Η εννοιολογική διάκριση μεταξύ φορολογικών συντελεστών και φορολογικών εσόδων συνιστά θεμέλιο λίθο της δημοσιονομικής θεωρίας και διδάσκεται εξαρχής στο πλαίσιο της οικονομικής επιστήμης ως απαραίτητη συνθήκη για την κατανόηση της φορολογικής πολιτικής.
Παρά ταύτα, η εν λόγω διάκριση συχνά παραβλέπεται ή συγχέεται, με αποτέλεσμα να καταστρατηγούνται τα όρια μεταξύ τεχνοκρατικής ορθότητας και ιδεολογικής ρητορικής.
Ενδεικτική είναι η στάση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, ενώ αξιώνει ενίσχυση των μέτρων στήριξης, ταυτόχρονα καταγγέλλει την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Η αμφίσημη αυτή στάση μαρτυρεί απλώς την άρνηση της αποδοχής των δομικών αρχών που διέπουν τη φορολογική διαχείριση στο πλαίσιο μιας σύγχρονης και δημοσιονομικά υπεύθυνης πολιτείας.
Η υπόθεση ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών δύναται να οδηγήσει σε αύξηση των συνολικών φορολογικών εσόδων, τεκμηριώθηκε θεωρητικά ήδη από τη δεκαετία του 1970, με τη λεγόμενη καμπύλη του Laffer. Το εν λόγω θεωρητικό σχήμα αποτυπώνει τη μη γραμμική σχέση μεταξύ φορολογικών συντελεστών και κρατικών εσόδων, αναδεικνύοντας την ύπαρξη ενός κρίσιμου σημείου καμπής, πέραν του οποίου η περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης καθίσταται αντιπαραγωγική.
Ειδικότερα, η υπερφορολόγηση τείνει να αναστέλλει την οικονομική δραστηριότητα, να υπονομεύει την επιχειρηματική πρωτοβουλία και να ενισχύει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή, με συνέπεια τη συρρίκνωση των δημοσίων εσόδων.
Η εφαρμογή της εν λόγω θεωρίας σε ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η φορολογική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Reagan στις Ηνωμένες Πολιτείες ή οι μεταρρυθμίσεις του Schröder στη Γερμανία, μαρτυρούν ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών συνοδεύθηκε από διεύρυνση της φορολογικής βάσης και, τελικώς, από αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων.
Το αίτημα για ενίσχυση των κοινωνικών παροχών, είτε πρόκειται για επιδόματα είτε για αύξηση των δημόσιων δαπανών, καθίσταται πολιτικά θεμιτό μόνον εφόσον εντάσσεται σε ένα συνεκτικό και δημοσιονομικά ισόρροπο πλαίσιο χρηματοδότησης. Εν προκειμένω, το ΠΑΣΟΚ στιγματίζει την αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ένδειξη υπερβολικής φορολογικής επιβάρυνσης, αφετέρου διατυπώνει αιτήματα για κοινωνικές παρεμβάσεις των οποίων η υλοποίηση προϋποθέτει ακριβώς τα έσοδα που καταγγέλλει.
Η ρητορική αυτή θυμίζει την περίοδο των ελλειμμάτων της δεκαετίας του 1980, όπου ο συνδυασμός παροχών χωρίς δημοσιονομικό αντίκρισμα οδήγησε στη δημοσιονομική κατάρρευση και στον εξωτερικό δανεισμό. Οι πολιτικές υποσχέσεις χωρίς οικονομικό αντίκρισμα δεν συνιστούν απλώς ένδειξη επιπολαιότητας, αποτελούν έκφραση διαρκούς ανευθυνότητας που υπονομεύει τη σταθερότητα των δημοσίων λογαριασμών.
Η ευημερία μιας χώρας δεν εδράζεται σε κάποιο αυτόματο υπόστρωμα πλούτου. Αντιθέτως, αποτελεί το αποτέλεσμα συγκεκριμένων θεσμικών επιλογών, παραγωγικής προσπάθειας και διαχρονικής δημοσιονομικής συνέπειας. Η επίκληση σε μια ανεξάντλητη πηγή εθνικού πλούτου, ανεξαρτήτως πραγματικών δυνατοτήτων και παραγωγικών όρων, συνιστά όχι μόνον οικονομική αυταπάτη αλλά και πολιτικό ευσεβοποθισμό, ο οποίος απεκδύεται της ευθύνης του ρεαλιστικού σχεδιασμού υπέρ μιας βολικής, πλην κενής, λαϊκιστικής ρητορικής.
Κάθε μέτρο στήριξης προϋποθέτει ή αναδιανομή, δηλαδή μεταφορά από άλλους, ή ανάπτυξη, δηλαδή αύξηση του ΑΕΠ, ή δανεισμό, δηλαδή επιβάρυνση των μελλοντικών γενεών.
Ο κ. Ανδρουλάκης δεν έχει εξηγήσει, με συγκεκριμένα στοιχεία, πώς το κόμμα του θα επιτύχει τη χρηματοδότηση των μέτρων που προτείνει. Αν υπονοεί φορολόγηση του «πλούτου», θα πρέπει να καθορίσει ποιοι θεωρούνται πλούσιοι, ποια η φορολογητέα ύλη και ποια η αποδοτικότητα της πρότασης.
Ο μόνος ορθολογικός τρόπος να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών είναι η ανάπτυξη της οικονομίας, η μείωση της ανεργίας, η επέκταση της παραγωγικής βάσης και η πάταξη της φοροδιαφυγής.
Σε μια οικονομία που λειτουργεί αποτελεσματικά τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται όχι επειδή αυξάνεται ο φορολογικός ζυγός, αλλά επειδή περισσότεροι συμμετέχουν στο παιχνίδι.
Παραδείγματα ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιρλανδία και η Εσθονία, επιβεβαιώνουν ότι το κρίσιμο δεν είναι πόσο φορολογείς, αλλά ποιον και πώς. Μόνον έτσι θα μπορέσει η χώρα να πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εισοδήματος, χωρίς να υποπέσει ξανά στο σφάλμα των λεφτόδεντρων.
*Η Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός.