«Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι υπαρκτό που πρέπει να εκκαθαρισθεί» δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης. Όμως η εκκαθάρισή του συμπιέζεται και αφυδατώνεται στις μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Εν πρώτοις δεν αντιλέγουμε ότι η κυβέρνηση πιεζόμενη, έκανε «ρελάνς». Επιχείρησε φυγή προς τα μπρος προτείνοντας εξεταστική επιτροπή από το 1998 για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, προκειμένου οι ευθύνες της να διαχυθούν μέσα στη γενική ανομία που επικράτησε στους ανθοφόρους αγρούς των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.
Ωστόσο, δεν είναι εξ ορισμού απορριπτική μια τέτοια διαδικασία. Όχι γιατί θα απογυμνώσει την ηθικοπλαστική ρητορεία της αντιπολίτευσης, και δη του ΠΑΣΟΚ στη θητεία του οποίου οι ψευδείς επιδοτήσεις γνώρισαν τη χρυσοφόρα αποθέωσή τους, αλλά γιατί θα αποτελέσει την παραδοχή της γενικής διαφθοράς, από την παθογένεια της οποίας πρέπει να αποδράσουμε ως χώρα.
Δεν είναι τυχαίο που το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν έχει σημαντική δημοσκοπική επίπτωση στην κυβέρνηση. Υπάρχει η επίγνωση του «όλοι τα ίδια έκαναν», συνήθως με τους δικούς τους, άρα τουλάχιστον στις επιδοτήσεις, αν όχι όλοι, οι πολλοί «μαζί τα έφαγαν».
Εάν δεν αποδειχθεί ότι μέλη του πολιτικού προσωπικού ενθυλάκωσαν χρήματα δι’ ίδιον όφελος (κάτι που ως τώρα ουδείς έχει υπαινιχθεί), αλλά ενήργησαν για δρέψη ψήφων (δηλαδή τα λεφτά πήγαν στον «λαό», στην… πονεμένη αγροτιά), η κοινή γνώμη ήδη το εκλαμβάνει ως «business as usual», ή κατά το λαϊκότερον «μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια».
Το ΠΑΣΟΚ σαφώς εκ του θεσμικού του ρόλου, δικαιούται να ζητάει προανακριτική επιτροπή. Εκείνο, όμως, που φέρνει σαρδόνιο χαμόγελο στην κοινή γνώμη, είναι οι υπερυψηλοί τόνοι που χρησιμοποιούν τα στελέχη του, παρουσιάζοντας το κόμμα ως… άμωμον παρομοίων ψηφοθηρικών διαδικασιών.
Ένα δεύτερο θέμα, ως εσωτερικό του πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ αυτή τη φορά, είναι η λειτουργική δυστοκία του. Προανήγγειλε την κατάθεση πρότασης προανακριτικής σχεδόν πριν τρεις, εβδομάδες και όλο αυτό το διάστημα «κοιλοπονούσε» ώσπου να το παρουσιάσει.
Ίσως γιατί δεν είχε απτές αποδείξεις ποινικών ευθυνών για τους Βορίδη και Αυγενάκη, και βασίζεται στη μέθοδο των πιθανολογημένων. Η δε πρότασή του να ερευνηθούν οι Βορίδης - Αυγενάκης για απιστία εις βάρος των συμφερόντων της ΕΕ, αφήνει –κακώς βέβαια– παγερά αδιάφορο το κοινό, το οποίο ενδεχομένως και να καταλογίζει στο ΠΑΣΟΚ αφέλεια. Αφού σαράντα πέντε χρόνια τώρα η ΕΟΚ και η ΕΕ είναι αγελάδα για άρμεγμα...
Πάντως, την αξιωματική αντιπολίτευση πρόλαβαν η κυβέρνηση και η νεοπαγής κοινοβουλευτική συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ - Νέας Αριστεράς, που κατέθεσαν κοινή πρόταση προανακριτικής επιτροπής, καθότι από μόνος του ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκέντρωνε «τα κουκιά».
Ωστόσο, οι δηλώσεις του προέδρου του Σωκράτη Φάμελλου για το θέμα, απέδειξαν ότι δεν τους έκαιγε καμία ανάγκη εξυγίανσης. Απλώς ο ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν ένα βήμα για τη συλλογική συνεργασία της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης (αν υποτεθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερό κόμμα), και τη συσπείρωσή της μόνο για επίθεση απέναντι στην κυβέρνηση.
Συνάγεται από τη δήλωση του Φάμελλου ο οποίος έψεξε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ γιατί «ο Ανδρουλάκης επέλεξε μια μοναχική πορεία. Εμείς με την πρόταση που καταθέσαμε σήμερα, η οποία συνυπογράφεται και απ’ όλη την Κ.Ο. της Νέας Αριστεράς, αποδεικνύουμε ότι υπάρχει τρόπος συνεργασιών και καθαρών λύσεων απέναντι στον κ. Μητσοτάκη».
Αυτή του η παράγραφος έδειξε τον ουσιαστικό στόχο της πρότασης. Που σημαίνει ότι η προανακριτική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ και όσα καταγγέλλονται ότι συνέβησαν, δεν εκκινεί πρωταρχικά από την πρόθεση απόδοσης ευθυνών, αλλά από την προσπάθεια εργαλειοποίησης προκειμένου να αποτελέσει τον εμβρυουλκό της κεντροαριστερής συσπείρωσης.
Όσο για την επόμενη πρόταση Φάμελλου, που κάλεσε το ΠΑΣΟΚ να υποστηρίξει την πρόταση για προανακριτική των ΣΥΡΙΖΑ- ΝεΑαρ, ενώ το κόμμα είχε έτοιμη τη δική του πρόταση, μάλλον ανεκδοτολογικού χαρακτήρα είναι. Αρκούν τα ποσοστά των συγκεκριμένων κομμάτων και η κατάταξή τους στην κοινοβουλευτική ιεραρχία για να καταδείξουν ποιος έπρεπε να ψηφίσει την πρόταση ποίου.
Η εσπευσμένη καντρίλια των ΣΥΡΙΖΑ - ΝεΑρ να προλάβουν το ΠΑΣΟΚ, δείχνει μικροπολιτική κουτοπονηριά και απέλπιδα προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων όσον αφορά το πολιτικό μέγεθος του κόμματος. Κάτι που ούτε η κοινοβουλευτική τάξη ούτε οι δημοσκοπήσεις τους το αναγνωρίζουν.