Τα πάθη της ελληνικής βιομηχανίας

Τα πάθη της ελληνικής βιομηχανίας

Το ενεργειακό κόστος αποτελούσε κάποτε το 30% του κόστους παραγωγής για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, όντας από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Τώρα φτάνει και στο 60% ανάλογα με την επιχείρηση. Οι πρώτες ύλες υπό κανονικές συνθήκες ήταν το 20%, όταν σήμερα ξεπερνούν ακόμη και το 50%. Τα μεταφορικά εντός Ελλάδας συμμετείχαν στην αλυσίδα παραγωγής με 5%, έναντι 8% σήμερα. Είναι η τέλεια καταιγίδα για την ελληνική βιομηχανία που άντεξε στις προηγούμενες κρίσεις και την πανδημία αλλά σήμερα αδυνατεί να διαχειριστεί το πρωτοφανές ενεργειακό κόστος, το οποίο τη μία μέρα υποχωρεί και την άλλη εκτινάσσεται, θυμίζοντας μετοχές ακραίας περιφέρειας και εμποδίζοντας κάθε σοβαρό σχεδιασμό.

Από το χαρτί και τη συσκευασία έως την παραγωγή προϊόντων αλουμινίου και την κλωστοϋφαντουργία, η αγορά μιλά για επιβαρύνσεις στο τελικό προϊόν από 20% μέχρι και 60% συγκριτικά με το 2020. Τα πάθη της βιομηχανίας ξεκινούν από το ενεργειακό κόστος που έχει αυξηθεί τέσσερις φορές το τελευταίο χρόνο, τις πρώτες και δεύτερες ύλες που έχουν ανατιμηθεί ακόμη και 300%, τα ανταλλακτικά, και συνεχίζουν με τις ρωγμές στην εφοδιαστική αλυσίδα, την απουσία φορτηγών μεγάλων αποστάσεων στην Ευρώπη, επηρεάζοντας τις παραδόσεις, απομυζώντας ρευστότητα και κοκκινίζοντας ισολογισμούς.

Στην πράξη η αγορά συνειδητοποιεί ότι πρέπει να μάθει να ζει με υψηλές ενεργειακές τιμές και να ξεχάσει για τα επόμενα ένα - δύο χρόνια τις τυπικές τιμές φυσικού αερίου των 15- 30 ευρώ η μεγαβατώρα της τελευταίας δεκαετίας.

Άλλες επιχειρήσεις αναγκάζονται να λειτουργούν με ζημιά για να διατηρήσουν την αγορά και το μερίδιο εξαγωγών. Άλλες σπάνε συμβόλαια γιατί διαφορετικά θα έπεφταν έξω, ενώ δυσκολεύονται να δώσουν προσφορές σε διαγωνισμούς, καθώς δεν ξέρουν σε τι τιμές θα αγοράσουν πρώτες ύλες τους επόμενους μήνες. Απορροφούν όσο μπορούν τα κόστη, προσπαθούν να τηρήσουν τα παλαιά συμβόλαια, αδυνατούν ωστόσο να διαχειριστούν το ενεργειακό τσουνάμι και τελικά καθυστερούν να παραγγείλουν πρώτες ύλες καθώς οι τιμές τους, που σε ορισμένους κλάδους συμμετέχουν με ποσοστό 60% στο τελικό κόστος παραγωγής, αλλάζουν πλέον σε εβδομαδιαία βάση. Κάποιες εξετάζουν ήδη να μειώσουν την παραγωγή ή να αναστείλουν προσωρινά ενεργοβόρες εγκαταστάσεις, κατά το μοντέλο όσων συμβαίνουν στο εξωτερικό, όπως το πρόσφατο κλείσιμο μονάδας αλουμινίου της Alcoa στην Ισπανία και η περικοπή παραγωγής σε μονάδα της Norsk Hydro στη Σλοβακία.

Κυρίως όμως αυτό που φοβίζει την ελληνική επιχείρηση είναι τι θα συμβεί αν βγει εκτός μια μηχανή και δεν βρίσκει ανταλλακτικά, ποια θα είναι η διάρκεια της ενεργειακής ακρίβειας, τι θα γίνει αν δεν εκτονωθεί μέχρι το καλοκαίρι. Κατά πόσο τα σκληρά νούμερα θα παγιωθούν στους ισολογισμούς, τι θα συμβεί αν πάψει η εταιρεία να είναι αξιόχρεη κι αρχίσουν να σκάνε τραπεζικά δάνεια. Και φυσικά, πώς θα κρατήσει τις αγορές του εξωτερικού, αφού η μέση ελληνική βιομηχανία επιβαρύνεται με το σύνολο των ενεργειακών ανατιμήσεων σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της, που επειδή δραστηριοποιούνται σε πιο ώριμες αγορές, οι οποίοι κλειδώνουν τις τιμές ρεύματος μέσα από διμερή συμβόλαια, αντιμετωπίζουν μόνο μέρος των αυξήσεων, όπως στη Γερμανία. Ένα 70%-80% αφορά προσυμφωνημένες πωλήσεις ρεύματος σε κλειδωμένες από πριν τιμές, εκτός χρηματιστηρίου, όταν στην Ελλάδα η πλειοψηφία των ενεργοβόρων επιχειρήσεων είναι 100% εκτεθειμένες στις διακυμάνσεις των ενεργειακών χρηματιστηρίων.

Tην ίδια στιγμή το ελληνικό αίτημα για μεταρρυθμίσεις στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και αποσύνδεση της τιμής του ρεύματος από τις τιμές του φυσικού αερίου, δεν προχωρά, αφού ο Βορράς δεν έχει τα προβλήματα του Νότου, οι αγορές του είναι πιο ώριμες, το ενεργειακό του μείγμα πλουσιότερο (πυρηνικά, offshore αιολικά) και οι διασυνδέσεις με τις γειτονικές χώρες, περισσότερες.

Η επιδότηση των 65 ευρώ / Mwh για το μήνα Ιανουάριο στο ρεύμα και των 30 ευρώ / Mwh στο φυσικό αέριο που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για βιομηχανία είναι σημαντική, έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την επιχειρηματική αγορά, ωστόσο καλύπτει ένα μέρος μόνο του επιπλέον κόστους, γύρω στο 30%, λαμβάνοντας υπόψη τη σταθερά υψηλή χονδρική τιμή. Κυρίως όμως πρέπει να συνεχισθεί, όπως ζητά η αγορά, εφόσον επιβεβαιωθούν και οι προβλέψεις της πρόσφατης έκθεσης της Κομισιόν. Για το φυσικό αέριο εκτιμά ότι τους επόμενους μήνες αναμένεται περαιτέρω αύξηση, καθώς δεν έχουν μετακυλιστεί στην κατανάλωση οι υψηλές τιμές του τέταρτου τριμήνου 2021. Το ίδιο θα συμβεί, σύμφωνα με την Κομισιόν και με τις τιμές στο ρεύμα, που επηρεάζονται τόσο από αυτές του αερίου, όσο και από εκείνες του CO2, που κινείται στα 84,5 ευρώ ο τόνος, έχοντας αυξηθεί 153% τον τελευταίο χρόνο.

Νούμερα που τρομάζουν

Τα παραδείγματα χαρακτηριστικά για τα κόστη που καλούνται να διαχειριστούν βασικοί εξαγωγικοί κλάδοι.

Στον εξαγωγικό κλάδο του αλουμινίου, δηλαδή των εταιρειών που παράγουν κουφώματα, συστήματα εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, οι πρώτες ύλες έχουν εκτοξευτεί μέσα σε ένα χρόνο κατά 50%. Από τα 2.000 δολάρια / τόνος στα 3.000 δολάρια. Στην κατηγορία premium, οι πρώτες ύλες έχουν εκτιναχθεί κατά 300%. Από τα 400 δολάρια / τόνο στα 1.600. Οι δεύτερες ύλες έχουν αυξηθεί 17%, το φυσικό αέριο κατά 330% (από 29 ευρώ / Mwh στα 130 ευρώ0, και το ρεύμα κατά 350%. Από τα 58 ευρώ/ Mwh στα 270 ευρώ/ Mwh. Τον κατάλογο συμπληρώνουν τα μεταφορικά (αύξηση 30%), διαμορφώνοντας την τιμή πώλησης ενός προφίλ αλουμινίου στα 7 ευρώ / κιλό, έναντι 5 ευρώ πέρυσι, δηλαδή υψηλότερα κατά 40%. Τελική τιμή κουφώματος με αύξηση 25%-30% από πέρυσι.

Στον κλάδο του χαρτιού, μεγάλη βιομηχανία πλήρωσε το φετινό Ιανουάριο 200% περισσότερα έναντι του ίδιου μήνα πέρυσι για να προμηθευτεί ανεπεξέργαστες πρώτες ύλες (Rms). Τα κόστη άλλων υλών και δεύτερων υλών (ORMs) είναι αυξημένα κατά 100%, της θερμικής ενέργειας κατά 50%, της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 200%, τα μεταφορικά εντός Ελλάδας κατά 25% και εκτός Ελλάδας κατά 300%.

Στην κατηγορία της συσκευασίας, ελληνική βιομηχανία αγοράζει τα ανακυκλωμένα υλικά που χρησιμοποιεί για να παράξει χαρτοκιβώτια και συσκευασίες τροφίμων από 330 ευρώ / τόνος τέτοια εποχή πέρυσι, στα 780 ευρώ τον Ιανουάριο. Αύξηση 136%.

Τα πρωτογενή υλικά έχουν εκτοξευτεί από τα 480 ευρώ/ τόνο στα 950 ευρώ, δηλαδή 98%. Το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας είναι τέσσερις φορές πάνω από εκείνο του 2020 και ειδικά στο φυσικό αέριο έξι φορές υψηλότερο. Το βασικό κόστος των υλικών συσκευασίας της έχει αυξηθεί κατά 70%, στις δεύτερες ύλες κατά 30%-45%, και στα μεταφορικά (για παραδόσεις εντός Ελλάδας) 5%-7%. Όλα αυτά μεταφράζονται σε επιβάρυνση κοντά στο... 60% πάνω στο τελικό προϊόν που πουλά στους πελάτες της, με την εταιρεία να πασχίζει να απορροφήσει ένα μικρό ποσοστό.

Ο τρόμος των επιχειρηματιών είναι μη τυχόν εκραγεί η πυριτιδαποθήκη στα σύνορα Ρωσίας – Ουκρανίας. Τι θα συμβεί στο σενάριο που η Ρωσία χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία, και ο γεωπολιτικός κίνδυνος, μαζί με τις πάμπολλες στρεβλώσεις που έφερε στην επιφάνεια η ενεργειακή κρίση, εκτοξεύσει τις ενεργειακές τιμές σε νέα ιστορικά για να παγιωθούν εν συνεχεία σε σταθερά υψηλά επίπεδα, ανατρέποντας κάθε φετινό σχεδιασμό επιχειρήσεων και κυβερνήσεων.