Μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη σημιτική οκταετία και την μητσοτακική εξαετία είναι το γεγονός ότι ο σημιτικός εκσυγχρονισμός που αποτέλεσε το ιδεολογικό επιστέγασμα της μεταπολίτευσης, επικαθορίζεται από μια αριστερή ηγεμονία με παγκόσμιες διαστάσεις ενώ, μετά το 2019, η παλιά Αριστερά έχει εισέλθει σε μια ανεπίστρεπτη παρακμή.
Στο προσκήνιο βρίσκονται πλέον ιδέες και πρακτικές της «συντήρησης», όπως η αξιολόγηση, η αξιοκρατία, η εξύμνηση της επιχειρηματικότητας και της απόδοσης, η φορολογική και δημοσιονομική ισορροπία, σε αντίθεση με τη γενικευμένη επιτρεπτικότητα, την ηδονοθηρία, την καταναλωτική ροπή και την προοδευτική ρητορεία της ύστερης μεταπολίτευσης.
Συνεπώς, ο σημιτικός εκσυγχρονισμός είναι αδύνατο να επιστρέψει, όσο και εάν πολλοί από τους πρωταγωνιστές και τα στελέχη του πρωτοστατούν και στη νέα συγκυρία και κάποτε συνεχίζουν να διακινούν ψήγματα της παλιάς ιδεολογίας τους.
Κάτω από τις νέες συνθήκες και εξ ανάγκης, μετασχηματίζεται σταδιακά και το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, καθώς οι δουλείες και οι περιορισμοί των μνημονίων, του χρέους και της προσαρμογής στους αυστηρούς δημοσιονομικούς ευρωπαϊκούς κανόνες, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή ενός μονοδιάστατα καταναλωτικού μοντέλου, παρότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να στηρίζεται προνομιακά στον τουρισμό που ενισχύει την τάση για εισαγωγές.
Αποφασιστικής σημασίας για τη φύση του παραγωγικού μοντέλου είναι το ύψος και ο χαρακτήρας των επενδύσεων καθώς και το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών. Μετά την κατάρρευση των επενδύσεων κατά τη μνημονιακή περίοδο, η οποία εν πολλοίς οφείλεται στην οιονεί εκμηδένιση της οικοδομικής δραστηριότητας, οι επενδύσεις αυξάνονται και πάλι σταδιακά και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού για το 2025, αναμένεται να ανέλθουν στο 17,5% του ΑΕΠ, έναντι 21-22% της Ευρωζώνης.
Όσο για τις «καταναλωτικού» χαρακτήρα επενδύσεις στις κατοικίες, ενώ, κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2007, αντιπροσώπευαν πάνω από το 40% του συνόλου, και το ποσοστό τους στο ΑΕΠ ανερχόταν περίπου στο 10%, κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2024, έφθαναν μόλις στο 14,3% των συνολικών επενδύσεων, και το ποσοστό τους στο ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 2,3%1 – καταδεικνύοντας την εξάντληση της «ατμομηχανής-οικοδομή», αλλά και τη μεγάλη μείωση στο οικιστικό απόθεμα, με τις δραματικές συνέπειές του για το στεγαστικό ζήτημα.
Παράλληλα, οι δημόσιες επενδύσεις έφθασαν τα 13,3 δισ. € το 2024, και το 2025 θα φθάσουν σε 14,1 δισ. €, αυξημένες κατά 150% έναντι των 5,6 δισ. € του 2019. Αλλά και η μεταποιητική παραγωγή θα ενισχυθεί, σπάζοντας τον φαύλο κύκλο μιας τριακονταετούς αποβιομηχάνισης και ξεπερνώντας για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, το 10% του ΑΕΠ.
Η σχέση εξαγωγών-εισαγωγών παραμένει ακόμα έντονα ελλειμματική, όπως σε ολόκληρη την ιστορία του ελληνικού κράτους, αλλά από το δραματικό 32,5% του 2003, θα περάσει στο προβληματικό 60,4% το 2023 (εξαγωγές 49.457,4 εκ. €, εισαγωγές 81.853,2 εκατ. €). Στον αγροδιατροφικό τομέα, οι εισαγωγές από 7,05 δισ. €, το 2008, θα φτάσουν σε 10,39 δισ. € το 2023 αλλά οι εξαγωγές θα υπερδιπλασιαστούν από 4,01 δισ. €, το 2008, σε 10,85 δισ. € το 2023, μηδενίζοντας επιτέλους ένα έλλειμμα που σοβούσε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 2.
2 ΚΕΠΕ Πλεονασματικό το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων…
Βέβαια, τα τουριστικά έσοδα, τα οποία καλύπτουν εν πολλοίς το έλλειμμα των εξωτερικών ανταλλαγών, έχουν επίσης αυξηθεί σημαντικά. Εν τούτοις, έχει ενισχυθεί εξ ανάγκης και η παραγωγική διάσταση της οικονομίας – καθόλου τυχαία, η ανάπτυξη των αγροτικών και βιομηχανικών εξαγωγών θα αρχίσει στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης και θα συνεχιστεί στην περίοδο του Covid, όταν είχε καταρρεύσει το εισαγωγικό καταναλωτικό μοντέλο3.
Καθώς λοιπόν το καταναλωτικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας δεν έχει ανατραπεί ριζικά, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια περίοδο «ενάρετης» οικονομικής ανάπτυξης, έχοντας επιτέλους χωνέψει, μετά από 45 χρόνια (!), το σοκ της εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πάντως, η παρασιτική δομή έχει κατά τι εξασθενίσει ενώ οι διεθνείς εξελίξεις –μείωση του βαθμού «παγκοσμιοποίησης»– καθώς και οι εσωτερικές –κρίση του μεταπολιτευτικού μοντέλου– συντείνουν στην ανάγκη ενίσχυσης της ενδογενούς ανάπτυξης. Χαρακτηριστικές είναι επί παραδείγματι οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες της Ελλάδας να ενισχύσει την αμυντική βιομηχανία –αντιστρέφοντας το μεταπολιτευτικό μοντέλο της ολοκληρωτικής εξάρτησης από τις εισαγωγές εξοπλισμών– που μπορεί να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην αναβάθμιση της ελληνικής βιομηχανίας στο σύνολό της.
Δηλαδή, δεν είναι μόνο οι γενικότερες γεωπολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις που επιτάσσουν μια διαφορετική πορεία στη νέα μετα-μεταπολιτευτική εποχή αλλά και οι δομικές οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, οι «μεταρρυθμιστές» της κυβέρνησης δεν κινούνται βάσει ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ενδογενούς παραγωγικής και δημογραφικής ανασυγκρότησης αλλά συχνά κάτω από την πίεση της διεθνούς και εσωτερικής συγκυρίας. Είναι η αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα και η δημιουργία μιας τεράστιας πολεμικής βιομηχανίας στην Τουρκία που επιτάσσει την ανάπτυξη της ελληνικής παραγωγής.
Χαρακτηριστικές, όσο και αν εκπλήσσουν από πρώτη άποψη, είναι οι εύστοχες παρατηρήσεις του Κώστα Σημίτη, σε άρθρο του, στις 5 Δεκεμβρίου 2020, στην Καθημερινή, όπου, σε σχέση με το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης και το περίφημο σχέδιο Πισσαρίδη 4, επισημαίνει πως:
Η κυβέρνηση σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες έχει συστήσει «ομάδα προετοιμασίας έργων», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται επεκτάσεις οδών, η υποθαλάσσια ζεύξη Περάματος – Σαλαμίνας και η παράκαμψη της Χαλκίδας. Όμως, το επίκεντρο της προσπάθειας δεν θα πρέπει να είναι η βελτίωση του οδικού δικτύου, αλλά η παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων, όπως και η υποκατάσταση των εισαγομένων, ώστε να περιορισθεί το μόνιμο εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Είναι δυνατόν π.χ. στην Ελλάδα να πραγματοποιηθεί προσαρμογή συμβατικών αυτοκινήτων σε ηλεκτροκίνητα, διότι υφίστανται στη χώρα οι αναγκαίες τεχνικές δυνατότητες, ώστε να είναι δυνατός ο περιορισμός των εισαγωγών. Δυνατή είναι και η συνεργασία αγροτικών εκμεταλλεύσεων για τη διαμόρφωση αγροδιατροφικών πάρκων εξαγωγών, μια που έχουμε τόσο την εμπειρία όσο και τη γνώση των διεθνών αγορών στον τομέα αυτό 5.
Δηλαδή, παρότι ο ίδιος υπήρξε –εκών ή άκων– ο κλασικός εκφραστής του μοντέλου της απρόσκοπτης (δηλαδή παρασιτικής στην περίπτωσή μας) ενσωμάτωσης στην παγκόσμια αγορά, φαίνεται πλέον να ανακρούει πρύμναν και να υπογραμμίζει, ορθά, πως «το επίκεντρο της προσπάθειας δεν θα πρέπει να είναι η βελτίωση του οδικού δικτύου, αλλά η παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων, όπως και η υποκατάσταση των εισαγομένων…».
3 Βλ. Γ. Καραμπελιάς, Covid, ΕΕ 2022.
4 Επιτροπή Πισσαρίδη, Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, τελική έκθεση, 14 Νοεμβρίου 2020.
5 Κώστας Σημίτης, «Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», Η Καθημερινή, 5.12.2020.
Και όμως, το «μοντέλο Σημίτη», προέτασσε ακριβώς «τη βελτίωση του οδικού δικτύου» και απέρριπτε μετά βδελυγμίας κάθε «αναφορά στην υποκατάσταση εισαγωγών» την οποία θεωρούσε ως «αλβανοποίηση» της οικονομίας, συμβάλλοντας έτσι στην εκθεμελίωση της ελληνικής μεταποιητικής και πρωτογενούς παραγωγής.
Ο Κώστας Σημίτης, δεκαέξι χρόνια μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία, θα υποβάλει σε κριτική το σχέδιο Πισσαρίδη, το οποίο επιμένει κατ’ εξοχήν στη δημιουργία υποδομών, με την προσδοκία ότι αυτές θα επιτρέψουν στην υπόλοιπη παραγωγή να αναπτυχθεί, μέσω της λειτουργίας των νόμων της αγοράς.
Διότι γνωρίζει πολύ καλά πως η δημιουργία «οδικών αξόνων», και επί της δικής του διακυβέρνησης, επέτρεπε απλώς στα εισαγόμενα προϊόντα να φθάνουν ευκολότερα σε όλες τις γωνιές της χώρας, χωρίς να προϋπάρχει η εσωτερική παραγωγή που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτές τις υποδομές. «Στερνή μου γνώση…» Ο Κώστας Σημίτης εγκαλεί επί σημιτισμώ την κυβέρνηση Μητσοτάκη… και εν προκειμένω, μάλλον δικαίως.
*Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, o Κώστας Σημίτης και η εποχή του, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
- Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας, εκδότης του περιοδικού Άρδην