούν οι αναγνώστες. Κυρίως δημιουργεί τάσεις ανάγνωσης και «ανασταίνει» παλιές εκδόσεις. Αυτό συνέβη με το «Εγώ που δεν γνώρισα τους άνδρες» της Ζακλίν Αρπμάν, το οποίο οι ΝΥΤ χαρακτήρισαν «ένα μικρό θαύμα».
Η συγγραφέας γεννήθηκε στο Βέλγιο το 1929 και, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατέφυγε με την οικογένειά της στην Καζαμπλάνκα. Ο πατέρας της ήταν Εβραίος και παρέμειναν στο Μαρόκο έως το τέλος του πολέμου. Επηρεασμένο τόσο από το υπόβαθρό της ως ψυχαναλύτρια όσο και από την εξορία της νιότης της, το «Εγώ που δε γνώρισα τους άνδρες» είναι ένα σπαρακτικό μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα για τη γυναικεία φιλία και οικειότητα, αλλά και για τα άκρα στα οποία μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι προκειμένου να διατηρήσουν την ανθρωπιά τους απέναντι στην καταστροφή.
Το βιβλίο επανεκδόθηκε από τον βρετανικό οίκο Vintage το 2019, με αναθεωρημένη τη μετάφραση της Ροζ Σβαρτζ και την κλασική εισαγωγή της Σόφι Μάκιντος και το 2022 ακολούθησε η επανέκδοση από την αμερικανική Transit Books, που οδήγησε στο φαινόμενο του BookTok. Πλέον κυκλοφορεί σε συλλεκτική σκληρόδετη έκδοση, με εισαγωγή της -γνωστής και στην Ελλάδα-Αμερικανίδας συγγραφέα Κάρμεν Μαρία Ματσάδο («Στο σπίτι των ονείρων», «Το σώμα της και άλλες εκδηλώσεις» εκδόσεις Αντίποδες).
Η Ματσάδο έγραψε για το βιβλίο «Εγώ που δε γνώρισα τους άνδρες» στο «New Yorker», καθώς είχε πέσει στα χέρια της όταν ήταν δώδεκα ετών και το είχε διαβάσει και ως κορίτσι και αργότερα ως ενήλικη. Και τις δύο φορές ένιωσε δέος, το βρήκε λιτό και ανησυχητικό. Είναι αδύνατον να διαβάζεις τις ακραίες συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούν οι έγκλειστες στο «I Who Have Never Known Men» και να μην σκέφτεσαι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, λέει.
«Το παιδί που βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματος είναι ενήλικη όταν ανοίγει το βιβλίο. Πεθαίνει. Το κείμενο που διαβάζουμε, μαθαίνουμε, είναι ένα είδος «ποιούμενον», μια ιστορία για τη δική της συγγραφή, γραμμένη τον τελευταίο μήνα της ζωής της.
Χωρίς ούτε καν ένα διάλειμμα κεφαλαίου, επιστρέφουμε στην παιδική της ηλικία: ζει σε ένα κλουβί μέσα σε ένα καταφύγιο, όπου δεν υπάρχει πραγματική νύχτα ή μέρα και καμία ιδιωτικότητα-φρουρούμενο από άντρες που δεν μιλούν ποτέ. Αιχμάλωτη πολύ πριν αποκτήσει μνήμη, το παιδί περιβάλλεται από γυναίκες πολύ μεγαλύτερές της. Εκείνες έχουν αναμνήσεις από τον κόσμο πριν φτάσουν στο κλουβί. Εκείνη δεν έχει καμία. Εκείνες έχουν ονόματα, εκείνη είναι ανώνυμη».
Όποιον ορισμό κι αν του αποδώσει κανείς ως προς το είδος του δεν επιχειρεί να επιλύσει το «γιατί» της αρχικής του συνθήκης, δεν ενδιαφέρεται για τη συγκρότηση ενός κόσμου, όσο στοιχειώδης κι αν είναι. Είναι ένα μυθιστόρημα για την κοινότητα, τη μοναξιά και τη συνειδητή απομόνωση, για την πνευματική αφύπνιση μέσα σε αδύνατες συνθήκες. Θέτει τα ερωτήματα: τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι στη σπηλιά του Πλάτωνα δραπετεύουν; Τι σημαίνει να είσαι ζωντανός, να μαθαίνεις, να γνωρίζεις; Πώς μοιάζει, τελικά, η ελευθερία; Και πώς μπορείς να τη σφυρηλατήσεις από το απόλυτο τίποτα;
Ξαφνικά, μέσα σε αυτή την ατελείωτη έκταση της ομοιομορφίας, ηχεί μια σειρήνα. Οι φρουροί αφήνουν τα κλειδιά στην πόρτα και εξαφανίζονται. Ύστερα από λίγο, οι γυναίκες ελευθερώνονται και ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Πάνω από τη γη, η Γη -αν πράγματι είναι η Γη-έχει αλλάξει. Ήπιες εποχές. Κανένα ζώο. Σχεδόν καθόλου λουλούδια. Απέραντες εκτάσεις προς κάθε κατεύθυνση. Και κανένας άντρας. Πια.
Το «Εγώ που δε γνώρισα τους άνδρες» είναι πολλά, αλλά μοιάζει περισσότερο με ηχηρή προειδοποίηση για όλα τα ενδεχόμενα, για τις όποιες κανονικότητες που μπορούν να γίνουν κομμάτια ανά πάσα στιγμή, ίδιον της εποχής. «Οι νύχτες είναι συνηθισμένες, μέχρι τη στιγμή που παύουν να είναι».
