Τρία αστυνομικά μυθιστορήματα για το καλοκαίρι
Το καλοκαίρι είναι και καιρός για εκείνα τα βιβλία που σε ρουφούν στις σελίδες τους όπως η ζέστη στη σιγή του μεσημεριού. Από τις σκιές της ανθρώπινης συνείδησης μέχρι τα σκοτεινά σοκάκια της Στοκχόλμης, τρία πρόσφατα αστυνομικά μυθιστορήματα υπόσχονται να σας συνοδεύσουν με σασπένς, δράση και λογοτεχνική ένταση. Είτε βρεθείτε σε νησιώτικη ταράτσα είτε σε πολυκατοικία της πόλης, αυτά τα τρία βιβλία αξίζει να τα πάρετε μαζί σας:
- Τα όργανα του σκότους του John Connolly: ένα σπαρακτικά ανθρώπινο αφήγημα για την απώλεια, τη βία και την ανάγκη για λύτρωση.
- Θα βρω το κλειδί του Alex Ahndoril: μια σιωπηλή, υπόγεια αφήγηση για την ενοχή και τις οικογενειακές σκιές που δεν λέγονται.
- Ο Δημιουργός των Arne Dahl και Jonas Moström: ένα μετα-μυθιστόρημα που μπλέκει το έγκλημα με την ίδια τη φύση της γραφής.
Ένα παιδί χάνεται – και μαζί του ο κόσμος
John Connolly, Τα όργανα του σκότους, μτφρ. Χριστίνα Ριζοπούλου, εκδόσεις Bell, σελ, 456
Το μυθιστόρημα του John Connolly αρχίζει εκεί που τελειώνει κάθε βεβαιότητα με την εξαφάνιση ενός παιδιού, μια απώλεια που δεν είναι απλώς τραγωδία, αλλά καλειδοσκόπιο ενοχών, φόβων και παραισθήσεων.
Ένα μικρό αγόρι εξαφανίζεται, και η μητέρα του, τσακισμένη από την τραγωδία αλλά όχι ακόμη διαλυμένη, καταφεύγει στον Τσάρλι Πάρκερ, τον ιδιωτικό ερευνητή που έχει δει τόση απώλεια, ώστε μπορεί πια να ξεχωρίζει εύκολα αλλά όχι ανώδυνα το ανθρώπινο από το απάνθρωπο. Σύντομα στο σκηνικό εμπλέκονται ένας αινιγματικός δικηγόρος, ένα μέντιουμ που βλέπει χωρίς να αντέχει αυτό που βλέπει, και μια σειρά από πρόσωπα που δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνονται.
Ο Connolly στήνει ένα πολυφωνικό δράμα. Κάθε χαρακτήρας φέρει ένα ρήγμα, μια σιωπηρή καταγγελία εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Το παιδί που χάνεται γίνεται το επίκεντρο ενός κόσμου που έχει πάψει να πιστεύει στην αθωότητα κι αυτό είναι ίσως το πιο τρομακτικό στοιχείο του βιβλίου. Ο κόσμος δεν τρομάζει με τέρατα, αλλά με την ανθρώπινη συνείδηση που πάει να σβήσει.
Το μέντιουμ δεν είναι ένα εύρημα της πλοκής αλλά λειτουργεί ως σύμβολο. Ένας άνθρωπος που βλέπει πέρα από το ορατό, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Ο Πάρκερ κυκλοφορεί μέσα στην υπόθεση σαν να είναι επιζών κι ο αναγνώστης του βιβλίου αναγκάζεται να δει τη βία σαν κάτι που ξεφεύγει από τα έγκατα της κανονικότητας και εισβάλλει στη ζωή με τη μορφή μιας απλής ερώτησης: Τι απέγινε το παιδί;
Η γοητεία του Connolly βρίσκεται ότι μέσα από το χτίσιμο της αγωνίας έχει την ικανότητά του να συνδέει το αστυνομικό με το υπαρξιακό. Ο χρόνος στο «Τα όργανα του σκότους» είναι ρευστός. Φλας μπακ, παραισθήσεις, αναδρομές, και όνειρα μπερδεύονται. Το μυστήριο δεν λύνεται μόνο με στοιχεία, αλλά με ΤΗΝ αποδοχή ότι κάποιοι πόνοι δεν έχουν εξιλέωση.
Κι όμως, ο συγγραφέας μας αφήνει δέσμη φωτός. Ένα φως που έρχεται από τη γνώση, από τη μνήμη, από τη ματιά του Πάρκερ που επιμένει. Η υπόθεση μπορεί να αφορά μια απαγωγή. Αλλά το βιβλίο αφορά κάτι βαθύτερο: την κοινωνική απουσία του παιδιού, την ηθική απουσία των ενηλίκων, την αναζήτηση μιας εξήγησης σε έναν κόσμο που έχει πάψει να εξηγείται. Και από αυτήν την άποψη δεν είναι ένα απλώς καλό αστυνομικό αλλά και ένα σπαρακτικά ανθρώπινο αφήγημα για το τι σημαίνει να χάνεις κάποιον και να προσπαθείς να μη χάσεις μαζί του και τον εαυτό σου.
Το έγκλημα, η σιωπή και οι κλειδωμένες
Alex Ahndoril, Θα βρω το κλειδί ,μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη, σελ,320
Κάτω από έναν τίτλο που θα μπορούσε να παραπέμπει σε υπαρξιακή αναζήτηση, το νέο μυθιστόρημα του Alex Ahndoril – ψευδώνυμο του συγγραφικού διδύμου Alexander και Alexandra Ahndoril – μάς παραδίδει ένα πολυεπίπεδο αστυνομικό δράμα, με σταθερές ρίζες στο σκανδιναβικό νουάρ αλλά και με προσωπική εσωτερική ένταση.
Η υπόθεση ξεκινά με τη Γιούλα Σταρκ, μια ιδιαίτερη ντετέκτιβ με παρελθόν στο αστυνομικό σώμα, η οποία καλείται να διερευνήσει την εξαφάνιση ενός άνδρα, του Περ-Γκε, δασοκτήμονα και μέλους μιας αινιγματικής οικογένειας. Όμως αυτό που αρχίζει ως απλή αναζήτηση, μετατρέπεται γρήγορα σε αργή βύθιση σε ένα τοπίο γεμάτο παλιές ενοχές, κληρονομημένες σιωπές και σχέσεις φθαρμένες από το ψέμα.
Το μυθιστόρημα δεν προσφέρει εκρήξεις, αλλά χτίζει με χειρουργική ακρίβεια ένα περιβάλλον αγωνίας, όπου τίποτα δεν λέγεται ξεκάθαρα και κάθε λέξη μπορεί να είναι άλλοθι ή κάλυψη. Ο ρυθμός είναι υπόγειος και σταθερός, χωρίς θεαματικά κυνηγητά, αλλά με βαθιά συναισθηματική ένταση. Εδώ η βία παρουσιάζεται συχνά σιωπηλή, οικογενειακή, εσωτερικευμένη.
Η Γιούλα δεν είναι η κλασική δυναμική ηρωίδα του crime fiction· σκέφτεται πριν δράσει, ακούει περισσότερο απ’ ό,τι μιλά. Είναι μια μορφή που κουβαλά το βάρος του κόσμου και αυτό είναι που την καθιστά αληθινή. Η γραφή του Ahndoril – μεταφρασμένη με ακρίβεια και ευαισθησία από την Τιτίνα Σπερελάκη – κινείται λιτά, ψυχρά και παρατηρητικά, δημιουργώντας ένα κλίμα όπου κυριαρχεί η αίσθηση του ανείπωτου. Δεν έχουμε απέναντί μας έναν ακόμα «αστυνομικό γρίφο», αλλά ένα πορτρέτο της ανθρώπινης μοναξιάς και των σχέσεων που σαπίζουν στο φως της ημέρας, χωρίς αίμα αλλά με πληγές.
Το «κλειδί» που αναζητείται δεν είναι μόνο του δράστη ή της εξαφάνισης άλλα και της μνήμης, της συγχώρεσης, της αποδοχής. Ο τίτλος αποκτά βάθος όσο το μυθιστόρημα ξετυλίγεται, το κλειδί είναι μεταφορά για εκείνη την τελευταία λέξη, τη μία πράξη, που μπορεί να ξεκλειδώσει έναν άνθρωπο ή να τον καταδικάσει στη σιωπή.
Όταν το έγκλημα ξεφεύγει από το χαρτί
Arne Dahl - Jonas Mostrom, Ο δημιουργός, μτφρ. Γρηγόρης Κονδύλης, εκδ. Μεταίχμιο σελ.: 496
Τι συμβαίνει όταν ένας συγγραφέας βρεθεί παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το μυθιστόρημα; Στο Ο Δημιουργός των Arne Dahl και Jonas Moström, η απάντηση εκτός από αγωνιώδης είναι και υπαρξιακή. Ένα θρίλερ που παίζει με την έννοια της μυθοπλασίας, της ταυτότητας και της χειραγώγησης, εγκαινιάζοντας μια νέα σειρά που μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στη noir λογοτεχνία και στο παιχνίδι καθρεφτών της μεταμυθοπλασίας.
Ο Τομ Μποργκ είναι ένας συγγραφέας που έχει χάσει τη φωνή του. Η έμπνευση του έχει στερέψει, οι ιδέες μοιάζουν νεκρές στο χαρτί – μέχρι που γίνεται μάρτυρας ενός φόνου τόσο πανομοιότυπου με τη φαντασία του, που θα μπορούσε να τον έχει γράψει ο ίδιος. Από εκείνη τη στιγμή, το όριο ανάμεσα στον αφηγητή και τον ύποπτο, τον δημιουργό και τον ελεγχόμενο, αρχίζει να καταρρέει.
Οι Dahl και Moström συνθέτουν ένα έργο που δεν περιορίζεται μόνο στη φρενήρη και πολυστρωματική πλοκή του, καθώς όπως φαίνεται το πραγματικό τους στοίχημα είναι φιλοσοφικό. Τελικά αναρωτιούνται για το «ποιος αφηγείται τη ζωή μας». Και μέχρι ποιο σημείο έχουμε έλεγχο σε αυτό που λέμε ή γράφουμε;
Ο συγγραφικός ήρωας, χαμένος στο λαβύρινθο της ίδιας του της έμπνευσης, μοιάζει να είναι πρωταγωνιστής ενός πειράματος όπου η λογοτεχνία γίνεται όπλο, η φαντασία αποδεικνύεται επικίνδυνη και οι αφηγηματικές επιλογές έχουν θύματα. Καθώς μια σκοτεινή οργάνωση κινεί νήματα στο παρασκήνιο, ο Τομ Μποργκ μετατρέπεται από αφηγητής σε πιόνι έχοντας πάντα στη σκέψη του μήπως ήταν πάντα.
Η γραφή είναι κοφτερή, με ίσες δόσεις ειρωνείας και συναισθηματικής ακρίβειας. Η μουντή ατμόσφαιρα της Στοκχόλμης λειτουργεί ως φόντο και αντανάκλαση της εσωτερικής κατάρρευσης του ήρωα. Οι σκηνές δράσης εναλλάσσονται με ψυχολογικές στιγμές εσωστρέφειας, ενώ δεν λείπει και το μαύρο χιούμορ – άλλοτε ως καταφυγή, άλλοτε ως κυνική συνειδητοποίηση.
Ο Δημιουργός είναι, ταυτόχρονα, αστυνομικό, ψυχολογικό θρίλερ και μετα-μυθιστόρημα. Ένα βιβλίο για την ίδια τη δύναμη της αφήγησης – και για τον τρόμο που κρύβεται όταν η αφήγηση ξεφεύγει από τα χέρια σου. Γιατί ίσως, τελικά, δεν γράφουμε εμείς τα βιβλία. Ίσως τα βιβλία γράφουν εμάς.
Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας