Δυο μόλις μήνες πριν και με τα Τέμπη να έχουν εξαντλήσει πια τη δυναμική τους, η κυβερνητική παράταξη περνούσε άνετα τον πήχη του 30-31% σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις, στην εκτίμηση ψήφου.
Καθόλου κακή επίδοση για μια κυβέρνηση που βρίσκεται στο μέσον της δεύτερης θητείας της, μετρώντας 6 συνολικά χρόνια στην εξουσία.
Δυο μήνες μετά, και με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ να έχει μεσολαβήσει, η κυβέρνηση χάνει 3 περίπου μονάδες σε όλες τις μετρήσεις.
Πήγαμε δηλαδή από το δόξα τω Θεώ, στο βοήθα Παναγιά.
Ο κόσμος έχει εξοργιστεί και δικαίως.
Όσο κι αν η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι «αυτά πάντα γινόντουσαν στην Ελλάδα», όσο κι αν στην υπόθεση είναι αναμφισβήτητα μπλεγμένοι και πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ κυρίως αλλά και του Σύριζα, όσο κι αν οι αρπαχτές στις κοινοτικές επιδοτήσεις δεν είναι αμιγώς ελληνικό φαινόμενο καθώς η ευρωπαϊκή εισαγγελία ερευνά 2.666 τέτοιες υποθέσεις σε 24 συνολικά χώρες, το σκάνδαλο έκανε ζημιά στην κυβέρνηση θαμπώνοντας την εικόνα του λεγόμενου επιτελικού κράτους.
Το απόστημα δεν έσπασε παρά μόνο όταν η μπόχα έφτασε στο απροχώρητο.
Η ολιγωρία υπήρξε κραυγαλέα και δικαιολογίες δεν χωρούν σε καμιά περίπτωση.
Το «αποτύχαμε» του πρωθυπουργού, τα είπε άλλωστε όλα και παρ’ότι ήταν ειλικρινές, η κυβέρνηση είναι έκτοτε με την πλάτη στον τοίχο και αναγκασμένη να απολογείται σχεδόν καθημερινά.
Η αντιπολίτευση δεν άφησε φυσικά την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη.
Αλλά ως συνήθως έχασαν το μέτρο και εξετράπησαν σε ακρότητες και ασχήμιες. Τόσο μπορούν, τόσο κάνουν. Εκφράσεις όπως «εγκληματική οργάνωση», «καμόρα», «συμμορία» κλπ εκτός του ότι είναι πρωτοφανείς στην Μεταπολίτευση και αποκρουστικές για τον πολύ κόσμο, δεν αποδίδουν σε καμιά περίπτωση την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι κάποιοι επιτήδειοι καρπώνονταν χρήματα εξαπατώντας, με την κάλυψη όμως όλου ή σχεδόν όλου του πολιτικού συστήματος εδώ και τουλάχιστον μια 15ετια.
Και παρ’ότι το σκάνδαλο ήταν αναμφισβήτητα διαχρονικό, παρ’ότι και οι προηγούμενοι άφησαν το πάρτι να συνεχίζεται όταν κυβερνούσαν, η κυβέρνηση είναι αυτή που φέρει την ευθύνη σε κάθε περίπτωση καθώς και η ίδια το άφησε κι αυτή να εξελίσσεται και παρακολουθούσε απαθής.
Υπάρχει λοιπόν αναμφισβήτητη κυβερνητική φθορά αλλά το παράδοξο είναι ότι δεν εισπράττεται από την αντιπολίτευση σε καμιά περίπτωση. Μεγαλώνει παρ’όλα αυτά ανησυχητικά η μερίδα αυτών που δηλώνουν απογοητευμένοι η έστω αναποφάσιστοι.
Και για να πειστούν αυτοί οι άνθρωποι χρειάζεται δουλειά και σοβαρότητα για να αντιστραφεί το κλίμα.
Η πολιτική κατάσταση είναι άσχημη, τοξική και γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκη.
Υπάρχει κόπωση και στην κυβέρνηση αλλά και στην κοινωνία και το «ναι αλλά οι άλλοι είναι χειρότεροι», δεν πείθει πια. Ο κόσμος δεν ψάχνει απλά για λιγότερο κακούς η έστω μέτριους αλλά για ανθρώπους που είναι κατάλληλοι να κάνουν τη δουλειά.
Η κατάσταση αρχίζει και θυμίζει το μέσον της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης Σημίτη όπου η φθορά ήταν επίσης προφανής και έγινε στο τέλος μη αναστρέψιμη. Η διαφορά ήταν ότι τότε υπήρχε για πολύ κόσμο η επιλογή του Κώστα Καραμανλή, άσχετα αν στο τέλος αποδείχθηκε κι αυτή καταστροφική. Τώρα με τον πολυκερματισμό και την αναξιοπιστία της αντιπολίτευσης, δεν υπάρχει ούτε καν αυτό.
Κι όλα αυτά μέσα σ ’ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει ραγδαία προς το χειρότερο και ευνοεί το δίκαιο του ισχυρού, με ατέλειωτες συρράξεις όχι πολύ μακριά από μας και μ ’έναν δύστροπο γείτονα απέναντι που δεν δείχνει καμιά διάθεση συνεννόησης για μια πολιτισμένη επίλυση των όποιων διαφορών.
Χρόνος πάντως ακόμα υπάρχει. Και δυο χρόνια μέχρι τις επόμενες εκλογές, στην πολιτική είναι αιωνιότητα. Η οικονομία πάει καλά, η ανεργία πέφτει, τα μεγάλα δημόσια έργα προχωρούν και παραδίδονται το ένα μετά το άλλο, τα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας αναβαθμίζονται με ρυθμό εντυπωσιακό, οι ένοπλες δυνάμεις ισχυροποιούνται, η χώρα αλλάζει πίστα και ανεβαίνει επίπεδο.
Ο κόσμος αποστρέφεται την τοξικότητα και διψάει για θετικές ειδήσεις. Και στο χέρι της κυβέρνησης αυτής είναι ν ‘αλλάξει την ατζέντα. Αλλά με τους σωστούς ανθρώπους κι όχι με φθαρμένα πρόσωπα.
Διαφορετικά, και αν επικρατήσει η γνωστή αυτοκαταστροφικότητα, είμαστε χαμένοι από χέρι. Η Ελλάδα ούτε Βέλγιο είναι, ούτε Ολλανδία για ν ‘αντέξει σε περιβάλλον πολιτικής αστάθειας ή πόσο μάλλον ακυβερνησίας. Και όποτε συνέβη αυτό, το πληρώσαμε πανάκριβα.