Σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα, η ύπαρξη μιας υπεύθυνης, τεκμηριωμένης και δημιουργικής αντιπολίτευσης αποτελεί προϋπόθεση για την ευρωστία του πολιτικού σώματος.
Όμως στη χώρα μας, η αντιπολίτευση συχνά παλινδρομεί ανάμεσα στη θεατρική υπεραπλούστευση και τον πολιτικό αυτοματισμό. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της παθογένειας είναι η παραπλανητική εκμετάλλευση της τραγωδίας των Τεμπών, η διογκούμενη καταγγελία περί «συγκάλυψης λαθρεμπορίου» και, τελικά, η σχεδόν εσχατολογική επίθεση εναντίον του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για... εσχάτη προδοσία.
Η ευκολία με την οποία εκστομίζονται βαριές κατηγορίες από κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν τη χώρα συνιστά όχι μόνο θεσμική ανευθυνότητα, αλλά και επικίνδυνο προηγούμενο. Η Δημοκρατία δεν είναι παιδική χαρά και οι λειτουργοί της δεν είναι ρήτορες μιας μόνιμης εξέγερσης του πληκτρολογίου.
Η τραγωδία των Τεμπών και ο πολιτικός αποπροσανατολισμός
Το δυστύχημα των Τεμπών υπήρξε μια ανείπωτη εθνική τραγωδία. Όμως η προσπάθεια ορισμένων πολιτικών κύκλων να την αξιοποιήσουν επικοινωνιακά, με στόχο τη δημιουργία ψευδούς πολιτικού οφέλους, συνιστά κυριολεκτικά εκλογική λεηλασία πάνω στον πόνο. Αντί η αντιπολίτευση να συνδράμει στον εθνικό αναστοχασμό για τις διαχρονικές παθογένειες στον σιδηροδρομικό τομέα, επέλεξε την κλασική, φθαρμένη και βαθιά διχαστική τακτική: την κατασκευή εχθρού.
Ο πρωθυπουργός παρουσιάστηκε ως «συνεργός», ενώ οι αντίπαλοί του ανέλαβαν ρόλο «λαϊκών εισαγγελέων», σε ένα κλίμα ηθικού πανικού, όπου η λογική και η υπευθυνότητα εξαφανίστηκαν. Οι πραγματικές αιτίες αποσιωπήθηκαν, οι ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων θάφτηκαν, και κυριάρχησε η εύκολη γραμμή «όλοι φταίνε – εκτός από εμάς».
Το πλέον εξοργιστικό; Εκείνοι που σήμερα καταγγέλλουν το κράτος για αδράνεια, είναι οι ίδιοι που χθες υπέγραφαν τη διάλυση των υποδομών και την υποστελέχωση των κρίσιμων υπηρεσιών. Η επιλεκτική αμνησία, όταν γίνεται εργαλείο πολιτικής, μετατρέπεται σε πράξη ιστορικά ανεύθυνη.
Η σκευωρία ως μηχανισμός πολιτικής εξαπάτησης
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται η δημιουργία μιας ψευδούς πραγματικότητας. Θυμόμαστε όλοι τη συστηματική εξαπάτηση της περιόδου 2015-2019, όπου η πολιτική αντιπαράθεση αντικαταστάθηκε από λάσπη, ψιθύρους, απειλές, ύβρεις και υπαινιγμούς. Η υπόθεση Novartis, μολονότι σοβαρή, μετατράπηκε σε μέσο πολιτικής στοχοποίησης και εκφοβισμού.
Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται και σήμερα – χωρίς φειδώ, χωρίς αιδώ. Οι υποτιθέμενες αποκαλύψεις λαθρεμπορίου από τον αδικοχαμένο μηχανοδηγό, τα «χαμένα βαγόνια», οι «νεκροί που κρύβει η κυβέρνηση», τα χυδαία υπονοούμενα περί εμπλοκής της κυβέρνησης στον θάνατο ανθρώπων που ουδεμία σχέση είχαν με την τραγωδία των Τεμπών (όπως του εκλιπόντος Καλογήρου από παθολογικά αίτια), είναι κομμάτι μιας μονότονης σκηνοθεσίας, με προκαθορισμένους ρόλους: η κυβέρνηση στο εδώλιο, η αντιπολίτευση σε ρόλο ηθικού εισαγγελέα, και η αλήθεια στον κάλαθο των αχρήστων.
Η απονομιμοποίηση των θεσμών είναι επικίνδυνη για όλους. Όταν η Δικαιοσύνη γίνεται εργαλείο εντυπώσεων και η πολιτική μετατρέπεται σε συνωμοσιολογική ρητορεία, τότε πληγώνεται όχι μόνο η αντιπολίτευση, αλλά και η ίδια η Δημοκρατία.
Η κατηγορία της «έσχατης προδοσίας»: Ένα βήμα στο πολιτικό παραλήρημα
Φτάνουμε πλέον στο άκρο της υπερβολής: την κατηγορία ότι ο πρωθυπουργός έχει διαπράξει εσχάτη προδοσία. Τι άλλο απομένει μετά από αυτό; Ποια φράση θα εφευρεθεί αύριο για να ξεπεράσει αυτή την ακρότητα;
Αυτή η ρητορική δεν είναι απλώς υπερβολική. Είναι προσβολή στη λογική, στο Σύνταγμα και στον ίδιο τον λαό. Ο όρος «εσχάτη προδοσία» είναι νομικά βαρύτατος και απαιτεί αποδείξεις συγκεκριμένες, όχι απλώς εντυπώσεις και συνθήματα. Πού είναι τα στοιχεία; Ή μήπως δεν χρειάζονται, όταν έχεις φανατισμένο ακροατήριο;
Αυτό είναι το απόγειο της πολιτικής διπροσωπίας: μιλούν για υπεράσπιση της Δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα ευτελίζουν τους ίδιους της τους θεσμούς.
Πολιτική με φόντο τον καθρέφτη
Τι είδους αντιπολίτευση επιθυμούμε; Αυτήν που εκμεταλλεύεται τις πληγές του κοινωνικού σώματος για να εντυπωσιάσει, ή εκείνη που διαμορφώνει σοβαρές και υλοποιήσιμες προτάσεις διακυβέρνησης; Η σημερινή αντιπολίτευση μοιάζει περισσότερο με θίασο περιοδεύοντος θεάματος παρά με θεσμό κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Όροι όπως «πολιτικός φενακισμός», «επικοινωνιακός καιροσκοπισμός» και «δημαγωγική υπερδιέγερση» περιγράφουν επακριβώς τον τρόπο δράσης που παρατηρούμε: μια πολιτική αντιπολίτευση έκτρωμα ανίερης και ετερόκλητης συμμαχίας μεταξύ ακροδεξιάς και ακροαριστεράς που επινοεί φανταστικές υποθέσεις, προσβάλλοντας τη μνήμη των αδικοχαμένων συνανθρώπων μας και τη νοημοσύνη των πολιτών.
Και όταν η πολιτική λειτουργεί ως καθρέφτης των πιο σκοτεινών ενστίκτων – θυμός, καχυποψία, οργή – τότε δεν έχουμε Δημοκρατία. Έχουμε μια επικίνδυνη εκτροπή.
Επικίνδυνοι δρόμοι
Η χώρα έχει δοκιμαστεί σκληρά τα τελευταία χρόνια: χρεοκοπία, μνημόνια, πανδημία, ενεργειακή κρίση, γεωπολιτική αβεβαιότητα. Σε κάθε φάση, η ανάγκη για σοβαρή αντιπολίτευση ήταν κρίσιμη. Όμως αυτό που παρατηρούμε είναι η σταθερή διολίσθηση ορισμένων πολιτικών σχηματισμών προς έναν λόγο μηδενιστικό, αρνησιστικό και διχαστικό.
Αντί για εποικοδομητική συμβολή, επιλέγουν τη διαρκή καταγγελία. Αντί για προτάσεις, προσφέρουν κραυγές. Αντί για αλήθεια, προσφέρουν παραπλάνηση και έναν πολιτικό λόγο σχεδιασμένο, όχι για να φωτίζει, αλλά για να φανατίζει.
Η πολιτική όμως δεν είναι επάγγελμα «οργισμένων τιμητών». Δεν είναι σπορ επικοινωνιακής χειραγώγησης και η Βουλή των Ελλήνων δεν είναι θέατρο. Όταν η αντιπολίτευση εκπίπτει σε αυτή την τακτική, τότε δεν έχουμε πολιτική. Έχουμε δημαγωγία του χειρίστου είδους.
Ο λαός έχει πλέον κριτήριο
Η πεποίθηση ότι μπορείς διαρκώς να πλασάρεις την αφήγηση «εμείς οι αγνοί – αυτοί οι ανήθικοι» έχει φθαρεί. Ο πολίτης του 2025 έχει μάθει, έχει βιώσει, έχει δει. Ξέρει πότε η οργή του χειραγωγείται, και πότε του σερβίρεται ψεύτικη ελπίδα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είτε κανείς συμφωνεί είτε διαφωνεί μαζί του, έχει επιδείξει σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Η συνεχής προσπάθεια να παρουσιαστεί ως «προδότης» δεν είναι πολιτική στρατηγική. Είναι δείγμα αμηχανίας και απελπισίας.
Η διαφωνία είναι υγιής. Η δαιμονοποίηση είναι επικίνδυνη. Και όταν η διαφορά άποψης μετατρέπεται σε διχαστική φαντασιοπληξία, τότε το πολίτευμα κινδυνεύει.
Υπευθυνότητα, όχι μεσσιανισμός
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται αυτόκλητους σωτήρες.
Η χώρα δεν έχει ανάγκη από σωτήρες που έρχονται με φλογερά βλέμματα και πυροτεχνήματα οργής. Έχει ανάγκη από υπευθύνους. Από πολιτικούς που γνωρίζουν τι σημαίνει διακυβέρνηση, που σέβονται τους θεσμούς και που, όταν κρίνουν, το κάνουν με βάση γεγονότα και προτάσεις – όχι εικασίες και ποινικούς χαρακτηρισμούς.
Η «αβάσταχτη ελαφρότητα της αντιπολίτευσης» δεν είναι απλώς ένα ευφυολόγημα. Είναι μια διαρκής πληγή στο σώμα της Δημοκρατίας. Είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης πολιτικής ωριμότητας. Και είναι στο χέρι όλων μας – πολιτών, δημοσιογράφων, θεσμών – να μην επιτρέψουμε αυτή η ελαφρότητα να μετατραπεί σε βάρος ανυπέρβλητο για το μέλλον της χώρας.
Διότι η Δημοκρατία απαιτεί ευθύνη και η Ιστορία δεν συγχωρεί τους ερασιτεχνισμούς που μεταμφιέζονται σε αγωνιστικότητα. Ούτε τις ύβρεις που βαφτίζονται «πατριωτισμός» ή «αντίσταση».