Του Γιάννη Σιδέρη
«Η ώρα των αρχηγών» θα μπορούσε να είναι ένας εντυπωσιακός τίτλος για τις σημερινές συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς, αλλά θα προσέδιδε μια εντυπωσιακή διάσταση, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Οι σημερινές διαδοχικές συναντήσεις του κου Τσίπρα με Μητσοτάκη (10.00), Γεννηματά (12.00), Κουτσούμπα (14.00), Θεοδωράκη (17.00), Λεβέντη (19.30), Καμμένο (20.30), είναι μια τυπική διαδικασία για το θεαθήναι. Ο σκοπός της είναι ενημερωτικός εκ μέρους του πρωθυπουργού, με στόχο την ανταλλαγή απόψεων, και όχι αποφασιστικός, με στόχο την χάραξη εθνική γραμμής.
Προς τούτο θα βοηθούσε μια σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και με την τήρηση πρακτικών. Αρχικά ο πρωθυπουργός είχε αποφασίσει να την ζητήσει αλλά στη συνέχεια υπαναχώρησε για δύο λόγους: Αφενός ο κ. Τσίπρας θα μοιραζόταν κατά κάποιο τρόπο την εξουσία του, εάν η γραμμή πλεύσης της Ελλάδας ήταν η συνισταμένη της απόφασης του συμβουλίου αρχηγών, αφετέρου η απόφαση θα ήταν περισσότερο δεσμευτική για τον ίδιο.
Ούτως ή άλλως, κυβέρνηση και κόμματα δεν έχουν επεξεργασμένες θέσεις για το κυπριακό πέραν των γενικόλογων περί δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας και απομάκρυνσης των ξένων στρατευμάτων. Στην παρούσα φάση, ίσως δεν υποχρεούνται και να έχουν, με την ρευστή και ατέρμονη τροπή που έχει πάρει η πορεία των συνομιλιών.
Πράσινο φως δεν διαφαίνεται, γι'' αυτό και ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, Antonio Guterres, άφησε ανοιχτό το χρονικό όριο λήξης τους, αφού οι συνομιλίες αν διακοπούν, μπορούν να επαναληφθούν στο μέλλον, υπό ευνοϊκότερες συνθήκες, χωρίς να αποδοθεί ευθύνη για τη δυστοκία σε καμιά από τις δύο πλευράς.
Το μόνο «καινούργιο» που αναμένεται να παρουσιάσει ο πρωθυπουργός στους αρχηγούς, είναι ένα σύμφωνο φιλίας, που έχει σκεφθεί ο ΥΠΕΞ, Νίκος Κοντζιάς, μεταξύ Τουρκίας, Κύπρου και Ελλάδας. Η λέξη «καινούργιο» σε εισαγωγικά, γιατί είναι μια παλιά ιδέα που κατά καιρούς επανέρχεται στο προσκήνιο και το μέγαρο Μαξίμου την παρουσιάζει ως καινοτόμο.
Ωστόσο ακόμη και αν υπογραφεί ένα παρόμοιο σύμφωνο, μικρή αξία θα έχει, κυρίως επικοινωνιακή, καθώς στον όρο «φιλίας» δεν θα εμπεριέχεται η έννοια της «μη επίθεσης». Οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, είναι μέλη του ΝΑΤΟ, άρα, καταστατικώς και επιχειρησιακώς, δεν υφίσταται επιθετικός σχεδιασμός της μίας εναντίον της άλλης, και εξ αντικειμένου δεν μπορεί να υπογραφεί ένα τέτοιο σύμφωνο.
Ο κ. Τσίπρας και σε αυτό το θέμα τώρα ψαύει την πραγματικότητα, μαθαίνει ότι… η ζωή είναι αλλιώς. Η κατάργηση των εγγυήσεων, που θεωρητικώς θέτουν όλα τα κόμματα, είναι ιδανική θέση για διακηρύξεις σε ειδικά συνέδρια και κομματικά προγράμματα, αλλά η υλοποίησή χρειάζεται και τη συναίνεση της άλλης πλευρά, η οποία ωστόσο δεν σκοπεύει να χάσει ένα στρατηγικό της πλεονέκτημα, έναν δεν υποχρεωθεί. Και στην παρούσα φάση ουδείς μπορεί να την πείσει, την στιγμή που ο Erdogan δείχνει αφενός να αυτονομείται, αφετέρου να προσεγγίζει το εθνικιστικό κόμμα των γκρίζων λύκων.
Παράλληλα, ο κ. Τσίπρας φέρεται διατεθειμένος να γνωστοποιήσει στους πολιτικούς αρχηγούς πως η Κυπριακή Δημοκρατία έχει τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις που θα ληφθούν, και η Ελλάδα θα αποδεχθεί και θα συμπαρασταθεί. Υιοθετεί δηλαδή εκ των υστέρων την πάγια ελληνική θέση, από εποχής Κωσνταντίνου Καραμανλή, «Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται», την οποία προσφάτως, απαξιωτικώς είχε χαρακτηρίσει ως «κλισέ».
Οι αρχηγοί
Η μορφή των συναντήσεων διευκολύνει και τους πολιτικούς αρχηγούς, καθώς οι κατά μόνας συνομιλίες θα έχουν τη μορφή ανταλλαγής απόψεων και όχι ένα δεσμευτικό πλαίσιο αποφάσεων. Βέβαια η μη τήρηση πρακτικών τους καθιστά ευάλωτους και εύκολους στόχους στη θηριώδη προπαγάνδα του Μαξίμου. Δεν το αναφέρουμε τυχαία: Θυμίζουμε ότι στην τελευταία σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πριν ακόμη αυτή τελειώσει και αποχωρήσουν οι αρχηγοί από το Μαξίμου, το πρωθυπουργικό επιτελείο άρχισε να κάνει λόγο για «Τρόικα Εσωτερικού».
Κυριάκος Μητσοτάκης και Φώφη Γεννηματά έχουν παρόμοιες απόψεις, αλλά γενικής διατύπωσης: Επανένωση, δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση, κατάργηση των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων επέμβασης, συνεργασία κυπριακής και ελληνική κυβέρνησης. Ο Σταύρος Θεοδωράκης, έχει πιο συγκεκριμένη θέση, με την έννοια ότι ταυτίζεται και στηρίζει τις ενέργειες του προέδρου της Κύπρου κ. Αναστασιάδη. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας δεν απεμπολεί τις μόνιμες θέσεις του κόμματός του, ότι τα όσα συζητούνται δημιουργούν προβλήματα λειτουργικότητας στο κυπριακό κράτος, ενώ ο Βασίλης Λεβέντης θα υποστηρίξει ότι η τροπή των πραγμάτων οδηγείται σε φιάσκο που δεν μπορεί κανένας Έλληνας να αποδεχθεί, τασσόμενος παράλληλα κατά ενδεχόμενης συνάντησης Τσίπρα - Erdogan - άποψη που έχει και η κα Γεννηματά.
Σε κάθε περίπτωση η συνάντηση… δεν θα γράψει ιστορία, όμως για την κυβέρνηση αρχίζει να γράφει η ιστορία. Συμβολικά από σήμερα, καθώς ξεκινούν οι συνομιλίες της Γενεύης, εκτός από την αξιολόγηση, αποκτά ένα παράλληλο καυτό πρόβλημα. Και αυτό είναι η εξωτερική μας πολιτική με αιχμή το κυπριακό.