Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Wilbur Smith με τον David Churchill, Διασταυρούμενα πυρά, μτφρ. Νίκος Ιβραήνιας, εκδ. Bell, σελ. 344

Μυστικά, Προδοσίες και Σκιές Πολέμου

Η πολεμική σκηνή του 1943 είναι από μόνη της ένα εκρηκτικό μείγμα πολιτικής, κατασκοπείας και υψηλών διακυβευμάτων. Η μάχη του Στάλινγκραντ έχει μόλις γείρει την πλάστιγγα υπέρ των Συμμάχων, αλλά η έκβαση του πολέμου παραμένει ακόμα εύθραυστη. Σ’ αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι, το νέο βιβλίο του Wilbur Smith και του David Churchill εισάγει τον αναγνώστη σε μια ιστορία όπου η επιτυχία ή η αποτυχία μιας μυστικής αποστολής μπορεί να καθορίσει όχι μόνο την πορεία των γεγονότων, αλλά και την ισορροπία δυνάμεων στον μεταπολεμικό κόσμο.

Η πρωταγωνίστρια, Σάφρον Κόρτνεϊ, μέλος της Βρετανικής Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE), καλείται να ταξιδέψει από τη Σκωτία στη Νέα Υόρκη με το υπερωκεάνιο Queen Mary. Η αποστολή της: να εντοπίσει και να εξουδετερώσει έναν διπλό πράκτορα που κινείται σε υψηλά διπλωματικά κλιμάκια, λίγο πριν από τις καίριες συνομιλίες ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ. Το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι εκτυλίσσεται σε λιμάνια, πρεσβείες και μυστικές τοποθεσίες, με την απειλή να κρέμεται σαν σκιά πάνω από την ίδια και τους συμμάχους της.

Η συνεργασία του Wilbur Smith με τον David Churchill προσδίδει στο βιβλίο έναν διττό χαρακτήρα. Από τη μια, υπάρχει η σφραγίδα του Smith: η έντονη περιπέτεια, οι δυνατές σκηνές δράσης, οι χαρακτήρες που κινούνται με αποφασιστικότητα μέσα σε επικίνδυνες ζώνες. Από την άλλη, η πένα του Churchill φέρνει μια σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση, με γρήγορες εναλλαγές πλάνων και ρυθμό που κρατά την αγωνία σε συνεχή άνοδο.

Η Σάφρον Κόρτνεϊ δεν είναι απλώς μια ακόμη ηρωίδα της σειράς Courtney· είναι μια γυναικεία παρουσία που ενσαρκώνει την ανεξαρτησία, την ψυχραιμία και την προσαρμοστικότητα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο κατασκοπείας. Το βιβλίο την παρουσιάζει όχι μόνο ως δεινή πράκτορα, αλλά και ως άνθρωπο που ισορροπεί ανάμεσα στην αίσθηση καθήκοντος και στην προσωπική της ευαλωτότητα. Αυτή η διάσταση προσδίδει βάθος στην αφήγηση και απομακρύνει την Κόρτνεϊ από το στερεότυπο του μονοδιάστατου κατασκόπου.

Η πλοκή αξιοποιεί το ιστορικό υπόβαθρο χωρίς να πνίγεται στις λεπτομέρειες. Η ανασύσταση της εποχής -η αίσθηση της ανασφάλειας στα χρόνια του πολέμου, οι κώδικες επικοινωνίας, οι αμφισημίες στις πολιτικές συμμαχίες- δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα όπου τίποτα δεν είναι βέβαιο. Το ζήτημα της προδοσίας τίθεται με τρόπο που ξεπερνά το κατασκοπικό πλαίσιο: εδώ η προδοσία δεν είναι μόνο θέμα πολιτικής, αλλά και προσωπικής εμπιστοσύνης.

Η ελληνική μετάφραση του Νίκου Ιβραήνια υπηρετεί πιστά τον ρυθμό και την ένταση του πρωτοτύπου, διατηρώντας τόσο το στρατιωτικό λεξιλόγιο όσο και την πιο προσωπική, εσωτερική φωνή των χαρακτήρων. Αυτό είναι κρίσιμο σε ένα μυθιστόρημα όπου η δράση και η ψυχολογία αλληλοεπηρεάζονται.

Ως μέρος της μακράς και δημοφιλούς σειράς Courtney, το Διασταυρούμενα Πυρά στέκεται και ως αυτόνομο έργο. Όσοι γνωρίζουν την σάγκα της οικογένειας, θα αναγνωρίσουν τα μοτίβα και τους υπαινιγμούς που συνδέουν τις γενιές· οι νέοι αναγνώστες θα βρουν μια συναρπαστική ιστορία που δεν απαιτεί προκαταρκτική γνώση για να την απολαύσουν.

Συνολικά, το βιβλίο είναι ένα επιτυχημένο κράμα ιστορικού μυθιστορήματος και κατασκοπικού θρίλερ, όπου η ένταση δεν προκύπτει μόνο από τις σφαίρες και τις καταδιώξεις, αλλά και από την αβεβαιότητα για το ποιον μπορείς να εμπιστευτείς. Ο Smith και ο Churchill παραδίδουν μια αφήγηση που θυμίζει ότι ακόμη και σε έναν πόλεμο που μοιάζει να πλησιάζει στο τέλος του, η έκβαση μπορεί να κριθεί από τις πιο σιωπηλές, αόρατες κινήσεις.

Μικ Χέρον, Ανήσυχες τίγρεις, μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Αίολος, σελ.: 408

Κατασκοπεία σε αργή καύση και αιχμηρό χιούμορ

Αν η κλασική κατασκοπευτική λογοτεχνία έχει συνδεθεί με ηρωισμούς, αψεγάδιαστους πράκτορες και λαμπερά σκηνικά, ο Mick Herron φροντίζει να μας θυμίσει ότι η πραγματικότητα του επαγγέλματος απέχει πολύ από την κοσμοπολίτικη γοητεία του Τζέιμς Μποντ. Στο Ανήσυχες Τίγρεις, το τρίτο βιβλίο της σειράς Slough House, που κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος, η κατασκοπεία παρουσιάζεται ως μια τέχνη που ευδοκιμεί στη μιζέρια, στην αμηχανία και στην ειρωνεία της καθημερινότητας.

Η ομάδα των «Βραδυκίνητων Αλόγων» (Slow Horses) αποτελείται από πράκτορες της MI5 που, για διάφορους λόγους (λάθη, γκάφες, πολιτικές κόντρες) έχουν εξοριστεί από την πρώτη γραμμή. Στο Slough House, ένα κτίριο-ερείπιο, περνούν τις μέρες τους σε γραφειοκρατικά αδιέξοδα, ώσπου κάποια κρίση να τους θυμίσει ότι παραμένουν, έστω και περιθωριακά, κομμάτι του παιχνιδιού. Στις Ανήσυχες Τίγρεις, η κρίση αυτή παίρνει τη μορφή της απαγωγής της Catherine Standish, μιας από τις δικές τους. Η προσπάθεια διάσωσής της ανοίγει την πόρτα σε μια σκοτεινή ίντριγκα που διαπερνά την ίδια τη δομή της MI5, με κρυφές συμμαχίες και απροσδόκητες προδοσίες.

Στο κέντρο όλων, ο Jackson Lamb, επικεφαλής της Slough House, παραμένει μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της σύγχρονης κατασκοπευτικής λογοτεχνίας: αγενής, κυνικός, σχεδόν απωθητικός στην καθημερινή του παρουσία, αλλά με ένα μυαλό που διαπερνά την ομίχλη των γεγονότων με χειρουργική ακρίβεια. Ο Herron στήνει τον Lamb ως αντι-ήρωα, έναν άνθρωπο που ξέρει τα πάντα για το πώς παίζεται το παιχνίδι και δεν διστάζει να «λερώσει τα χέρια του», κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Η αφήγηση του Herron είναι χτισμένη σε δύο θεμέλια: στην ατμόσφαιρα «αργής καύσης» και στο αιχμηρό χιούμορ. Δεν τον ενδιαφέρει να οδηγήσει τον αναγνώστη κατευθείαν στην καρδιά της δράσης· αντίθετα, αφήνει την πλοκή να αναπτυχθεί σαν ένα παιχνίδι σκακιού, όπου κάθε κίνηση έχει το βάρος της και κάθε διάλογος μπορεί να κρύβει μια παγίδα. Οι σκηνές δράσης, όταν συμβούν, έχουν ακόμη μεγαλύτερη ένταση γιατί έρχονται ύστερα από μια σχολαστική οικοδόμηση χαρακτήρων και σχέσεων.

Η σάτιρα της βρετανικής γραφειοκρατίας και των θεσμών ασφαλείας είναι διάχυτη. Ο Herron ξέρει να χλευάζει την ανικανότητα, τον ναρκισσισμό και τη μικροπολιτική που συχνά επικρατούν πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς ποτέ να ξεχνά ότι το τίμημα αυτών των αδυναμιών μπορεί να πληρώνεται σε ανθρώπινες ζωές. Έτσι, το βιβλίο κινείται σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και το θρίλερ, μια ισορροπία που λίγοι συγγραφείς καταφέρνουν να πετύχουν.

Η μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη διατηρεί τον καυστικό ρυθμό και την ιδιωματική ποικιλία της γραφής του Herron. Οι διάλογοι, με το μισόλογο και το πικρόχολο υπονοούμενο, φτάνουν αυτούσιοι στον Έλληνα αναγνώστη, χωρίς να θυσιάζεται η αίσθηση του βρετανικού χιούμορ.

Ως μέρος της σειράς Slough House, οι Ανήσυχες Τίγρεις ενισχύουν την αίσθηση ότι ο Herron έχει δημιουργήσει ένα σύμπαν με δική του μυθολογία: χαρακτήρες που εξελίσσονται, πληγές που δεν κλείνουν, αποστολές που αφήνουν ίχνη. Ακόμη κι αν δεν έχει διαβάσει κανείς τα προηγούμενα έργα της σειράς, θα βρει σ’ αυτό το βιβλίο μια πλήρη ιστορία, γεμάτη ένταση, κυνισμό και χιούμορ.

Στο τέλος, αυτό που μένει δεν είναι μόνο η λύση του μυστηρίου, αλλά η γεύση μιας αφήγησης που γνωρίζει ότι η κατασκοπεία είναι συχνά πιο γελοία, πιο χαοτική και πιο ανθρώπινη από όσο δείχνουν οι μύθοι της. Ο Mick Herron, με τις Ανήσυχες Τίγρεις του, μας θυμίζει ότι ακόμη και οι «τίγρεις» μπορεί να είναι ανήσυχες - και ότι σ’ αυτό το επάγγελμα, η ανησυχία είναι το μόνο σταθερό στοιχείο.


*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας