Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Αλέξης Τσίπρας
AP Photo
AP Photo

Οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης: Αλέξης Τσίπρας

Ανέβηκε στην εξουσία ως φορέας ελπίδας μεγάλου τμήματος ενός λαού καλομαθημένου, πλην στη δεδομένη συγκυρία κακοπαθημένου, άρα οργισμένου. Ο ίδιος, δε, κατά την πορεία του προς την πρωθυπουργία λειτούργησε περισσότερο ως όχημα της -χωρίς αυτοκριτικό περιεχόμενο ή αυτογνωσία- κοινωνικής οργής παρά ως έκφραση οποιασδήποτε λογικής προσέγγισης της πραγματικότητας.

Συνακόλουθα, ανέλαβε τις κυβερνητικές ευθύνες αυτοϋπονομευμένος από τον ακραίο μαξιμαλισμό των προσδοκιών που είχε ο ίδιος εκθρέψει, την «αυτομεθυστική» ρητορική του, καθώς και τους -προεκλογικώς αγνοηθέντες- διεθνείς αλλά και εγχώριους συσχετισμούς δύναμης. Οι εγχώριοι συσχετισμοί, όμως, τον εξανάγκασαν σε συνεργασία με τον συνωμοσιολόγο πλην επίσης αντιμνημονιακό Καμμένο, αλλά και με το οιονεί ανεξάρτητο υπερεξτρεμιστικό «κόμμα Λαφαζάνη».

[Ωστόσο, δικαιολογείται ο προβληματισμός αν ο εξ Αθαμανίου Άρτας καταγόμενος πολιτικός πίστευε μεγάλο μέρος των εκφραζομένων και των «συμφραζομένων» εκ των λόγων του.]

Εν πάση περιπτώσει…

Οι μάχες εναντίον ανεμόμυλων που αρχικά έδωσε, το εγκληματικά ανεύθυνο δημοψήφισμα με τις γνωστές τραγικές συνέπειες, το συνακόλουθο πρόσθετο μνημόνιο και η υποθήκευση για περίπου έναν αιώνα σχεδόν του όλου της εθνικής περιουσίας, όπως όμως και η επί μακρόν ανοχή στο ύφος της προέδρου της Βουλής, όλα μαζί τον αναδεικνύουν ως ένα εκ των χειρότερων πρωθυπουργών της Μεταπολίτευσης.

Αυτό, δε, έστω και αν υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά ταλέντα, που παρήγαγε αυτή η περίοδος, καθώς και χειμαρρώδης ρήτωρ. Ενώ ήταν τόση η γοητεία που εξέπεμπε, ώστε ακόμη και χονδροειδή ατοπήματα πρωτοκόλλου που διέπραττε, αντιμετωπίζονταν από Ευρωπαίους συνομιλητές του -πλην ίσως του Σόιμπλε- με κατανόηση. Κάποιες φορές, ακόμη και με …τρυφερότητα. Όπως, για παράδειγμα, από την Άγκελα Μέρκελ, η οποία με μια τέτοια διάθεση περιγράφει τη σκηνή όπου ο νεαρός πρωθυπουργός την άφησε να περιμένει επί αρκετά λεπτά στα σκαλιά της Καγκελαρίας, με το στρατιωτικό άγημα παρατεταγμένο, προκειμένου να χαιρετίσει δια χειραψίας τους κατέναντι συγκεντρωμένους οπαδούς του ακροαριστερού Die Linke.

Επιπρόσθετα ουδεμία μομφή για οικονομικές ατασθαλίες ή πλουτισμό μπόρεσε ποτέ να τεκμηριωθεί εις βάρος του, μάλλον δε ούτε εις βάρος συνεργατών του.

Για να επανέλθουμε, όμως, στα -δεσπόζοντα- αρνητικά:

Στον όλο καταστροφικό απολογισμό της κυβέρνησής του είναι πιθανόν να συνέβαλε το έλλειμμα πολιτικής εμπειρίας και πραγματισμού που τον χαρακτήριζε. (Έτσι, κατά τον Πίτερ Σπίγκελ «πήρε 24 ώρες στον Βενιζέλο να αντιληφθεί την κατάσταση, δύο εβδομάδες στον

Σαμαρά, έξι μήνες στον Τσίπρα».) Όπως συνέβαλαν και τα κραυγαλέα μορφωτικά ελλείμματά του: Ίσως αυτά τον έκαναν αφενός μεν να ενστερνιστεί τη λογική της απίστευτης φράσης του συμβούλου Καρανίκα «δεν μας ενδιαφέρει η γνώμη των επαΐων (sic), μας ενδιαφέρει μόνο η γνώμη του λαού», αφετέρου δε να αποδεχθεί τη χαριστική βολή επί της ήδη ψυχορραγούσης ανώτατης παιδείας μας: την, άνευ αξιολόγησης, «ανωτατοποίηση» -λέξη βάρβαρη όσο και η ουσία της- όλων των ΤΕΙ.

Ενώ επίσης χωρίς αξιολόγηση -ίσως για λόγους ιδιοτελείς- έδωσε στάτους καθηγητή σε διάφορους ευρισκόμενους στην περιφέρεια του ελληνικού πανεπιστημίου… Επιπρόσθετα, μάλιστα, αυτή η μορφωτική υστέρηση -της οποίας προφανώς είχε συνείδηση- ίσως τον επηρέασε ώστε να εμπιστευθεί το κρισιμότατο υπουργείο Οικονομικών στον Γιάνη Βαρουφάκη. Αυτός, πιθανότατα μιλώντας του ακατάληπτα και παραμυθιάζοντάς τον, τον έπεισε πως είχε τους δανειστές στο τσεπάκι του…

Ωστόσο, στη μεταγενέστερη φάση της πρωθυπουργίας του αρκετά μπορούν να του πιστωθούν.

Ειδικότερα:

Αν και πολύ νέος άνθρωπος, που ο λαός περιέβαλε με ένα ουρανόμικες «ωσαννά», δεν μέθυσε από τον, δυνάμει καταστροφικό, «θρίαμβο» του ιουλιανού εθνοδιχαστικού δημοψηφίσματος… Βρήκε το θάρρος, αντίθετα, να συγκρουστεί με τους έξαλλους συνοδοιπόρους των ρομαντικών στιγμών. Εκτός και αν φοβήθηκε νέο Γουδή, όταν οι Έλληνες δεν θα έβρισκαν προϊόντα στα σούπερ μάρκετ ή δεν θα είχαν αγοραστική δύναμη να τα αποκτήσουν…

Επίσης, τελικά και συνολικά, εφάρμοσε με συνέπεια, ασφαλώς μεγαλύτερη από ό,τι ο Σαμαράς, τη γραμμή της απόλυτης ευθυγράμμισης με τους δανειστές -την πολιτική των οποίων θα ακύρωνε «με ένα νόμο και ένα άρθρο»-, κατακτώντας έτσι, ω του θαύματος, σημαντική διεθνή αξιοπιστία… (Ίσως όχι ακριβώς «ω του θαύματος», αφού προσέφερε το «Υπερταμείο» που με τόση εμμονή είχαν αρνηθεί οι «Σαμαροβενιζέλοι».) Παράλληλα, όμως, «ούτω πολιτευόμενος» κατέστησε διεθνή την ελληνική λέξη «κωλοτούμπα»…

Κατά κάποιο τρόπο, πάντως, κατάφερε εν τέλει, ασφαλώς με εθνικό κόστος ανυπολόγιστο, να «βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια»…

Επιπρόσθετα, προχώρησε στις συμφωνίες των Πρεσπών, οι οποίες κατά την ταπεινή άποψή μου συνιστούν την εθνική προσφορά του. (Πιστεύω, δε, πως τέτοια είναι η εκτίμηση και πολλών πολιτικών, ακόμη και πολύ δεξιών, όταν δεν ομιλούν δημόσια.)

Τέλος, δεν μπορεί να του αμφισβητηθεί πως, μετά το καταστροφικό για τον ίδιο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 2019, δεν προσπάθησε να παρατείνει, όπως είχε θεσμικά τη δυνατότητα, κατά μερικούς μήνες την πρωθυπουργία του. Αντίθετα, έδειξε δημοκρατική ευαισθησία, πολέμησε δε με γενναιότητα στην εκλογική μάχη, «λάμποντας» μάλιστα στην τηλεοπτική συνέντευξή του στον -ανεπαρκώς προετοιμασμένο, πάντως, ή υπερβολικά «στρογγυλοποιημένο»- Αλέξη Παπαχελά και τη Σία Κοσσιώνη…

Συγκεφαλαιώνοντας… Και η πιο ευνοϊκή για τον τότε πρωθυπουργό δύσκολα μπορεί να καταλήξει σε θετικό απολογισμό. Υπάρχουν, ωστόσο, στοιχεία που τον καθιστούν σχετικώς συμπαθή. Π.χ. η σύγκρισή του με τους περισσότερους από τους ηγέτες των κομμάτων -κάποιους ζωώδους συμπεριφοράς- που προήλθαν από τον άλλοτε κραταιό ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση, το κεφάλαιο της ιστορίας που λέγεται «Αλέξης Τσίπρας» ίσως έχει οριστικά κλείσει…

Ακολουθεί αύριο το 1ο μέρος του κειμένου για τον Κυριάκο Μητσοτάκη (το αφιέρωμα στον οποίο κρίθηκε σκόπιμο να επιμεριστεί σε δύο ενότητες, επειδή αφορά εν ενεργεία πρωθυπουργό, του οποίου το ιστορικό αποτύπωμα είναι εν τω γίγνεσθαι, απαιτείται επομένως ευρύτερη τεκμηρίωση των τοποθετήσεων του γράφοντος.)