Ίσως δεν στερείτο κάποιων κυβερνητικών ικανοτήτων: Π.χ. ο εκ των υπουργών του Ανδρέας Λοβέρδος τον θεωρεί, μαζί με τον Σημίτη, ως τον καλύτερο εκ των πολλών πρωθυπουργών υπό τους οποίους υπηρέτησε, κυρίως ως προς την ταχύτητα, την ποιότητα και την ουσία της συνεργασίας του με τους υπουργούς. Παράλληλα, είναι αναμφίβολο πως, από τη στιγμή που κατάφερε να κατακτήσει το πολυπόθητο αξίωμα, έδειξε στοιχεία στοχοπροσήλωσης και αυταπάρνησης: Μέχρι και την όρασή του έθεσε εν μέρει σε κίνδυνο, ταξιδεύοντας αεροπορικά νωρίτερα απ’ όσο θα το επέτρεπε μια πρόσφατη οφθαλμολογική επέμβαση, προκειμένου, αυτοπαρουσιαζόμενος στον νέο ρόλο του, να πει στους δανειστές το περιβόητο «ουδείς αναμάρτητος»˙ κάτι δηλαδή σαν να έλεγε: «Εντάξει βρε παιδιά όταν είμαστε στην αντιπολίτευση λέμε και καμιά κουβέντα για να πάρουμε την εξουσία, και εσείς τα ξέρετε, πάμε παρακάτω…»
Από την άλλη, ωστόσο, γεγονός αδιαμφισβήτητο αποτελεί το ότι ανέλαβε την πρωθυπουργία με προ-υπονομευμένα τα περιθώρια για πρωτοβουλίες του.
Αυτό, δε, όχι κυρίως επειδή ακόμη και μέσα στο κόμμα του οι -υπολειπόμενοι- παλαιομητσοτακικοί τον έβλεπαν με εχθρότητα, λόγω του 1993… Ούτε τόσο γιατί το εκλογικό αποτέλεσμα, ακόμη και της δεύτερης αναμέτρησης του 2012, τον είχε υποχρεώσει να μοιράζεται την εξουσία: όχι μόνο με τους δανειστές, αλλά και με άλλους πολιτικούς αρχηγούς, οι οποίοι περιόριζαν ή ακρωτηρίαζαν την ενδοκυβερνητική ισχύ του. Για παράδειγμα, αναιρούσαν ακόμη και επιλογές υπουργών εκ μέρους του…
Εξαρχής, όμως, τα 14 σημεία της συμφωνίας για τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη δημιουργούσαν πρόβλημα: Είτε περιείχαν όλως ανεφάρμοστες στις συνθήκες της εποχής προβλέψεις… (για παράδειγμα δεν προβλεπόταν απλώς εγγύηση για το σύνολο των εργασιακών θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και μη περικοπή μισθών και συντάξεων, παράλληλα απέκλειαν αυξήσεις φόρων, οριζόταν μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, υπήρχε επίσης δέσμευση για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας με τους παλαιούς όρους κ.λπ…) Είτε κάποια από τα συμφωνηθέντα, όπως π.χ. τα αφορώντα στο μεταναστευτικό, βρίσκονταν σε διαμετρική αντίθεση προς την όλη πολιτική φιλοσοφία του νέου πρωθυπουργού…
Κυρίως όμως η πρωθυπουργία του Μεσσήνιου ήταν προναρκοθετημένη από ίδιες ενέργειες. Ειδικότερα:
Είχε δια των «Ζαππείων» συμβάλει στην προσμονή από την καλομαθημένη κοινωνία εύκολων και ανώδυνων λύσεων… Μάλιστα, είχε πολλαπλώς «ποτίσει» την αντιμνημονιακή κουλτούρα, συμβάλλοντας στη διόγκωση του «φαινομένου Καμμένου»…
Παράλληλα, είχε πολύμορφα υπονομεύσει την κυβέρνηση Παπαδήμου -έως και σε παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα υποχρέωσε τα υπουργοποιηθέντα σε αυτή στελέχη της ΝΔ-, άρα και το κλίμα συναίνεσης που η συγκεκριμένη κυβέρνηση υπηρετούσε. Αυτό, δε, το «διέπραξε», προεξοφλώντας πως το κόμμα του θα κέρδιζε την αυτοδυναμία: «είτε στις πρώτες είτε στις δεύτερες εκλογές»…
Βέβαια, η δική του κυβέρνηση έκανε και κάποια οιονεί σωτήρια βήματα. Κυρίως πέτυχε την αναδιαπραγμάτευση/περικοπή του δημόσιου χρέους, έστω με τίμημα την «κατακρεούργηση» των κατόχων κρατικών ομολόγων, πέραν βέβαια των γενικότερων θυσιών της κοινωνίας. Πολλά όμως εκ των σχετικών αυτών «οδυνηρών επιτευγμάτων» οφείλονταν στην πολιτική αυτοθυσία τού -πάντως επίσης όχι άσφαλτου ούτε τότε ούτε, πολύ περισσότερο, νωρίτερα- συγκυβερνήτη του, Ευάγγελου Βενιζέλου: Αυτός πολιτικά σχεδόν αυτοχειριάστηκε μέσα στο φοβερό κοινωνικό κλίμα εκείνης της εποχής, το τόσο ασύμβατο προς την «ηθική της ευθύνης».
Για να επανέλθουμε, όμως, στον Σαμαρά… Υπαναχωρώντας ή στρεψοδικώντας σε πολλές από τις δεσμεύσεις της χώρας, τουλάχιστον κατά την αντίληψη των δανειστών, υπονόμευσε την έναντι τους εθνική αξιοπιστία, οπωσδήποτε δε την προσωπική του. Μάλιστα την εκ μέρους του αδυναμία προώθησης μεταρρυθμίσεων και τήρησης των δεσμεύσεών του, την τονίζει στα Απομνημονεύματά της και η Μέρκελ. Αυτό -μαζί βέβαια με την άρνηση από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου να δώσει το «υπερταμείο», δηλαδή την εκχώρηση στους δανειστές του ελέγχου του εθνικού πλούτου επί 99 χρόνια- ώθησε πολλούς από αυτούς να προτιμούν ως πρωθυπουργό τον ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ. Αρκετοί μάλιστα, ακόμη και πολιτικοί του συντηρητικού χώρου, εκδήλωναν χωρίς περιστροφές μια τέτοια προτίμηση. Πολύ περισσότερο, προετοίμασαν την κυβερνητική αλλαγή, σφίγγοντας αδιανόητα πολύ τον βρόγχο στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου!
Επιπρόσθετα, έκανε και κινήσεις ιδιαίτερης αφροσύνης ή άγνοιας των συνεπειών τους, όπως η ένταξη στο κυβερνητικό σχήμα, λίγους μήνες πριν αυτό ολοκληρώσει τον βίο του, κάποιων εκ των πιο σκληροπυρηνικών δεξιών και εθνικιστικών -ή/και λαϊκίστικών- στοιχείων της παράταξής του. Κυρίως όμως τέτοια ήταν η απομάκρυνση του Χάρη Θεοχάρη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Η προεκλογική άρνηση, τέλος, να αντιμετωπίσει σε τηλεμαχία τον ολοσχερώς αδαή τότε τόσο στα δημοσιονομικά όσο και στα διεθνοπολιτικά Αλέξη Τσίπρα υπήρξε μνημείο πολιτικής αδεξιότητας και δειλίας. Ενώ η μετεκλογική άρνησή του να του παραδώσει επίσημα την πρωθυπουργία -κόντρα στη διαμορφωμένη πολιτική κουλτούρα της χώρας, αφού το έκαναν χωρίς μεμψιμοιρία όλοι οι προκάτοχοι και διάδοχοί του- έδειξε πολιτική μικροπρέπεια και ακαλαισθησία.
Καταλήγοντας…
Σαν ετερογονία -ή και τιμωρία/νέμεση- της Ιστορίας στην περίπτωσή του θα μπορούσε να θεωρηθεί πως, ακριβότερα ίσως από οτιδήποτε, πλήρωσε πολιτικά το κλείσιμο της ΕΡΤ. Δηλαδή κάτι που, λιγότερο άκομψα επιχειρούμενο, θα μπορούσε να του πιστωθεί ως τολμηρή και σωστή κίνηση, δεδομένης της κοινωνικά γνωστής και ακραία πολυδάπανης υπερστελέχωσης της κρατικής ραδιοτηλεόρασης. Πλέον όμως τίποτε δεν μπορούσε να σώσει έναν πολιτικό που υπήρξε θύμα και του εαυτού του και των περιστάσεων και ο οποίος φαίνεται πως έκτοτε διατήρησε μια μνησικακία κατά πολλών και για πολλά.
*Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του πρόσφατου έργου, των εκδόσεων Πατάκη, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός ιστορίας.