Αργκόν, Αυρηλιανός, μετφ. Μήνα Πατεράκη – Γαρέφη, εκδ. Εστία, σελ. 808
«Την πρώτη φορά που ο Αυριλιανός είδε τη Βερενίκη, τη βρήκε ομολογούμενος άσχημη». Έτσι αρχίζει, σχεδόν αυτάρεσκα, σχεδόν καταδικαστικά, ένα από τα πιο ερωτικά μυθιστόρημα της γαλλικής λογοτεχνίας. Ή μάλλον, ένα από τα πιο ανελέητα μυθιστόρηματα για τον έρωτα ως φάντασμα, ως αποτυχία, ως ουτοπία που επιστρέφει κάθε φορά σαν εφιάλτης και μαζί σαν ποίηση.
Ο Λουί Αραγκόν, ποιητής, υπερρεαλιστής, κομμουνιστής και ταυτόχρονα αισθηματίας, γράφει στα χρόνια της Κατοχής αυτό το μεγαλεπήβολο και συντριπτικό έργο. Πρόκειται για ένα κείμενο που μοιάζει με ξέπνοη προσπάθεια να σωθεί κάτι από την τρυφερότητα του κόσμου. Στον «Αυρηλιανό» παρακολουθούμε μια ιστορία του πένθους της αγάπης, που δεν πρόλαβε ποτέ να ανθίσει.
Ένα σαραντάρης ήρωας, βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ζει αιχμάλωτος σε μια κοινωνία που μοιάζει αποσυνδεδεμένη από την αλήθεια της και ερωτεύεται την Βερενίκη μια γυναίκα γυναίκα-φάντασμα. Εκείνη είναι παντρεμένη κι εκείνος εγκλωβισμένος στα αισθήματά του, στη δειλία του, στο βλέμμα ενός Παρισιού που έχει χάσει την ψυχή του. Η σχέση τους εξελίσσεται σε μια τραγωδία αμφιβολίας. Και το δράμα τους, ένα παραλήρημα αμοιβαίας αδυναμίας. Το ογκωδέστατο μυθιστόρημα διασπά τον χρόνο της αφήγησης γεμίζοντας τον με εσωτερικούς μονόλογους, ιστορικά σχόλια, λυρικές παρενθέσεις, πολιτικές αιχμές. Μοιάζει σαν ένα υπαρξιακό πολυφωνικό όργανο που υποδύεται το μυθιστόρημα. Ολοκληρώνοντας το ο αναγνώστης δεν θα φύγει απλώς με μια ιστορία αλλά με έναν ολόκληρο κόσμο που διαλύεται αργά και βασανιστικά, και με τον ήρωα που μένει εκεί, να κοιτάζει το παρελθόν του σαν κάτι που τον αρνείται.
Ένα ερωτικό έπος χωρίς ελπίδα, ένα λογοτεχνικό ερείπιο γεμάτο τριαντάφυλλα και σκιές.
***
Malcolm Lowry, Πέτρα της κόλασης, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 128
Η Πέτρα της Κόλασης του Μάλκολμ Λόουρυ είναι ένα από εκείνα τα έργα που φέρουν στην επιφάνεια όλη την ένταση της υπαρξιακής μάχης ανάμεσα στον λογοτεχνικό λόγο και το σκοτάδι της συνείδησης. Με την πυκνότητα και την εσωτερική παραφορά ενός διηγήματος μεγάλης έντασης, ο συγγραφέας μας παραδίδει μέσα από μια πυρετώδη αφήγηση, μια αποσταγμένη κόλαση, ένα σύμπαν παραληρηματικής αυτοκαταστροφής δοσμένο σαν ένα εσωτερικό ημερολόγιο πνευματικής κατάρρευσης, γραμμένο με τις λέξεις ενός διανοούμενου που παλεύει να κρατήσει τη συνείδηση ανοιχτή, παρ’ όλες τις ρωγμές της.
Ο κεντρικός ήρωας, αποτελεί μια προβολή του ίδιου του Λόουρυ, καθώς στροβιλίζεται ανάμεσα στην τρέλα, την πνευματική σύγχυση και το ανελέητο φως της αυτογνωσίας που πληγώνει αγιάτρευτα. Η πραγματικότητα των ασύλων και η εμπειρία της εσωτερικής εξορίας συναντούν τον ποιητικό παραλογισμό σε μια πρόζα υψηλής έντασης, με ρυθμό μουσικής δίνης και εικόνες που σφυροκοπούν τον ψυχισμό του αναγνώστη. Ένας ντοστογεφσκικός εφιάλτης με ποίηση, ένας άθλιος σταθμός με μουσική υπόκρουση την τελευταία απόπειρα σωτηρίας. Για όποιον έχει διαβάσει το Κάτω από το ηφαίστειο, αυτό το έργο είναι σαν η ηχώ της αρχικής πτώσης.
Η νουβέλα γράφτηκε το 1933, επανειλημμένα αναθεωρήθηκε μέχρι το 1944, χωρίς να εκδοθεί όταν ο συγγραφέας ήταν εν ζωή. Τελικά, δημοσιεύτηκε μεταθανάτια, το 1963, χάρη σε μελετητές του έργου του, με αφορμή τις πρώτες κριτικές και εκδοτικές προσπάθειες να αποκατασταθεί η λογοτεχνική του αξία. Η Πέτρα της Κόλασης αποκαλύπτει πολλά από τα υφολογικά χαρακτηριστικά που θα κορυφωθούν στο Κάτω από το ηφαίστειο – το γνωστότερο και πιο ώριμο έργο του Λόουρυ. Η νουβέλα του Μάλκολμ Λόουρυ, παραμένει ένα σκοτεινό διαμάντι, ένας καθρέφτης της ανθρώπινης διάλυσης μέσα από τον καθαρτήριο λόγο της τέχνης.
Η γλώσσα της Κατερίνας Σχινά στη μετάφραση ακολουθεί τον ρυθμό του παραληρήματος, διατηρεί το λαβυρινθώδες ύφος του Λόουρυ, χωρίς να υποκύπτει στη ασάφεια ή στη λεκτική υπερβολή.
***
Hermann Hesse, Πέτερ Κάμεντσιντ, μτφρ. Ειρήνη Γεούργα, εκδ. Διόπτρα, σελ. 240
Ο Πέτερ Κάμεντσιντ του Χέρμαν Έσσε είναι το πρώτο μεγάλο λογοτεχνικό έργο ενός συγγραφέα που έμελλε να ταυτιστεί με την πνευματική αναζήτηση, την εσωτερική πορεία και τη συνάντηση του ανθρώπου με το αίνιγμα του εαυτού του. Το βιβλίο, γραμμένο το 1904 αλλά δημοσιευμένο πλήρως μόλις το 1913, κουβαλά όλες τις υποσχέσεις ενός πρώιμου έργου αλλά και τα σπέρματα του ύφους, της ευαισθησίας και της θεματολογίας που θα χαρακτηρίσουν την ωριμότητα του Χέρμαν Έσσε.
Ο Πέτερ, ο ήρωας της νουβέλας, είναι ένας νεαρός με έντονη συναισθηματική αντίληψη του κόσμου, που αποστασιοποιείται από τις κοινωνικές νόρμες και τις συμβάσεις της αστικής ζωής. Η αφήγηση τον ακολουθεί από την παιδική ηλικία σε ένα μικρό χωριό έως την ενηλικίωση, την περιπλάνηση, την ονειρική περιπλάνηση στη φύση και την αγωνιώδη του πορεία προς τη διαμόρφωση μιας αυθεντικής ταυτότητας. Ο Πέτερ είναι ένας flâneur της επαρχίας, ένας νομαδικός στοχαστής που στρέφει την πλάτη στην πρόοδο και αναζητά νόημα στο εσωτερικό τοπίο του ανθρώπου.
Το έργο κινείται με ρυθμούς ημερολογιακούς και αυτοβιογραφικούς. Ο Έσσε προβάλλει στον Κάμεντσιντ την εμπειρία του από τα πρώτα χρόνια ζωής στη γερμανική επαρχία, την εσωστρέφειά του, τη δυσκολία του να προσαρμοστεί σε σχολεία και θεσμούς, αλλά και την αρχική επαφή του με τη φύση ως πηγή πνευματικής ανακούφισης και απολύτρωσης. Αυτό που καθιστά το Πέτερ Κάμεντσιντ ένα ξεχωριστό ανάγνωσμα είναι η ειλικρίνειά του. Διατηρεί τη μαγεία της πρώτης φωνής, εκείνης που ανακαλύπτει τον κόσμο με θαυμασμό και φόβο ταυτόχρονα. Είναι ένα μυθιστόρημα μύησης, εφηβείας και πνευματικής εναντίωσης σε κάθε επιφανειακό καθωσπρεπισμό. Είναι το χρονικό ενός νέου που αρνείται να γίνει ο ενήλικος που του υπαγορεύει η κοινωνία.
* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας