Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ

Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

Πολιτικός με βαρύ έως τότε βιογραφικό, πολλούς εκλογικούς αγώνες και πολλές νίκες, ακόμη και για να γίνει δεκτός στη ΝΔ, ωστόσο ο μικρανιψιός του Ελευθερίου Βενιζέλου ανήλθε στην εξουσία υπονομευμένος από πολλούς παράγοντες. Ποιοι ήταν αυτοί;

Πρώτον, το πολιτικό παρελθόν του και η ιδιότητα του «αποστάτη», την οποία έφερε από τη μεθόδευση και τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου του 1965.

Δεύτερον, η ιδιότητα του «σώγαμπρου», του «σφετεριστή του οικήματος φιλοξενίας», κάτι που παρήγε εις βάρος του καχυποψία στον βαθύ κομματικό πυρήνα. Μάλιστα στο μυαλό αρκετών ιστορικών παραγόντων του κόμματος η συγκεκριμένη ιδιότητα που του απέδιδαν ουσιαστικά υποδήλωνε τον φόβο πως ο Χανιώτης πολιτικός θα έδινε προτεραιότητα στην «προστασία» των δικών του προσωπικών πελατειακών δικτύων -συμπαγέστατων και διαμορφωμένων από παλιά, ειδικά στην Κρήτη τουλάχιστον από το 1951, οπότε αυτός είχε διατελέσει υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου- και όχι στα παραδοσιακά κομματικά, δηλαδή τα δικά τους. Για τον λόγο αυτό ουδέποτε υπήρξε ψυχική σύμπνοια ανάμεσα σε μεγάλο μέρος των δεξιών βουλευτών της ΝΔ και τον μετά το 1984 αρχηγό τους.

Τρίτον, η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διέθετε, παρά το τεράστιο εκλογικό ποσοστό του, αποτέλεσμα της εισαγωγής ολοσχερούς αναλογικής από τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Τέταρτον, η ηθικώς επιλήψιμη συγκρότηση της ούτως ή άλλως ισχνότατης μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του, που αποκτήθηκε δια της απόσπασης/προσάρτησης του βουλευτή Κατσίκη, δια του οποίου έως τότε του παρείχε άνευ ανταλλαγμάτων κοινοβουλευτική στήριξη ο Κωστής Στεφανόπουλος.

Πέμπτον, τα προβληματικά δημόσια οικονομικά που είχε να διαχειριστεί, λόγω της δημαγωγικής παροχολογίας και του υπερδανεισμού της χώρας από τις κυβερνήσεις Παπανδρέου κατά τις περιόδους 1981-1985 και 1987-1989. Αλλά και λόγω των δικών του ατοπημάτων κατά το θέρος του 1989. [Όταν εκείνο το καλοκαίρι, που είχα τη δυνατότητα να τον συναντώ συχνά, του επεσήμανα πως, δια της τακτικής της μηδενικής είσπραξης φόρων, ο Αντώνης Σαμαράς, τοποθετημένος από τον ίδιο στη θέση του υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης Τζαννετάκη, θα περιήγε τη χώρα σε μεγάλες δημοσιονομικές περιπέτειες ή πάντως σε δυσυπέρβλητες δυσκολίες, μου απάντησε κάτι που έχω και αλλού αναφέρει: «Αφού οι ξένοι ανέχτηκαν τόσο χρέος με τον Ανδρέα πρωθυπουργό, ας ανεχθούν λίγο υψηλότερο για να γίνουμε και εμείς κυβέρνηση»…]

Έκτον, το φοβερό αντιμεταρρυθμιστικό τείχος που ύψωνε η παντοδύναμη συνδικαλιστική πασοκοκρατία, της οποίας οι «σταμουλοκολάδες» αποτελούσαν την πλέον εμβληματική εικόνα.

Έβδομον (λίγο μεταγενέστερο), οι φραγμοί που είχε σε κάθε εγχείρημα εξορθολογισμού της εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα στο «μακεδονικό», λόγω του κλίματος στη διαμόρφωση του οποίου είχαν συμβάλει από Παπαθεμελή έως Ελύτη και Μελίνα Μερκούρη. (Βλ. και τη στάση Δαμανάκη…)

Παρά ταύτα, ο Χανιώτης ηγέτης…

Διαθέτων ισχυρή θέληση και επιβλητική κοινοβουλευτική παρουσία, παράλληλα δε έως και υπερβολική ή άμετρη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, αναμφίβολα προσπάθησε και έδωσε πολλές μάχες. Με γενναιότητα, μάλιστα. Αλλά επί της ουσίας με μάλλον μέτρια τελικώς αποτελέσματα. (Η αποκρατικοποίηση και η επανακρατικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών λέγεται πως στοίχισε όσο περίπου θα στοίχιζε τότε ένα ελαφρύ μετρό στη Θεσσαλονίκη.) Οπωσδήποτε, μη ανακόπτοντας ουσιωδώς τον ρυθμό καλπασμού του δημοσίου χρέους, είχε το θλιβερό προνόμιο να δει επί των ημερών του αυτό για πρώτη φορά να ξεπερνάει το 100% του ΑΕΠ (111,6% το 1993).

Εν πάση περιπτώσει…

Όλα τα εμπόδια που συνάντησε, όπως και οι συνθήκες της πρόωρης ανατροπής του, νομίζω πως δεν επιτρέπουν μια σε βάθος αξιολόγηση της σχετικώς σύντομης πρωθυπουργίας του. Στη διάρκεια της οποίας, πάντως, δεν φαίνεται να απέβαλε την οιονεί δεύτερη φύση του, των εξυπηρετήσεων προς προσωπικά ή πολιτικά προσκείμενους, καθώς όμως και προς ισχυρούς παράγοντες της οικονομικής ολιγαρχίας, όπως βεβαίως και της «μιντιοκρατίας»: Ήδη από το καλοκαίρι του1989-90, μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Φλωράκη, φοβάμαι και τον Κύρκο, μόνο δε ανθιστάμενο τον Κωστή Στεφανόπουλο, είχε υπάρξει ο κύριος υπεύθυνος για τις διευκολύνσεις στους μεγαλοεκδότες να συγκροτήσουν και τηλεοπτικό ολιγοπώλιο.

Νομίζω, τέλος, πως πρέπει να του καταλογιστεί και ο τρόπος που χειρίστηκε, χωρίς ίχνος πολιτικής μεγαθυμίας, ίσως ακόμη και στοιχειώδους πολιτικότητας, την όλη δικαστική περιπέτεια του Ανδρέα Παπανδρέου. (Δεν τολμώ, δε, να φανταστώ τι θα είχε συμβεί αν το 7-6 υπέρ της αθώωσης του Ανδρέα ήταν 7-6 υπέρ της καταδίκης του για «συνέργεια στην απιστία των διοικητών των ΔΕΚΟ», όπως η μειοψηφία των έξι, με πρωτοβουλία του προέδρου Βασίλη Κόκκινου, που ήταν επιλογή του Μητσοτάκη, μετέτρεψε την αρχική κατηγορία για «ηθική αυτουργία» στο αδίκημα αυτό…)

Από την άλλη όμως, λειτουργώντας εν προκειμένω αντίθετα προς τον Παπανδρέου, ο αρχηγός της πλειοψηφίας κατά την περίοδο 1990-1993 προσέφερε δια παραλείψεως στον τόπο την ίδια μεγάλη υπηρεσία με τον Γεώργιο Ράλλη (ή, μάλλον, απέτρεψε την ίδια καταστροφή): την υιοθέτηση ολοσχερούς αναλογικής. Αυτή, προφανώς, θα έδινε πολλά όπλα στην κομμουνιστική αρνησικυρία, ώστε να εμποδίζει την πρόοδο της χώρας προς τη ζώνη του ευρώ. Ακόμη θυμάμαι την κατηγορηματικότητα με την οποία την είχε αποκλείσει –«χίλιες φορές καλύτερα να ηττηθώ κατά κράτος»- σε μια συνέντευξή του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, την οποία είχε παραχωρήσει στον Γιάννη Μαρίνο: Με όλα τα όχι ευάριθμα ελαττώματά του, φαίνεται πως πάντα διατηρούσε κάποιο απόθεμα κρητικής λεβεντιάς (εκτός και αν, εθελοτυφλών, πίστευε πραγματικά πως θα νικούσε, όπως διατεινόταν σε ιδιωτικές συζητήσεις…)

Ακολουθεί αύριο το κείμενο για τον Κώστα Σημίτη.


*Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «Ελευθέριος Βενιζέλος, Πλαστουργός Ιστορίας, ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Είναι επίσης συγγραφέας του έργου «Το πολιτικό Σύστημα των ΗΠΑ, Ένας ιδιόρρυθμος δικομματισμός», που εξεδόθη το 2012 από τις εκδόσεις Πατάκη.