Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Κώστας Χατζηαντωνίου, Η εξόριστη Πολιτεία  - Η ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή, 1941-1944,  Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ.: 388        

                                                                                                                                                                                                            

Το έργο του Κώστα Χατζηαντωνίου αποτελεί μια σπάνια προσπάθεια να επανεξεταστεί με ιστορική νηφαλιότητα και πολιτική ειλικρίνεια μια από τις πιο κρίσιμες, και ταυτόχρονα παραγνωρισμένες περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας: η λειτουργία και ο ρόλος της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή, κατά τα έτη 1941–1944. Πέρα από την εξαντλητική τεκμηρίωση και το ευρύ φάσμα πηγών, το βιβλίο διακρίνεται για την πρόθεση να αναμετρηθεί με τις ιδεολογικές παρακαταθήκες που εξακολουθούν να βαραίνουν την ιστοριογραφία αυτής της περιόδου.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο συγγραφέας δηλώνει με σαφήνεια ότι δεν περιορίζεται στην απλή αναπαράσταση γεγονότων, αλλά στοχεύει στην κατανόηση των συνθηκών, των προθέσεων και των στρατηγικών επιλογών που διαμόρφωσαν την πολιτική των ελληνικών αρχών εν εξορία. Εστιάζοντας στον κρίσιμο άξονα Λονδίνο–Κάιρο–Αθήνα, το έργο φωτίζει πτυχές όπως η σχέση με τους Συμμάχους (ιδίως τη Βρετανία), η ενδοκυβερνητική αστάθεια, η επίδραση των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, η δράση του στρατού της Μέσης Ανατολής, και βέβαια, η σταδιακή όξυνση της σύγκρουσης με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.

Ο Χατζηαντωνίου δεν γράφει ιστορία για να επιβεβαιώσει προϋπάρχουσες ιδεολογικές θέσεις – ούτε της Δεξιάς, ούτε της Αριστεράς. Αντίθετα, επιχειρεί να ακολουθήσει έναν δρόμο ιστορικής εντιμότητας, που βασίζεται στην ανάγνωση των πηγών με σεβασμό, αλλά και με απόσταση από το τραύμα που δημιούργησε ο εμφύλιος. Το εγχείρημα αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς η ίδια η ιστορική ύλη είναι διαποτισμένη από ερμηνείες, μύθους και αμοιβαία καχυποψία. Το βιβλίο, με μια σοφά κατασκευασμένη αφήγηση και σχολαστική τεκμηρίωση, τολμά να «μιλήσει» για τις επιλογές της εξόριστης κυβέρνησης δίχως να τις εξιδανικεύσει ή να τις καταδικάσει εκ των προτέρων.

Μεγάλο πλεονέκτημα του έργου είναι η έντονη έμφαση στη σύνδεση του εσωτερικού ελληνικού προβλήματος με τις γεωπολιτικές στοχεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Μεγάλη Βρετανία, η Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ – όλες παίζουν ρόλο όχι απλώς ως φόντο, αλλά ως ενεργοί δρώντες που καθορίζουν συσχετισμούς και παρεμβαίνουν, μερικές φορές βίαια, στον ελληνικό εσωτερικό χάρτη. Το ερώτημα της νομιμοποίησης – το ποια κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό – γίνεται εδώ κεντρικό και φωτίζεται υπό διαφορετικές, συχνά αντιφατικές, οπτικές: του εθνικού δικαίου, της συμμαχικής αναγκαιότητας, της λαϊκής στήριξης, της στρατιωτικής αποτελεσματικότητας.

Παράλληλα, το βιβλίο δεν διστάζει να αναμετρηθεί με το φάντασμα του εμφυλίου. Ο συγγραφέας διατυπώνει με προσοχή την άποψη ότι η ρήξη δεν ήταν αναπόφευκτη – δεν απορρέει μηχανιστικά ούτε από τον «ταξικό χαρακτήρα» του πολέμου, ούτε από κάποιο θεωρούμενο «προδοτικό σχέδιο» των εξόριστων κυβερνήσεων. Αντίθετα, επιχειρεί να εντοπίσει τον τρόπο με τον οποίο η διαστρωμάτωση των στρατηγικών επιδιώξεων, η συσσωρευμένη δυσπιστία και η πίεση των συμμαχικών συμφερόντων παρήγαγαν έναν ολισθηρό διάδρομο χωρίς επιστροφή.

Η συγγραφική φωνή του Χατζηαντωνίου παραμένει σταθερή και σαφής: θέλει να μιλήσει για τον ελληνικό λαό ως υποκείμενο, όχι απλώς ως μάζα σε χειραγώγηση. Η αναφορά στην 28η Οκτωβρίου και στον βαθύ, συχνά σιωπηλό πατριωτισμό της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι ρητορικό σχήμα, αλλά θεμέλιο για μια κριτική αναθεώρηση της σύγκρουσης του ’40–’44 που να λαμβάνει υπόψη το αίσθημα της ενότητας, της αγωνίας, και της αξιοπρέπειας. Δεν αγνοεί τον ταξικό ή ιδεολογικό παράγοντα, αλλά αρνείται να τους επιτρέψει να εξηγήσουν τα πάντα.

Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το βιβλίο «Η εξόριστη πολιτεία» δεν είναι απλώς ένα ιστορικό σύγγραμμα. Είναι και μια πολιτική πράξη γραφής. Μια παρέμβαση με στόχο να σπάσει τον φαύλο κύκλο της ανακύκλωσης μονομερών αφηγήσεων. Να δείξει πως η Ιστορία δεν είναι μέσο επιβεβαίωσης, αλλά χώρος αναστοχασμού. Ο συγγραφέας, με ευγένεια και πειθαρχία, μας καλεί σε έναν άλλο τρόπο κατανόησης. 

Αναμφίβολα, το βιβλίο συνιστά μια σοβαρή συμβολή σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ιστοριογραφία του συλλογικού τραύματος – μια αφήγηση όπου η εθνική μοίρα δεν προσφέρεται για δικαίωση ή ενοχοποίηση, αλλά για κατανόηση. Και η κατανόηση, εδώ, είναι το ύψιστο πολιτικό καθήκον της ιστορίας.

Ο Χατζηαντωνίου επιλέγει μια συνθετική αφηγηματική γραφή, η οποία, αν και δεν υστερεί σε τεκμηρίωση, διατηρεί χαρακτήρα στοχαστικό και ερμηνευτικό. Δεν επιδιώκει τον ψυχρό, αναλυτικό λόγο των ακαδημαϊκών ιστορικών αλλά επιμένει σε μια διήγηση της Ιστορίας με έμφαση στο ήθος και στην τραγικότητα των επιλογών. Αυτό καθιστά το έργο περισσότερο πολιτικό δοκίμιο υψηλού επιπέδου παρά μια αυστηρά ακαδημαϊκή ιστορική πραγματεία. 

Κυριάκος Ιακωβίδης, Ρώσοι και Μικρασιάτες  - Πρόσφυγες: Δύο χαμένων αυτοκρατοριών στην Κύπρο, εκδ. Επίκεντρο, σελ. 152

Το βιβλίο του Κυριάκου Ιακωβίδη φέρνει στο προσκήνιο ένα ιδιαίτερο θέμα της ιστοριογραφίας, άγνωστο εν πολλοίς στο ευρύ κοινό, με μια καινοτόμο αντίληψη στον τρόπο που προσεγγίζονται οι προσφυγικές κοινότητες. Ο συγγραφέας δεν τις αντιμετωπίζει ως ένα άθροισμα μετακινούμενων πληθυσμών, αλλά ως ενεργά υποκείμενα μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της μετάβασης από την Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος. Το βιβλίο συνδυάζει με εντυπωσιακή άνεση αρχειακή έρευνα, προσωπικές μαρτυρίες, κοινωνική ανθρωπολογία και πολιτική ιστορία, προτείνοντας έναν νέο τρόπο να διαβάσουμε την Κύπρο του 20ού αιώνα ως σταυροδρόμι απωλειών, υποδοχών και μεταμορφώσεων.

Οι δύο πληθυσμιακές ομάδες –οι Μικρασιάτες Έλληνες και οι Λευκορώσοι/Ρώσοι που διέφυγαν μετά τη Ρωσική Επανάσταση– προσεγγίζονται ως παράλληλες περιπτώσεις προσφυγιάς, αλλά και ως αντηχητικές μνήμες δύο κόσμων που κατέρρευσαν. Ο Ιακωβίδης δεν στήνει ένα πένθιμο αφήγημα, αλλά μια πυκνή χαρτογράφηση της κοινωνικής συνύπαρξης, της πολιτισμικής προσμείξεως και της αποδοχής που διασταυρώθηκαν στην Κύπρο του Μεσοπολέμου.

Η προσέγγιση του συγγραφέα ξεχωρίζει για την ιστορική λεπτότητα και την αποφυγή ιδεολογικών στερεοτύπων. Δεν προκρίνει το γνωστό μοτίβο της εθνικής θυματοποίησης, αλλά εστιάζει στην προσφυγική ταυτότητα ως μια σύνθετη διαδικασία προσαρμογής, απώλειας και ανασύνθεσης. Οι πρόσφυγες, Έλληνες και Ρώσοι, δεν παρουσιάζονται ως παθητικοί αποδέκτες της Ιστορίας, αλλά ως φορείς πολιτισμικής επιβίωσης, θρησκευτικής αναζήτησης και κοινωνικής επανένταξης.

Με τρόπο εξαιρετικά τεκμηριωμένο, ο Ιακωβίδης αντλεί στοιχεία από το αρχειακό υλικό της Κύπρου, της βρετανικής διοίκησης, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και από τοπικές εφημερίδες, ανεπίσημες μαρτυρίες, φωτογραφικά τεκμήρια και κοινοτικά αρχεία. Το βιβλίο κατορθώνει να συνδέσει τα τοπικά με τα διεθνή, προσφέροντας ένα μεσογειακό μοντέλο μελέτης της προσφυγιάς – κάτι που παραμένει σπάνιο στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και η πολιτισμική διάσταση του έργου. Ο τρόπος με τον οποίο οι Μικρασιάτες και οι Ρώσοι διαμόρφωσαν κοινές θρησκευτικές, οικονομικές και κοινωνικές πρακτικές αποδεικνύει ότι η Κύπρος λειτούργησε όχι απλώς ως καταφύγιο, αλλά και ως τόπος ανασύνθεσης. Η δημιουργία ρωσικών μοναστηριών, οι επιρροές στο κυπριακό φαγητό, η αμφίδρομη σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό, όλα συνιστούν στοιχεία μιας πλούσιας τοπικής Κοσμοπολιτείας.

Η αφήγηση αποφεύγει τον διδακτισμό και διακρίνεται για τη φιλολογική της ευαισθησία. Ο Ιακωβίδης γράφει με ευκρίνεια και σεβασμό για τα ανθρώπινα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από τα ιστορικά γεγονότα. Υπάρχουν στιγμές στο βιβλίο όπου η μαρτυρία υπερβαίνει τη χρονική της στιγμή και μετατρέπεται σε υπαρξιακό σχόλιο πάνω στην απώλεια, στη ρίζα και στη μνήμη. Η ιστορία της Ρωσίδας μοναχής που βρήκε καταφύγιο στον Τρόοδο, ή η μικρασιάτικη οικογένεια που ξανάφτιαξε το νοικοκυριό της στην Αμμόχωστο, αποτυπώνονται με ακρίβεια αλλά και με συγκίνηση.

Σε ιστοριογραφικό επίπεδο, το βιβλίο διαφοροποιείται ρητά από έργα που προσεγγίζουν την προσφυγική εμπειρία αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του εθνικού αφηγήματος ή της οικονομικής λειτουργίας. Δεν αποφεύγει τις πολιτικές ερμηνείες, αλλά δεν επιτρέπει να κυριαρχήσουν. 

Η βασική ιστοριογραφική του πρόταση είναι σαφής: να διαβαστεί η Κύπρος ως χώρα προσφυγικών συναντήσεων, ως τόπος όπου οι απολήξεις δύο Αυτοκρατοριών –της Οθωμανικής και της Τσαρικής– επαναπροσδιορίστηκαν με κυπριακούς όρους. Αυτή η προσέγγιση, πρωτότυπη και γενναία, συμβάλλει όχι μόνο στη μελέτη του κυπριακού 20ού αιώνα, αλλά και στη συγκριτική προσφυγική ιστοριογραφία.

Εν τέλει, το «Ρώσοι και Μικρασιάτες Πρόσφυγες» είναι μια ιστορική μελέτη, και ταυτόχρονα μια ελεγεία για τον ξεριζωμό, για τη συνύπαρξη και για τη δυνατότητα να φτιαχτεί ζωή ξανά, εκεί που κάποτε έμοιαζε να έχουν χαθεί τα πάντα. Είναι ένα βιβλίο που μας διδάσκει πως, ακόμη και όταν οι αυτοκρατορίες σβήνουν, οι άνθρωποι επιμένουν να χτίζουν, να θυμούνται και να ελπίζουν.

*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας