Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Γεώργιος Ράλλης
Eurokinissi
Eurokinissi
10 κριτικές αποτιμήσεις

Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Γεώργιος Ράλλης

Στον δεύτερο - και πλέον βραχύβιο στο αξίωμα - εκ των πρωθυπουργών της Μεταπολίτευσης θα μπορούσαν πιθανόν να προσαφθούν κάποιες μικρομομφές: π.χ. για τον κάπως δημαγωγικό χαρακτήρα του προεκλογικού μοιράσματος ευρωκοινοτικών επιταγών και άλλα παρεμφερή, στην πραγματικότητα εξίσου ασήμαντα…

Ενώ - αν και αυτό δεν αφορά τις πρωθυπουργικές επιλογές του, ούτε αποτελεί κριτική την οποία εγώ προσωπικώς συμμερίζομαι πλήρως -  αρκετοί «παραδοσιακοί» είδαν και εξακολουθούν να βλέπουν τουλάχιστον με επιφυλακτικότητα τις «επί το δημοκρατικότερον» απλουστεύσεις, κάποιοι μάλιστα ίσως θα έλεγαν «εκπτώσεις», τις οποίες ως υπουργός Παιδείας αποφάσισε και έκανε στην επίσημη χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Ανεξαρτήτως πάντως κάποιων τέτοιων υποθετικών ή/και πραγματικών «πλημμελημάτων» του…

Κατά την εκτίμησή μου, τουλάχιστον, ο συγκεκριμένος - βασιλόφρων δε - πολιτικός υπήρξε ο δημοκρατικότερος, πλέον ήπιος, πιο προσαρμοσμένος στις απαιτήσεις του πολιτικού πολιτισμού πρωθυπουργός της υπό μελέτη περιόδου.

Επίσης και ο πλέον «περιεκτικός»: Με την έννοια του κομματικά «ανεξίθρησκου», όσον αφορά τις τοποθετήσεις αλλόγνωμων ή και πολιτικά αντίθετων, ακόμη και οργανωμένων στελεχών άλλων κομμάτων, σε καίρια και περίβλεπτα πόστα του κρατικού οργανισμού, ένα είδος πρώιμου «open gov» δηλαδή.

Ειδικότερα και αναλυτικότερα:

Αντιστάθηκε, ίσως και πέραν των ανθρωπίνων ορίων, στον εκχυδαϊσμό ή τη χυδαιοποίηση του πολιτικού λόγου, σε ό,τι κάποιοι αργότερα ονόμασαν «εκτσογλανισμό» της δημόσιας ζωής: «Δεν θέλω ‘ου’» επαναλάμβανε στην - απογοητευμένη λόγω της ηπιότητας του ύφους του - κομματική πλέμπα… Αυτό, δε, τη στιγμή ακριβώς που ο κύριος αντίπαλός του υπερεπένδυε σε κάτι τέτοιο, δηλαδή στην εξόχως βάρβαρη αντιμετώπιση των «απέναντί» !

Πάλλευκος στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, αυτονόητο ίσως για ένα γόνο δύο εκ των μεγαλύτερων πολιτικών τζακιών της χώρας, όπως προαναφέραμε μεταχειρίστηκε επίσης το κράτος, λιγότερο ίσως από κάθε άλλο κυβερνήτη της πολιτείας μας, ως κομματικό λάφυρο, κάτι που δεν ήταν εξίσου αυτονόητο, δεδομένης της παραδοσιακά κυρίαρχης ελληνικής πολιτικής «κουλτούρας», ιδίως δε της κουλτούρας της δικής του παράταξης, εν πολλοίς γαλουχημένης από τις λογικές που επί δεκαετίες διείπαν το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς.

(Πολλώ μάλλον που αντιμετώπιζε τον ανελέητο εσωκομματικό πόλεμο του Αβέρωφ, με τον Ηπειρώτη πολιτικό να εκφράζει εκείνη την περίοδο την απαίτηση ενός σκληρού «κομματικού πατριωτισμού»…)

Δεν ενέδωσε, επίσης, σε αστείες προκλήσεις, π.χ. να εξαγγείλει την καθολική και άνευ εξετάσεων εισαγωγή των πάντων στα ελληνικά πανεπιστήμια - κάτι που εγώ θα αποκαλούσα «περαιτέρω ‘εκ-κουτσουρισμό’ της εθνικής ανώτατης παιδείας -, θέμα ωστόσο για τον οποίο ιταμώς προκαλείτο από τον επελεύνοντα τότε προς την εξουσία βασικό πολιτικό αντίπαλο του» (ο οποίος επικαλείτο την πανεπιστημιακή του ιδιότητα και γνώση ως εχέγγυο της δυνατότητας να ανοίξουν σε όλους διάπλατα τα πανεπιστημιακά πορτοπαράθυρα: «είκοσι χρόνια επιτέλους διετέλεσα καθηγητής πανεπιστημίου, κύριε Ράλλη, γνωρίζω τι χρειάζεται για να μπαίνουν χωρίς εξετάσεις όλοι στα πανεπιστήμια», βροντοφώναζε τότε από το βήμα της Βουλής ως ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης ο Ανδρέας Παπανδρέου…)

Τέλος, πιθανότατα, έσωσε τη νεοσύστατη τότε ελληνική δημοκρατία, μη καθιστών το καλπάζον ΠΑΣΟΚ πολιτικό όμηρο του ακόμη σταλινικού εκείνα τα χρόνια ΚΚΕ (θυμίζω την άρνηση της Αλέκας Παπαρήγα να αποδοκιμάσει την εισβολή στην Πράγα).

Αφού η περιαγωγή του σχετικώς μόνο πλειοψηφούντος ΠΑΣΟΚ σε κατάσταση πολιτικής ομηρίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα θα ήταν η πιθανότατη συνέπεια μιας επιλογής, την οποία πολλοί του εισηγούντο, υποτίθεται ακριβώς «για να σωθεί η αστική δημοκρατία» (όπως με πολλή και προφανή ιστορική άγνοια οι εισηγούμενοι κάτι τέτοιο υποστήριζαν).

Έτσι με τεράστιο προσωπικό κόστος άξιο ενός ευπατρίδη, αρνήθηκε να εισαγάγει - για να αποκομίσει κομματικά, αλλά και προσωπικά οφέλη, αφού ίσως έτσι κατάφερνε και μετά από μια εκλογική ήττα να παραμείνει στην ηγεσία της ΝΔ- πλήρως αναλογικό σύστημα αντιπροσώπευσης.

Προφανώς διότι είχε συνείδηση και γνώση του πόσο εθνοβλαπτικά έως καταστροφικά έχει λειτουργήσει στη χώρα μας, ενίοτε δε, σε ειδικές συγκυρίες, και αλλού, το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα. (Ακόμη, θα έλεγα, και στην πρώτη παρ’ ημίν εφαρμογή του, το 1926, όταν εισήχθη για να καταπραΰνει τα υπερφορτισμένα τότε πάθη του Εθνικού Διχασμού. Και για να προσφέρει στη χώρα μια Οικουμενική Κυβέρνηση ως την καταλληλότερη για να διαχειριστεί τις ανθρώπινες, οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες της ανείπωτης εθνικής Καταστροφής…)

Συγκεφαλαιώνοντας και συνοψίζοντας: Στους λίγους σχετικά, 18 περίπου, μήνες της πρωθυπουργίας του, μέσα δε ένα όλως εχθρικό για τον ίδιο κλίμα, προφανώς και δεν μπόρεσε να αναδειχθεί σε «μεγάλο» πρωθυπουργό. Απεδείχθη όμως πως υπήρξε αυτό που τα επακολουθήσαντα έδειξαν πως χρειαζόταν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο η χώρα: Σοβαρός και υπεύθυνος κυβερνήτης.

Θα ακολουθήσει η ενότητα για τον Ανδρέα Παπανδρέου.