Του Γιάννη Σιδέρη
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση επιφυλάσσει στο μετρό τύχην προπαγανδιστικού μηχανισμού για το έργο της.
Ήταν Καλοκαίρι του ''15, στην πολιτική ζωή κυριαρχούσε, υπό την προμετωπίδα της εθνικής υπερηφάνειας, η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Γιάνη. Ο αντιγερμανισμός ήταν στο αποκορύφωμά του, στις τάξεις των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ ηχούσε ακόμη ως εξαίσια μουσική το… ασυμβίβαστο go home madam Merkel, η Ελλάδα έβγαινε από τη λήθη. Η Ελλάδα θυμόταν - και οι νεότεροι μάθαιναν - ότι οι γερμανοί μας χρωστάνε τα μύρια όσα, ο Λαφαζάνης αιτούσε τα χρέη των Γερμανών προς εμάς να μπουν στον προϋπολογισμό της χώρας, (προφανώς για να καταστεί πιο ελλειμματικός), και ο Κώστας Ήσυχος, αναπληρωτής υπουργός Άμυνας τότε, με την αποδοχή του υπουργού του κ. Καμμένου, διέπραξε το ανοσιούργημα:
Στις οθόνες του μετρό, εκεί που ανακοινώνονται οι εξαφανίσεις ηλικιωμένων, άρχισαν να περνούν εικόνες πόνου, ερειπίων και θανάτου. Εικόνες από τη θανατερή δράση των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.
Αν ήταν συνυφασμένη η παρουσίαση με μέρες ιστορικής μνήμης, όπως ας πούμε την περίοδο της 28ης Οκτωβρίου, θα ήταν δικαιολογήσιμο και επικροτήσιμο. Θα λειτουργούσε συγκινησιακά και συνειδητοποιητικά, για τα ολέθρια αποτελέσματα που επέφεραν τα ναζιστικά στίφη στη χώρα. Όμως τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, συνέβαινε κάτι άλλο: Η κυβέρνηση εργαλιοποίησε τους νεκρούς, εντάσσοντας επικοινωνιακά την μνήμη τους στην αντιμνημονιακή της προπαγάνδα.
Έτσι ο γράφων είδε την διάσημη φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα από το Δίστομο (η φωτογραφία ήταν διάσημη γιατί τον Σεπτέμβριο του 44, είχε γίνει εξώφυλλο στο περιοδικό life, συγκινώντας το παγκόσμιο κοινό). Το πρόσωπό της, ολόκληρο ένας μορφασμός πόνου, καθώς είχε χάσει και τους δυο γονείς της στη σφαγή, να παρελαύνει ως προπαγανδιστικό οπτικό τεκμήριο, στον ευκαιριακό αντιγερμανισμό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ!
Εδώ ζητείται συγνώμη από τον αναγνώστη για τον προσωπικό τόνο της παραγράφου, αλλά επιβάλλεται, αφενός για να εξηγηθεί η προσωπική αναφορά, αφετέρου για να καταδειχθεί η αξεπέραστη υπόγεια προπαγανδιστική μηχανή του ΣΥΡΙΖΑ: Στην σφαγή του Διστόμου εσφάγησαν η μάνα του πατέρα (του γράφοντος), η αδερφή του και το αβάπτιστο κοριτσάκι της. Εξ'' αυτού, από προσωπική ευαισθησία, θεώρησε ανίερη πράξη, ιεροσυλία και τυμβωρυχία, την χρησιμοποίηση των νεκρών ως επικοινωνιακό όπλο του αψίκορου αντιγερμανισμού του κυβερνητικού επιτελείου. Οι νεκροί ανασύρθηκαν για να γίνουν πρόσκαιρο χυδαίο εργαλείο των δήθεν αντιμνημονιακών παιχνιδιών της κυβέρνησης, προκειμένου αυτή να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση υπέρ των ανεδαφικών απόψεών της - ανεδαφικών όπως, δια της ύστερης πράξης της, αποδείχτηκαν. Ο γράφων «τόλμησε» στα social media να επικρίνει τη συγκεκριμένη ενέργεια. Δέχτηκε θύελλα επιθέσεων, και οι πιο… ευγενείς χαρακτηρισμοί που εισέπραξε, από εντεταλμένα συριζαίικα trolls, ου μην και συριζαίους οπαδούς, ήταν «προδότης» και «γερμανοτσολιάς».
Σε αυτό το κοινωνικό υπόστρωμα απευθύνονται οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και αυτό κάνει αποδεκτό το νέο προπαγανδιστικό εγχείρημα στο μετρό. Ήδη υπάρχουν εκπεφρασμένες γνώμες, που δικαιολογούν τη νέα επικοινωνιακή εξόρμηση στο μετρό, χαρακτηρίζοντάς την ως θετική, αφού θα ενημερώνεται ο κόσμος για τον καιρό και τα σημαντικά γεγονότα της ημέρας, και όσοι αντιδρούν είναι αυτοί που θέλουν το λαό χωρίς ενημέρωση!
Με τέτοιο δεκτικό κοινωνικό έδαφος, γιατί να μη γίνει πιστευτή και η δήλωση του εντεταλμένου του Τσίπρα στον ΔΟΛ, του κ. Μουλόπουλου, ο οποίος δήλωσε στον 9,84: «Ο ΔΟΛ δεν πρόκειται να γίνει όργανο του ΣΥΡΙΖΑ; Η κριτική, είπε, απέναντι στην κυβέρνηση θα συνεχιστεί, αυτός είναι ο ρόλος των Μέσων Ενημέρωσης. Απλώς η κριτική δεν πρέπει να είναι του πεζοδρομίου»!!
Εντυπωσιακός ο όψιμος μικροαστικός καθωσπρεπισμός του νέου διαχειριστή του μεγάλου εκδοτικού συγκροτήματος. Ένα κόμμα που διογκώθηκε - και είναι τιμητικό αυτό - διά του αγωνιστικού πεζοδρομίου, εκεί που σφυρηλατείται η κοινωνική και πολιτική συνείδηση, εκεί που το άτομο συμμετέχει στα συλλογικά δρώμενα, που ενδεχομένως γίνεται καταλύτης πολιτικών εξελίξεων - και εν δυνάμει συνδημιουργός της ιστορίας - εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε τις βάσεις για να ανέλθει στην εξουσία, τώρα μοιάζει να αποποιείται το πεζοδρόμιο και την κριτική του. Κάπως σα να αποποιείται τον εαυτό του!
Προς θεού, η στήλη δεν - έχει δικαίωμα να - κρίνει τα εσωτερικά του ΔΟΛ. Κρίνει τη φράση «κριτική πεζοδρομίου», που εκπέμπεται από ένα άτυπο μεν, υψηλότατο δε, στέλεχος, και στην περίπτωση που δεν είναι προσωπική του άποψη (και τέτοιες απόψεις σε τέτοια φάση, δεν εκφράζονται τυχαία από δοκιμασμένους και πολύπειρους δημοσιογράφους, όπως είναι ο κ. Μουλόπουλος). Κρίνει στο μέτρο που είναι - αν είναι - η νέα άποψη της κυβέρνησης. Με ποια μέτρα, πότε και ποιος, υπό ποία ιδιότητα, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μια κριτική ως πεζοδρομιακή, να την απαξιώσει, και ως τέτοια να την αναστείλει ή να την καταστείλει;
Και γιατί να μην χαρακτηρισθεί κάθε κριτική ως τέτοια;