Του Βασίλη Γεώργα
Στο Eurogroup της 22ας Μαΐου η Ελλάδα θα κερδίσει «κάτι» για το χρέος, αλλά πιθανόν αυτό δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά από «αξιόπιστες δεσμεύσεις» και παραδοχές των ευρωπαίων δανειστών για το πώς θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στο μέλλον.
Παρά τις προσδοκίες που επιχειρείται να καλλιεργηθούν στο εσωτερικό ότι βρισκόμαστε κοντά στη στιγμή της αλήθειας για το χρέος ενόψει της ολοκλήρωσης του τρίτου προγράμματος, οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι τόσο ευαίσθητες πολιτικά και τόσο σύνθετες τεχνικά, ώστε σε κάθε περίπτωση αναμένεται πως θα εξειδικευτούν και θα ποσοτικοποιηθούν πολύ αργότερα από τις γερμανικές εκλογές, και ενδεχομένως μετά από την προβλέψιμη θητεία της σημερινής κυβέρνησης.
Αυτό που σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, θα γίνει στο επόμενο Eurogroup είναι να επιχειρηθεί μια συμφωνία μεταξύ ευρωζώνης και ΔΝΤ επί των κοινών παραδοχών που θα πρέπει να εμπεριέχονται στις νέες εκθέσεις βιωσιμότητας του χρέους (DSA). Δηλαδή να συμφωνηθούν οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας μεσοπρόθεσμα, τα επίπεδα του πληθωρισμού, η απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων που θα ληφθούν, να προσδιοριστεί ο χρόνος διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων (σ.σ: 3,5% για τουλάχιστον μια πενταετία), να συνυπολογιστεί η επίπτωση των βραχυπρόθεσμων παρεμβάσεων ελάφρυνσης χρέους που ήδη δρομολογήθηκαν, να συμφωνηθούν οι νέοι στόχοι για τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, κλπ
Όλα τα παραπάνω αποτελούν κρίσιμες ψηφίδες στο κάδρο της δυναμικής εξέλιξης του ελληνικού χρέους, και με βάση αυτές παραδοχές θα γίνει το επόμενο βήμα, για το οποίο χθες μίλησε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Christine Lagarde: ήτοι ο περαιτέρω προσδιορισμός συγκεκριμένων μέτρων που θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται μετά το 2018.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα σηματοδοτήσει μια νέα «καθυστέρηση» για την Ελλάδα. Υπάρχει η άποψη πως όσο δεν αντιμετωπίζεται γρήγορα και αποτελεσματικά το θέμα του χρέους, τόσο πιο κοντά στο επόμενο μνημόνιο χρηματοδότησης θα έρχεται η χώρα ή τόσο πιο μακριά από την επόμενη μέρα του ευρώ θα βαδίζει.
Η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να είναι υπερβολική, αλλά δεν παύει να είναι μια πραγματικότητα. Η επόμενη μέρα για την Ελλάδα μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018 δεν έχει αποφασιστεί ακόμη και θα είναι συνάρτηση των ισορροπιών στην Ευρώπη μετά τον εκλογικό κύκλο του 2017 και των σχεδίων για τις διαφορετικές ταχύτητες που θα ενεργοποιηθούν το 2019 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπλέον, μια κλωτσιά στο τενεκεδάκι των αποφάσεων για τον επόμενο χρόνο, θα έφερνε σε ακόμη πιο δυσχερή θέση την ελληνική κυβέρνηση η οποία θα πρέπει να δικαιολογήσει στους βουλευτές και τους πολίτες γιατί δέχθηκε να μειώσει συντάξεις και μισθούς από το 2019, χωρίς να έχει αποσπάσει συγκεκριμένη λύση στο χρέος όπως ισχυρίζεται. Η προσπάθεια του πρωθυπουργού να διαχειριστεί πολιτικά μια ακόμη «αστοχία» των προσδοκιών που συστηματικά καλλιέργησε, περιορίζεται στην άνευ ουσίας απειλή ότι δεν θα δεχθεί να εφαρμόσει τα μέτρα που θα ψηφίσει, αν δεν εφαρμοστούν παράλληλα το 2018, τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους…
Εγγυήσεις και μεταρρυθμίσεις τώρα, χρέος μετά
Η άτυπη συμφωνία που σύμφωνα με κάποιες πηγές έχει επιτευχθεί σε αυτή τη συγκυρία μεταξύ Γερμανίας και Διεθνούς Νομισματικού, λέγεται ότι για μια ακόμη φορά περιορίζεται μόνο στην παροχή «εγγυήσεων» και όχι στην αναλυτική εξειδίκευση αποφάσεων, όπως περιμένει για πολιτικούς λόγους, να δει η κυβέρνηση Τσίπρα.
Μένει να βρεθεί ο τρόπος ώστε αυτές οι εγγυήσεις να θεωρηθούν επαρκείς ώστε να εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ η χρηματοδοτική συμμετοχή στο πρόγραμμα, και σε παράλληλο χρόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να νομιμοποιηθεί να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Το ερώτημα είναι σε ποιο σημείο θα βρεθεί η χρυσή τομή ώστε ΕΚΤ και ΔΝΤ να μπορούν να δικαιολογήσουν την έκδοση θετικών πιστοποιητικών βιωσιμότητας χρέους χωρίς να έχουν στα χέρια τους πολλά περισσότερα χειροπιαστά στοιχεία από όσα είχαν και τον Μάιο του 2016.
Σύμφωνα με την πλευρά Schaeuble, αυτό προϋποθέτει ότι το ΔΝΤ θα χρειαστεί να αναθεωρήσει θετικά τις απαισιόδοξες προβλέψεις του για τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας και τη δυνατότητα της οικονομίας να παράγει επί μακρόν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Η συμφωνία της Αθήνας να λάβει πρόσθετα μέτρα 2% του ΑΕΠ το 2019-2020 ώστε να «κλειδώσει» τους στόχους για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αποτελεί επί της ουσίας την παραδοχή ότι η επόμενη έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα είναι πιο θετική. Ο εκπρόσωπος του Ταμείου Jerry Rice παραδέχθηκε την περασμένη Πέμπτη ότι «η ελάφρυνση του χρέους θα είναι συμπληρωματική στα δημοσιονομικά μέτρα», υπονοώντας ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα μπορεί να δημιουργεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ανάγκες ελάφρυνσης του χρέους περιορίζονται.
Ακόμη και αν μεταξύ της εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον στις 21 Απριλίου και του επόμενου προγραμματισμένου Eurogroup στις 22 Μαΐου, αποσαφηνιστούν ορισμένες πτυχές των εισηγήσεων που βρίσκονται στο τραπέζι και ειδικότερα για το πώς θα εξομαλυνθούν οι ιδιαίτερα φουσκωμένες πληρωμές της περιόδου 2022-2026, η όποια συμφωνία υπάρξει μεταξύ ΔΝΤ και ευρωζώνης, αναμένεται ότι θα είναι κομμένη ραμμένη στα μέτρα του Βερολίνου.
Αυτό έχει ήδη προεξοφληθεί μέσα από τις διαρροές ότι βάση συζήτησης για τα πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδας είναι η διατήρησή τους στο 3,5% τουλάχιστον για μια πενταετία μέχρι το 2023 αν όχι περισσότερο, όσο και στην απορριπτική απάντηση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στην πρόταση του ΔΝΤ για αναστολή πληρωμής των τόκων στα δάνεια του EFSF επί 30-40 χρόνια, με το επιχείρημα ότι θα ισοδυναμούσε με ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης άνω των 150 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα.
Θα μπορούσε κανείς εύκολα να επιρρίψει την αποκλειστική ευθύνη στις πολιτικές σκοπιμότητες του Βερολίνου για το γεγονός ότι ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, καθυστερεί εσκεμμένα τις αποφάσεις.
Ωστόσο η υπόθεση του ελληνικού χρέους έχει αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με ένα Eurogroup, ούτε μόνο σε μία χρονιά ή στην θητεία μιας και μόνο κυβέρνησης.
Από τη στιγμή που η μόνη «καθαρή λύση» της διαγραφής μέρους του χρέους έχει απορριφθεί από την ευρωζώνη για το ορατό μέλλον, οι εναλλακτικές περιορίζονται σε τεχνικές παρεμβάσεις που θα διαρκέσουν για πολλά χρόνια και θα βρίσκονται πάντα σε στενή συνάρτηση με την πορεία της οικονομίας, και όχι με το ποια κυβέρνηση είναι κάθε φορά στο τιμόνι.