Τριγμοί στον ΣΥΡΙΖΑ, «αιμορραγία» προς τα αριστερά
Eurokinissi
Eurokinissi
Αυτοδιοικητικές

Τριγμοί στον ΣΥΡΙΖΑ, «αιμορραγία» προς τα αριστερά

Οι «χαμηλές πτήσεις» του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές και το πρωτοφανές 17,83% στην κάλπη του Ιουνίου προκάλεσε αλυσιδωτές εξελίξεις, που οδήγησαν εκτός ηγεσίας τον Αλέξη Τσίπρα. Μετά από μια ταραχώδη διαδικασία, η είσοδος του Στέφανου Κασσελάκη στο κομματικό σκηνικό και η κινητοποίηση στις κάλπες περίπου 40.000 νέων μελών και 100.000 παλαιών, ανέβασε τις προσδοκίες και έφερε αισιοδοξία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν και τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της Κυριακής, υπέστησαν καθίζηση.

Τα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικά και η σύγκρισή τους με την προηγούμενη αναμέτρηση του 2019, καταλυτική. Στην περιφέρεια με το μεγαλύτερο, ίσως, πολιτικό πρόσημο, την περιφέρεια Αττικής -όπου μάλιστα η Νέα Δημοκρατία άλλαξε τον υποψήφιό της στο «παρά πέντε», βάζοντας τον Νίκο Χαρδαλιά στη θέση του Γιώργου Πατούλη- ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Ιωακειμίδης, με μεγάλη πείρα στην τοπική αυτοδιοίκηση, δεν κατάφερε να αγγίξει το 16%, όταν η Ρένα Δούρου το 2019, έχοντας πίσω της τραγωδίες όπως η πυρκαγιά στο Μάτι και οι πλημμύρες στη Μάνδρα, είχε συγκεντρώσει στον πρώτο γύρο ένα ποσοστό της τάξεως του 19%.

Η αρνητική έκπληξη για τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στον Δήμο Αθηναίων, όπου ο Κώστας Ζαχαριάδης δεν κατόρθωσε να περάσει καν στον δεύτερο γύρο, συγκεντρώνοντας ποσοστό 13,36, όταν ο Νάσος Ηλιόπουλος το 2019 συγκέντρωνε 16,98 την πρώτη Κυριακή. 

Οι επιδόσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις κάλπες των δημοτικών και αυτοδιοικητικών εκλογών ήρθαν να επιβεβαιώσουν την αποδρομή στην οποία βρίσκονται οι δυνάμεις της. Δυνάμεις, που πλέον φαίνεται να στρέφονται είτε στην αποχή, είτε στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Με δεδομένες τις απώλειες των προηγούμενων τεσσάρων ετών, με τον Στέφανο Κασσελάκη να διατηρεί έναν «ομιχλώδη» πολιτικό λόγο, χωρίς σαφή και οριοθετημένη πολιτικο-ιδεολογική περίμετρο, με επιμονή στο αφήγημα περί συγκρότησης ενός προοδευτικού μετώπου και την εσωκομματική αντιπολίτευση να στέκει σιωπηλή, χωρίς να ξεκαθαρίζει τη θέση της την επόμενη ημέρα, μια υπολογίσιμη μερίδα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν στροφή σε άλλες αριστερές δυνάμεις. 

Η ενίσχυση, που καταγράφει από τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου έως και τις αυτοδιοικητικές κάλπες το ΚΚΕ, είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές, κατά ένα μέρος απόρροια αυτής της «αιμορραγίας» των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Στην αναμέτρηση της Κυριακής, ο Περισσός είδε να ανεβαίνουν τα ποσοστά των υποψηφίων του, με πιο χαρακτηριστική την τρίτη θέση, που κατέλαβε ο Γιάννης Πρωτούλης στην περιφέρεια Αττικής. Σε πανελλαδικό επίπεδο, μάλιστα, η εκτίμηση είναι ότι το ποσοστό του ΚΚΕ έφθασε πάνω από το 10%, όταν το 2019 ήταν κατά μέσο όρο στο 6,8%.

Με αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα είναι πώς διαμορφώνεται η επόμενη ημέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί ο Στέφανος Κασσελάκης να μην «χρεώνεται» την αποτυχία στις κάλπες της Κυριακής, ωστόσο το μήνυμα, που εξέπεμψαν τα αποτελέσματα, προκαλεί προβληματισμό και για το πολιτικό αποτύπωμα, που μπορεί τελικά να αφήσει, πέρα από τον εντυπωσιασμό της εικόνας. Η επιλογή, που έχει γίνει, όπως φαίνεται, από τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ είναι το «άνοιγμα» προς το ΠΑΣΟΚ, με την Χαριλάου Τρικούπη να μη φαίνεται διατεθειμένη να ανταποκριθεί θετικά, τουλάχιστον από την πρώτη στιγμή, στο κάλεσμα για συμπόρευση.

Ίσως η σημαντικότερη εκκρεμότητα, όμως, για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι η ταυτότητα, που θέλει πλέον να αποκτήσει και το δυναμικό, που μπορεί να την «υπηρετήσει». Το ποιοι από τα γνωστά πρόσωπα, που όλα τα προηγούμενα χρόνια ενσάρκωναν το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσουν να συμπορεύονται. Η εκκρεμότητα αυτή, δεν πρόκειται να κλείσει έως ότου διεξαχθεί το συνέδριο του κόμματος, πιθανότατα, δηλαδή, έως τις αρχές του 2024.

Την ίδια ώρα, το επιτελείο του νέου προέδρου βρίσκεται προς αναζήτηση συγκρότησης ενός ολοκληρωμένου πολιτικού λόγου και σχεδίου, που έως τώρα δεν έχει βρεθεί, ώστε να μπορέσει να αποτελέσει απάντηση στη Νέα Δημοκρατία, που απέδειξε την πολιτική της κυριαρχία μέσα σε μια δύσκολη περίοδο, αλλά και στους πολίτες. Έως ότου αυτά επιλυθούν, η «αιμορραγία» θα συνεχίζεται.