Το ύψος των αποθεμάτων στην ελληνική οικονομία
Π. Πετράκης - Π. Κωστής

Το ύψος των αποθεμάτων στην ελληνική οικονομία

Το σημείωμα αυτό συνεισφέρει στην συζήτηση των τελευταίων ημερών σχετικά με το ύψος των αποθεμάτων στην Ελληνική οικονομία. Οι μεταβολές στα αποθέματα επηρεάζουν άμεσα ΑΕΠ και την αναπτυξιακή εικόνα και γι’ αυτό έχουν και ευρύτερη σημασία.

Το θέμα έχει δύο διαστάσεις: μία καθαρά τεχνική για την οποία υπάρχει πλέον ένας σχολιασμός από την ΕΛΣΤΑΤ και μία οικονομική με την οποία ασχολείται το παρόν σημείωμα. Να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση των μεταβολών των αποθεμάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και καλό θα ήταν να λαμβάνει υπόψη της την θεωρία της επιχείρησης και την χρηματοοικονομική διότι διαφορετικά μπορεί να οδηγηθεί ο αναλυτής σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Έτσι θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η χρησιμοποίηση των φυσικών αποθεμάτων ως μέσο διαχείρισης του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας είναι περισσότερο συχνά χρησιμοποιούμενη σε λιγότερο χρηματοοικονομικά ανεπτυγμένες οικονομίες. Αντιθέτως οι προηγμένες οικονομίες διαθέτουν περισσότερα (χρηματοοικονομικά) μέσα «ασφάλισης» (hedging) απέναντι στις διακυμάνσεις των τιμών.

Κατά τη δεκαετία του 2000 αρχίζουν να εμφανίζονται στο ύψος των αποθεμάτων μεγαλύτερες διακυμάνσεις με αξιόλογες κορυφώσεις 5% με 6% του ΑΕΠ. Τα τελευταία χρόνια, η τάση δείχνει μια άνοδο στα διακρατούμενα αποθέματα και διαμορφώνονται σταθερά πάνω από 2%.

Tα τελευταία τρίμηνα τα αποθέματα έχουν αυξηθεί. Το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2024 έφτασαν στο 4,3%, το τέταρτο τρίμηνο του 2024 στο 3,41% και το πρώτο τρίμηνο του 2025 στο 4,36%, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μάλιστα, η τιμή για το πρώτο τρίμηνο του 2025 αποτελεί τη δεύτερη υψηλότερη από το 2008 έως και σήμερα αφού το πρώτο τρίμηνο του 2020 τα αποθέματα είχαν φτάσει στο 5,04% του ΑΕΠ με Covid και πληθωρισμό να έχει προκαλέσει αναστάτωση στις γραμμές εφοδιασμού. 

Ανατρέξαμε σε τριμηνιαία στοιχεία από το 1980 μέχρι και σήμερα και εξετάσαμε τις σχέσεις των αποθεμάτων με το επίπεδο του πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. 

Διαπιστώνεται μια σταθερή και έντονα αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στον πληθωρισμό και στο μέγεθος των αποθεμάτων. Με άλλα λόγια όταν πέφτει ο πληθωρισμός, όπως τώρα, αυξάνονται τα αποθέματα. Αυτό ισχύει από το 1980. Εξετάζοντας τη συσχέτιση αυτή με χρονικές καθυστερήσεις (lags) έως και πέντε τρίμηνα, καταλήγουμε στο ότι η αρνητική σχέση γίνεται ακόμη πιο έντονη. Η συσχέτιση ξεκινά περίπου από –0,62 χωρίς καθυστέρηση και φτάνει έως –0,66 όταν εξετάζουμε τρία έως τέσσερα τρίμηνα αργότερα.

Προφανώς οι επιχειρήσεις αξιοποιώντας την χρηματοδοτική δυνατότητα που τους δίνει ο πληθωρισμός αυξάνουν τις αποθεματοποιήσεις τους. Αντιθέτως όταν εκτιμούν ότι μειώνεται ο πληθωρισμός (αλλά πάντως δεν έρχεται αποπληθωρισμός) μειώνουν τα αποθέματά τους. Εξάλλου εφόσον δεν προβλέπεται να υπάρξουν ιδιαίτερες πιέσεις κόστους, οι επιχειρήσεις παράγουν περισσότερο χωρίς να φοβούνται ότι τα προϊόντα που δεν θα πουληθούν άμεσα θα χάσουν την αξία τους. 

Επιπροσθέτως όταν υπάρχουν πρόσφατες εμπειρίες μεγάλων κρίσεων όπως το πρόσφατο πληθωριστικό σοκ, ανεξαρτήτως εάν μπορεί να λειτούργησε θετικά για τα κέρδη των επιχειρήσεων και ταυτοχρόνως υπάρχουν περιορισμένες πηγές χρηματοδότησης οι επιχειρήσεις οδηγούνται σε μια «αμυντική» στάση, δηλαδή στην τάση να διατηρούν υψηλότερα αποθέματα ως ασφάλεια απέναντι σε πιθανές αναταράξεις ή ελλείψεις. Βεβαίως στη συνέχεια οι επιχειρήσεις εξομαλύνουν την διαχείριση των αποθεμάτων τους (βλέπε 2025).

Το θέμα πάντως δεν αποκλείεται να κρύβει και ορισμένους παράγοντες που να σχετίζονται με τον επίμονο πληθωρισμό στην Ελληνική οικονομία αφού η μείωση των αποθεμάτων που φαίνεται να πραγματοποιήθηκε κερδοφόρα μέσα στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2025, έγινε σε ελαφρά αυξημένες τιμές σε σύγκριση με την απόκτησή τους.

Συνεπώς τα αυξημένα αποθέματα είναι επιχειρηματικά δικαιολογημένα και διατηρούν ακριβώς την ίδια συμπεριφορά από το 1980.


*Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

*Ο Παντελής Χ. Κωστής είναι Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών