Γιατί λογικοί άνθρωποι γίνονται θιασώτες θεωριών συνωμοσίας

Γιατί λογικοί άνθρωποι γίνονται θιασώτες θεωριών συνωμοσίας

Στο μεταίχμιο της σύγχρονης εποχής, όπου η επιστήμη και η τεχνολογία προοδεύουν αλματωδώς, ολοένα και πιό συχνά παρατηρείται το παράδοξο, όλο και περισσότεροι μορφωμένοι και, εκ πρώτης όψεως, λογικά σκεπτόμενοι άνθρωποι να παρασύρονται σε δοξασίες που αφήνουν τους κανόνες της λογικής και τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας. 

Η εμμονή σε δοξασίες όπως η αντίληψη περί επίπεδης Γης ή οι θεωρίες περί «χημικών αεροψεκασμών» δεν συνιστά πλέον γραφική εκτροπή, αλλά έκφανση ενός βαθύτερου υπαρξιακού και κοινωνικού φαινομένου. 

Πώς δύναται, άραγε, να ερμηνευθεί αυτή η προσκόλληση στο παράλογο; 

Ποικίλες μελέτες, μεταξύ αυτών και το έργο του Michael Shermer - The Believing Brain, 2011, καταδεικνύουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει έμφυτη την τάση να ανιχνεύει πρότυπα και να αποδίδει αιτιακές σχέσεις ακόμη και σε τυχαία γεγονότα. 

Η εν λόγω γνωστική προκατάληψη, γνωστή ως αποφένια, εξυπηρέτησε εξελικτικά την ανάγκη για επιβίωση. Όπως αναδεικνύει η θεωρία της Διαχείρισης Σφαλμάτων, η φυσική επιλογή προέκρινε τη στρατηγική του «ασφαλέστερου σφάλματος»,  προτιμότερο ήταν να ανιχνεύσει κανείς έναν κίνδυνο που δεν υφίσταται, παρά να αδιαφορήσει για έναν που πράγματι υπάρχει. 

Για παράδειγμα, αν ακούς ένα θρόισμα στα φυλλα και νομίσεις ότι είναι τίγρης ενώ ήταν απλώς ο άνεμος, δεν έπαθες τίποτε, απλώς φοβήθηκες άδικα. Άν, όμως, αγνοήσεις το θρόισμα και όντως είναι τίγρης, τότε το λάθος μπορεί να σου κοστίσει τη ζωή σου. 

Άρα, η φυσική επιλογή ευνόησε τα άτομα που είχαν υπερευαισθησία στον εντοπισμό κινδύνων, ακόμη και άν έκαναν «λάθη» βλέποντας κινδύνους εκεί που δεν υπήρχαν, γιατί αυτά τα άτομα επιβίωναν σε μεγαλύτερα ποσοστά. 

Στον σύγχρονο κόσμο, όμως, η ίδια αυτή ροπή εκτρέπεται, θρέφοντας θεωρίες που υπόσχονται την απλοποίηση της σύνθετης πραγματικότητας. 

Η πεποίθηση ότι μια μυστική ελίτ «ψεκάζει» τον πληθυσμό ή ότι η Γη είναι επίπεδη προσφέρει στον πιστό την ψευδαίσθηση ότι κατέχει τον έλεγχο της γνώσης, ότι γνωρίζει κάτι που οι «μάζες» αγνοούν. Σε περιόδους αβεβαιότητας και υπαρξιακής ανασφάλειας, τέτοιου είδους δοξασίες λειτουργούν ως αναχώματα απέναντι στον φόβο του αγνώστου και στην αδυναμία ελέγχου ενός σύνθετου κόσμου.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ίδιον της σύγχρονης εποχής. Στον Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια της Μαύρης Πανώλης, παρόμοιοι μηχανισμοί άμυνας εκδηλώθηκαν μέσα από θεωρίες συνωμοσίας που απέδιδαν την καταστροφή σε ομάδες «άλλων» - όπως οι Εβραίοι ή οι περιπλανώμενοι ξένοι,  καλλιεργώντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι η τραγωδία είχε αίτιο και άρα μπορούσε, θεωρητικά, να ελεγχθεί. Σε κάθε ιστορική συγκυρία όπου το άγνωστο και το αναπότρεπτο επιβάλλονταν με βία στη συλλογική συνείδηση, ο ανθρώπινος νούς αναζητούσε απεγνωσμένα απλές εξηγήσεις, ακόμη και εις βάρος της αλήθειας. 

Οι θεωρίες συνωμοσίας, επίσης, ευδοκιμούν σε περιβάλλοντα όπου η εμπιστοσύνη πρός τους θεσμούς έχει υπονομευθεί. Η δυσπιστία αυτή, απέναντι σε κυβερνήσεις, επιστημονικά ιδρύματα και μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενσωματωμένη πλέον στην πολιτική κουλτούρα πολλών χωρών, προσφέρει εύφορο έδαφος για την άνθηση του ανορθολογισμού. 

Παρόμοια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στις κοινωνίες της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου η διάβρωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς συνοδευόταν από την άνθηση αφηγημάτων που απέδιδαν τις καταστροφές και τις επιδημίες σε σατανικές συνωμοσίες, σε έργα μαγείας ή στην προδοσία εσωτερικών εχθρών. Καθώς οι παραδοσιακές βεβαιότητες κατέρρεαν, ο συλλογικός νούς αναζητούσε ερμηνείες που θα προσέδιδαν νόημα στο χάος, ακόμη κι άν αυτές δημιουργούσαν νέες μορφές φόβου και διχασμού. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι χριστιανοί, απορρίπτοντας τους παλαιούς θεούς, υπονόμευαν εκ των έσω τη συνοχή του ρωμαϊκού κράτους και προκαλούσαν, ως συνέπεια της ασέβειάς τους, φυσικές καταστροφές και λοιμούς. 

Ομοίως, στην Ευρώπη του Διαφωτισμού, παρά την πρόοδο του ορθολογισμού, η διάχυτη δυσπιστία πρός την Εκκλησία, τη μοναρχία και τα παραδοσιακά συστήματα εξουσίας δημιούργησε ένα πρόσφορο έδαφος για την άνθηση θεωριών συνωμοσίας. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, οι Ιησουίτες συχνά στοχοποιούνταν ως υπεύθυνοι για την χειραγώγηση των ευρωπαϊκών θρόνων, ενώ, αργότερα, η μυστική οργάνωση των Ελευθεροτεκτόνων και, οι περιβόητοι Illuminati της Βαυαρίας κυριάρχησαν στη συλλογική φαντασία ως άμυνα απέναντι στο αβέβαιο και, το αστάθμητο της νέας εποχής. 

Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Richard Hofstadter στην ανάλυσή του για την «παρανοϊκή πολιτική σκέψη,» τέτοιες συνωμοσιολογικές ερμηνείες δεν προκύπτουν από περιθωριακές φαντασιοπληξίες, αλλά συνδέονται άρρηκτα με υπαρξιακές ανασφάλειες και, κοινωνικές μεταβολές. 

Σύμφωνα με μιά άλλη μελέτη του πολιτικού επιστήμονα Joseph Uscinski - American Conspiracy Theories, 2014, η προσχώρηση σε θεωρίες συνωμοσίας συνιστά, σε μεγάλο βαθμό, έκφραση πολιτικής ταυτότητας και κοινωνικής δυσφορίας. Όσο βαθύτερη είναι η αίσθηση αποξένωσης ενός ατόμου από τις κεντρικές δομές εξουσίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να στραφεί σε εναλλακτικές, περιθωριακές αφηγήσεις που, υπόσχονται μιά διαφορετική ερμηνεία της πραγματικότητας. 

Από θεωρητική σκοπιά, το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται μέσα από τη θεωρία του κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με την οποία η περιθωριοποίηση ενισχύει την ανάγκη για εναλλακτικές εξηγήσεις της πραγματικότητας, συχνά με ανορθολογικό περιεχόμενο. Συγχρόνως, νευροψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η απώλεια κοινωνικού κύρους ενεργοποιεί μηχανισμούς άμυνας που, ωθούν το άτομο να ανιχνεύει κρυφές προθέσεις και, εχθρικά σχήματα, ακόμη και εκεί όπου αυτά δεν υπάρχουν. 

Έτσι, η υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο ως αδυναμία κριτικής σκέψης, αλλά και ως σύμπτωμα βαθύτερων κοινωνικών ρηγμάτων και υπαρξιακών ανασφαλειών. 

Η ανάγκη για αίσθηση του ανήκειν παίζει επίσης κρίσιμο ρόλο. Οι διαδικτυακές κοινότητες που τις προωθούν δεν λειτουργούν απλώς ως δίκτυα διακίνησης πληροφοριών, μετατρέπονται σε πυρήνες αλληλεγγύης και, κοινωνικής ταύτισης, προσφέροντας στα μέλη τους ερμηνευτικά σχήματα για την πραγματικότητα, συναισθηματική υποστήριξη και, ενίσχυση της συλλογικής τους ταυτότητας. Τέτοιες αφηγήσεις προσφέρουν στους πιστούς μιά αίσθηση συμμετοχής σε μιά κοινότητα «εκλεκτών,» κατόχων της «αλήθειας,» οι οποίοι αντιστέκονται στη φερόμενη παραπλάνηση και χειραγώγηση των πολλών. 

Ήδη στον Μεσαίωνα, κοινότητες όπως οι Καθαροί, περιχαρακωμένες απέναντι στην κυρίαρχη θρησκευτική εξουσία, στήριζαν την συλλογική τους ταυτότητα στη βεβαιότητα ότι κατείχαν ένα ανώτερο, κρυμμένο νόημα της αλήθειας, το οποίο η «διεφθαρμένη» κοινωνία αδυνατούσε ή αρνιόταν να αποδεχθεί. 

Η ανάγκη του ανήκειν λειτουργεί ως βασικό κίνητρο πίσω από την προσχώρηση σε τέτοιες κοινότητες. Σε περιόδους κοινωνικής αποξένωσης ή αίσθησης περιθωριοποίησης, το να συμμετέχει κανείς σε μιά ομάδα που υπόσχεται αποκαλυπτική γνώση και αντίσταση απέναντι στο κατεστημένο, προσφέρει όχι μόνο αίσθηση νοήματος, αλλά και υπαρξιακή ανακούφιση. 

Τα κοινωνικά δίκτυα, διαμέσου αλγορίθμων που ευνοούν το συναισθηματικά φορτισμένο περιεχόμενο, επιταχύνουν τη διάδοση συνωμοσιολογικών αφηγημάτων. Η ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας υπερβαίνει κατά πολύ την ικανότητα του κοινού να επεξεργάζεται κριτικά όσα προσλαμβάνει. Έτσι, ένα ψευδές αφήγημα μπορεί να εξαπλωθεί με ρυθμούς πολλαπλάσια ταχύτερους από εκείνους μιάς τεκμηριωμένης επιστημονικής διάψευσης, φαινόμενο που έχει περιγραφεί ως «νόμος της πυρκαγιάς της πληροφορίας» - information wildfire effect.

Η τάση αυτή δεν είναι απόλυτα νέα. Στον 19ο αιώνα, με την άνοδο του λαϊκού Τύπου και των φθηνών εφημερίδων -penny press, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδήσεις που βασίζονταν στην υπερβολή, το φόβο και τη σκανδαλοθηρία κέρδιζαν ταχύτατα έδαφος σε βάρος της τεκμηριωμένης ενημέρωσης. Το κοινωνικό ενδιαφέρον στρεφόταν με φυσικότητα πρός το συναισθηματικά φορτισμένο περιεχόμενο, ένα μοτίβο που σήμερα, υπό την αλγοριθμική ενίσχυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. 

Η εξάπλωση ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνωμοσίας ενισχύεται επιπλέον από την επίδραση των προκαταλήψεων επιβεβαίωσης - confirmation bias, οι άνθρωποι τείνουν να δέχονται άκριτα πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις τους, ενώ απορρίπτουν εκείνες που τις αμφισβητούν. 

Στον πυρήνα όλων αυτών των φαινομένων διαγράφεται μιά βαθύτερη υπαρξιακή αλήθεια, ο άνθρωπος προτιμά μιά σκληρή αλλά νοηματοδοτημένη πραγματικότητα από το χάος του τυχαίου. Όπως αναδεικνύει ο Albert Camus, το ανθρώπινο πνεύμα συγκρούεται αδιάκοπα με την παράλογη φύση του κόσμου, ενός κόσμου όπου κανένα εγγενές νόημα δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Αντί να αποδεχθεί παθητικά αυτό το κενό ο άνθρωπος επαναστατεί, αναζητώντας επίμονα σκοπό, σχέδιο και αιτία, ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει. 

Αντίστοιχα, στη φιλοσοφία του Søren Kierkegaard, τα "άλγη της ελευθερίας" - το υπαρξιακό άλγος που απορρέει από τη συνειδητοποίηση της ευθύνης και της απουσίας προδιαγεγραμμένων βεβαιοτήτων, προβάλλει ως θεμελιώδες βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης. 

Σε αυτό το πλαίσιο, οι θεωρίες συνωμοσίας, όσο παράλογες κι άν φαίνονται, λειτουργούν ως βάλσαμο, προσφέροντας ανακούφιση, ότι τίποτε δεν είναι πραγματικά τυχαίο· ότι ακόμη και οι πλέον χαοτικές δυνάμεις υπηρετούν έναν σκοπό, έστω κι άν αυτός ο σκοπός αποδίδεται σε κρυφές, σκοτεινές δυνάμεις. 

Έτσι, το παράλογο του κόσμου εξημερώνεται, η άβυσσος του τυχαίου γίνεται συνεκτικό αφήγημα και, το βαθύ άλγος της ύπαρξης καταλαγιάζει μέσα στην παρηγορητική ψευδαίσθηση συλλογικών βεβαιοτήτων. 

Η αντίσταση στο παράλογο δεν πραγματώνεται μέσω της περιφρόνησης ή της αυθαίρετης επιβολής, αλλά μέσα από την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και, της πνευματικής ταπεινοφροσύνης. Η αποδοχή της αβεβαιότητας, της πολυπλοκότητας της πραγματικότητας και της, συχνά, επώδυνης αλήθειας, προϋποθέτει γενναιότητα. Δεν αρκεί να γνωρίζουμε· πρέπει να αντέχουμε τη γνώση. 

Η πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας δεν συνιστά απλώς ένδειξη ελλιπούς νοημοσύνης, αλλά αντανακλά μιά ανθρώπινη, βαθιά υπαρξιακή αντίδραση απέναντι σε έναν κόσμο που σπανίως παρέχει τις απόλυτες βεβαιότητες τις οποίες επιζητούμε.


*H Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός