Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Shutterstock
Shutterstock

Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Η αβάσταχτη ησυχία του παρελθόντος

Luiz Schwarcz, Δεν έχω ανάσα, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Ίκαρος

Το Δεν έχω ανάσα του Luiz Schwarcz, μια αφήγηση για την κατάθλιψη, είναι η αποτύπωση μιας ολόκληρης ζωής που προσπαθεί να αναπνεύσει μέσα από τα ερείπια της μνήμης. Ο σημαντικός Βραζιλιάνος εκδότης μοιράζεται μια σπάνια, αυτοβιογραφία που δεν επιδιώκει τον οίκτο, αλλά τη συνάντηση. Τη συνάντηση με τον εαυτό του, τον πατέρα του, το οικογενειακό τραύμα και τελικά με έναν αναγνώστη πρόθυμο να αφουγκραστεί. Τα αυτοβιογραφικά βιβλία μιλούν συνήθως με μιαν απολογητική αγωνία να ή με εκείνη τη μάταιη επιθυμία να διορθώσουν το παρελθόν. Το  βιβλίο του Luiz Schwarcz κάνει το ακριβώς αντίθετο: το αποδέχεται σαν να ήταν το μόνο πράγμα που υπήρξε ποτέ. Δεν επιθυμεί να εξηγήσει, ούτε να αναλύσει  παρά μόνο να σταθεί, με τρεμάμενη φωνή, δίπλα σε μια σειρά σιωπών που μεταβιβάστηκαν, σαν σκυταλοδρομία οικογενειακής μνήμης,  από γενιά σε γενιά ή όπως οι φωτογραφίες χωρίς λεζάντες, μόνο με τις γρατζουνιές τους.

Ο Schwarcz, ιδρυτής του σημαντικότερου εκδοτικού οίκου της Βραζιλίας (Companhia das Letras), θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο για την επιτυχία. Για τα βραβεία, τους συγγραφείς που ανέδειξε, τα διεθνή συμβόλαια. Αντί γι' αυτό, γράφει για το αίσθημα πως δεν αξίζει να ζει...  Και το κάνει όχι με μια θεαματική πτώση, αλλά με τη μυστικότητα ενός ανθρώπου που εδώ και χρόνια περιμένει να καταρρεύσει . 

Η αφήγησή του κινείται σε μια χρονική ασάφεια, τα παιδικά χρόνια με τη σκιά του Ολοκαυτώματος να παραμονεύει στις κουβέντες των γονιών. Την αβάσταχτη σιωπή του πατέρα που επέζησε επειδή ο δικός του πατέρας (ο παππούς του Luiz)  θυσιάστηκε για να σωθεί ο γιος του, την  ενοχή που μετατρέπεται σε οικογενειακό κληροδότημα και το παιδί που μεγαλώνει πιστεύοντας πως η δουλειά του είναι να ξορκίσει μια λύπη που δεν έζησε, αλλά την αναπνέει.

Το βιβλίο δεν οργανώνεται σε κεφάλαια, αλλά σε αναπνοές. Για την ακρίβεια, σε απόπειρες να αναπνεύσει. Το ποδόσφαιρο ως μικρή όαση ευτυχίας, η Λίλι, η γυναίκα που στάθηκε δίπλα του,  σαν μία από τις λίγες σταθερές, και η έκδοση των βιβλίων ως μια σχεδόν θεραπευτική ψευδαίσθηση πως «κάτι διορθώνεται». Αλλά η κατάθλιψη, όπως την περιγράφει, είναι ένα συναίσθημα που δεν έχει ώρα, πρόσωπο ή αιτία. Είναι η αίσθηση πως ο αέρας τελείωσε.

Αυτό που κάνει το Δεν έχω ανάσα ενδιαφέρον δεν είναι το «θέμα» του. Είναι το ότι δεν υποκύπτει ποτέ στον πειρασμό να εξιδανικεύσει τη λύπη ή να την «πουλήσει». Δεν τη ρομαντικοποιεί. Δεν παίζει με το σκοτάδι. Αντίθετα, διαλέγει μια νηφάλια και ειλικρινή φωνή, σχεδόν ντοκιμαντερίστικη, για να περιγράψει την ψυχική κατάρρευση με όρους ιατρικούς, συναισθηματικούς και βιογραφικούς ταυτόχρονα. 

Δεν φοβάται να μιλήσει για το πόσο βαθιά προσβλητικό είναι να νιώθεις πως πρέπει να είσαι ευτυχισμένος μόνο και μόνο επειδή δεν σου έλειψε τίποτα.

Η κατάθλιψη στο βιβλίο του Schwarcz δεν είναι μόνο ένα πάθημα. Είναι μια ταυτότητα. Κι αν η ψυχοθεραπεία, η φαρμακευτική αγωγή και η οικογενειακή αγάπη του έδωσαν μια νέα ισορροπία, ο συγγραφέας δεν αφήνει κανέναν να πιστέψει πως θεραπεύτηκε. Αντίθετα, μας λέει πως έμαθε να διαχειρίζεται ένα παρόν που αρνείται να γίνει παρελθόν.

Είναι ένα βαθιά αντι-ηρωικό βιβλίο. Δεν προσφέρει κάθαρση. Δεν προσφέρει λύτρωση. Αλλά προσφέρει την ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που κοιτάει πίσω του και δεν ντρέπεται πια. Και που μας λέει, χωρίς περιστροφές: «Δεν έγραψα αυτό το βιβλίο για να με καταλάβετε. Το έγραψα γιατί δεν άντεχα άλλο να το κρατάω μέσα μου.» 

***

 

Το άγραφο ευαγγέλιο ενός παιδιού κι ενός Αγγέλου

Αλέξης Σταμάτης, Το παιδί και ο Άγγελος, εκδ. Μεταίχμιο, σελ.: 216  

Στο τελευταίο του μυθιστόρημα  ο Σταμάτης φτιάχνει έναν μικρόκοσμο. Για την ακρίβεια  ένα χωριό ξεκομμένο από τον χρόνο, σαν να έχει φυτρώσει από το υπέδαφος της Ιστορίας και περιμένει πάλι τη μεγάλη εισβολή. Δεν έρχεται πόλεμος, δεν έρχονται επενδυτές ή τσιμεντένια τέρατα. Έρχεται ένας άνθρωπος και ένα παιδί. Ένας άνδρας που ονομάζεστε  Άγγελος – καθόλου διακριτική η μεταφορά, κι όμως λειτουργεί. Και ένα παιδί που δεν μιλά. Που δεν χρειάζεται να μιλήσει.

Η αφήγηση σε οδηγεί  να δεις τι συμβαίνει όταν τα μικρά γεγονότα αποκτούν μεταφυσική βαρύτητα: ένα βλέμμα, μια απόφαση, ένα βήμα στο χώμα. Ένας ξένος (άγγελος ή απλώς ένας άνθρωπος που δεν αντιδρά με τον αναμενόμενο τρόπο), διαταράσσει τη γεωμετρία της συνήθειας. Δεν υπάρχουν βίαιες εντάσεις, μόνο ένα υπόγειο ρίγος που κυλάει σαν νερό μέσα στις φλέβες του χωριού. Κι αυτό το ρίγος, ο συγγραφέας το μεταφέρει καλά. Με εσωτερικό ρυθμό. Με τρόπο σχεδόν μουσικό.

Ο Άγγελος, από την πρώτη του εμφάνιση, λειτουργεί σαν ηθικός καταλύτης. Σαν να μην ήρθε να μιλήσει, αλλά να σταθεί κάπου κοντά στους άλλους ώστε να τους δείξει πώς μοιάζει ο εαυτός τους όταν καθρεφτίζεται σε κάποιον αλλιώτικο. Δεν λέει πολλά. Δεν χρειάζεται. Ούτε το παιδί λέει τίποτα. Αλλά οι σιωπές τους ανοίγουν μικρά ρήγματα στους ήχους του χωριού: οι γκρίνιες, οι φοβίες, τα «τι θέλει εδώ;», οι σκιές του φθόνου, η γνωστή καχυποψία της κοινότητας απέναντι στο ανοίκειο. Το γνωρίζουμε αυτό το μοτίβο. Το έχουμε ζήσει, κι αν φαίνεται ελληνική ιδιαιτερότητα, δεν είναι καθώς το επιβεβαιώνουν όλες οι μικρές και απομονωμένες κοινότητες παντού...   

Αλλά το μεγάλο θέμα δεν είναι η σύγκρουση. Είναι η μεταστροφή. Η αργή, υπόγεια, σχεδόν ανεξήγητη μετατόπιση του βλέμματος. Εκεί λοιπόν εκεί που έβλεπες έναν απλό εισβολέα, αρχίζεις να βλέπεις τον εαυτό σου. Εκεί που το παιδί σε τρόμαζε με τη σιωπή του, τώρα σε φέρνει σε επαφή με το δικό σου άφωνο παιδί, αυτό που άφησες πίσω, που φοβήθηκες, που δεν άκουσες όταν έπρεπε. Δεν υπάρχει χολιγουντιανό κλείσιμο εδώ. Υπάρχει μόνο μια γεύση παράξενη: σαν κάτι να γιατρεύτηκε, χωρίς να καταλάβεις πότε έγινε αυτό.

Η γλώσσα του Σταμάτη είναι καθαρή και η αφήγησή του  κοιτάζει τα πράγματα από μέσα, σχεδόν μεταφυσικά, σαν να σέβεται τον χρόνο της μετάβασης. Δεν υπάρχει εύκολο κέρδος εδώ· υπάρχει ένα κάλεσμα για παραμονή. Για αναμονή. Για κατανόηση. Και γι’ αυτό, το βιβλίο είναι πιο απαιτητικό απ’ όσο φαίνεται. Δεν χαρίζεται, δεν κάνει εκπτώσεις στον αναγνώστη..

Ίσως γιατί αυτό που τελικά θυμάσαι, δεν είναι οι χαρακτήρες, αλλά εκείνο το βλέμμα. Το βλέμμα του παιδιού που δεν μιλά αλλά σε βλέπει. Και βλέποντάς σε, σου δείχνει κάτι που είχες ξεχάσει. Ότι ο κόσμος δεν αλλάζει με μεγάλες ιδέες· αλλά με μικρές παρουσίες. Με έναν Άγγελο που αγοράζει γη για να μην την καταστρέψουν. Με ένα παιδί που στέκεται ακίνητο στο κατώφλι. Και με ένα χωριό που, χωρίς να το καταλάβει, γίνεται για λίγο ιερός τόπος. Είναι ένα μυθιστόρημα  που η σιωπή σε αναγκάζει να σταθείς, όχι να προσπεράσεις. 


*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας