Η μήνυση της κ. Καρυστιανού εναντίον 14 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για το κακούργημα της εσχάτης προδοσίας, με το πρόσχημα ότι δεν διερεύνησαν επαρκώς καταγγελίες και συνέταξαν πόρισμα χωρίς να έχει γίνει προανακριτική, δεν αποτελεί παρά ένα ακόμη επικίνδυνο δείγμα θεσμικού εκτροχιασμού και πρωτοφανούς νομικής αυθαιρεσίας. Πρόκειται για συναισθηματική φλυαρία ντυμένη με τον μανδύα της ποινικής ρητορικής.
Η κατηγορία περί "εσχάτης προδοσίας" είναι προδήλως αβάσιμη και καταχρηστική.
Η επίκληση του άρθρου 134 Ποινικού Κώδικα, που αφορά την εσχάτη προδοσία, συνιστά εκτροπή από την ουσία του δικαίου.
Το εν λόγω άρθρο καλύπτει πράξεις που στρέφονται ευθέως κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της συνταγματικής τάξης, όπως απόπειρες ανατροπής του πολιτεύματος με τη βία, συνεργασία με εχθρικές δυνάμεις, ή πραξικοπηματικές ενέργειες.
Καμία πράξη των συγκεκριμένων βουλευτών, που ενήργησαν στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής επιτροπής, δεν προσεγγίζει αυτά τα περιστατικά. Η χρήση του όρου "προδοσία" σε αυτό το πλαίσιο κακοποιεί τη νομική γλώσσα και εξευτελίζει την έννοια της εθνικής προδοσίας, υποβαθμίζοντάς την σε εργαλείο πολιτικής εκδίκησης.
Το Σύνταγμα απαγορεύει τη δίωξη για κοινοβουλευτική ψήφο ή γνώμη, και δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων. Η κ. Καρυστιανού προσποιείται άγνοια, αλλά δεν συγχωρείται σε μια νομική πράξη αυτού του χαρακτήρα η αγνόηση του άρθρου 61 του Συντάγματος, που απαγορεύει ρητώς οποιαδήποτε δίωξη για ψήφο ή γνώμη που εκφράστηκε κατά την άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων. Το Σύνταγμα είναι σαφές, ούτε ο δικαστής, ούτε ο πολίτης, ούτε η εισαγγελία μπορεί να υπερβεί αυτό το όριο.
Ακόμη και να υπήρχε αστοχία, παρατυπία ή ολιγωρία από μέλη της επιτροπής, κάτι που δεν προκύπτει, η λύση δεν είναι η ποινικοποίηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Το Σύνταγμα δεν λειτουργεί α λα καρτ. Η εργαλειοποίηση των διατάξεών του για την εξυπηρέτηση προσωπικών ή κομματικών εμμονών είναι μορφή αυταρχισμού μεταμφιεσμένου σε αγανάκτηση.
Η μήνυση αυτή είναι θεσμικά επικίνδυνη, μια νομική φενάκη με δηλητηριώδη πρόθεση, δεν στοχεύει στην απονομή δικαιοσύνης. Στοχεύει στην απονομιμοποίηση του πολιτικού αντιπάλου μέσω της Δικαιοσύνης. Άν επιτρεπόταν τέτοιου είδους χρήση των ποινικών διατάξεων, τότε ολόκληρο το δημοκρατικό πολίτευμα θα κινδύνευε από τον φαύλο κύκλο αλληλομηνύσεων, ποινικών διώξεων για κοινοβουλευτικές πράξεις, και προσπάθειες εκδίκησης. Ας ειπωθεί καθαρά, πρόκειται για θεσμική κακοποίηση του Ποινικού Κώδικα και του ίδιου του Συντάγματος.
Άν αυτή η πρακτική παγιωθεί, τότε η Δικαιοσύνη μετατρέπεται σε όμηρο προσωπικών ματαιώσεων. Η εισαγωγή πολιτικών διαφορών στις αίθουσες των ποινικών δικαστηρίων μέσω σαθρών νομικών προσχημάτων υπονομεύει τη θεσμική αξιοπρέπεια της Δικαιοσύνης. Ο Δικαστής δεν μπορεί ούτε πρέπει να λειτουργεί ως ρυθμιστής πολιτικών "ξεκαθαρισμάτων". Η Δικαιοσύνη δεν είναι ασφαλιστική δικλείδα αποτυχημένων κοινοβουλευτικών εκστρατειών.
Όποιος με ευκολία καταγγέλλει 14 δημοκρατικά εκλεγμένους βουλευτές για "προδοσία", χωρίς ούτε ένα τεκμήριο κατά το γράμμα του νόμου, δεν υπερασπίζεται το κράτος δικαίου, το ναρκοθετεί.
Η Δικαιοσύνη δεν είναι σκηνικό για πολιτικές αυτοδικίες. Και η εσχάτη προδοσία δεν είναι αφίσα προεκλογικών στρατηγικών. Είναι καιρός να το θυμηθούμε. Πριν είναι αργά.