Του Γιώργου Φιντικάκη
Στο παρά πέντε της εξόδου από τη χρηματοδοτική ασφάλεια του προγράμματος, και τα πάντα δείχνουν να είναι υπό αίρεση μετά την υποβάθμιση των προβλέψεων του ΔΝΤ για την ανάπτυξη, και τις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους. Έπειτα, είναι οι εντάσεις στα ελληνοτουρκικά, με το φόβο ότι αν κάτι στραβώσει μετά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών από τον Ερντογάν, οι πληγές της οικονομίας που στηρίζεται στον τουρισμό, θα μεγαλώσουν.
Σε αυτή τη διπλή παγίδα είναι εγκλωβισμένη η οικονομία τέσσερις μόλις μήνες πριν την έξοδο από το πρόγραμμα. Και η πρόβλεψη του ΔΝΤ ότι η ανάπτυξη φέτος θα κινηθεί στο 2% αντί του αρχικού 2,6%, και στο 1,8% το 2019, μας προσγειώνει ανώμαλα στη πραγματικότητα, αφού χαμηλή ανάπτυξη, σημαίνει χαμηλότερα πλεονάσματα. Προεξοφλείται ότι την ίδια συνταγή, της αναθεώρησης των προβλέψεων προς τα κάτω, θα ακολουθήσει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Και αν πέρυσι, συνέβη κάτι παρόμοιο, και από αρχικό στόχο 2,7% φτάσαμε σε ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για 1,4%, φέτος πολυτέλειες για απώλεια στόχων δεν υπάρχουν. Οποιαδήποτε απόκλιση σημαίνει λιγότερα φορολογικά έσοδα, και φέρνει πιο κοντά το εφιαλτικό σενάριο της παράλληλης περικοπής από την 1η Ιανουαρίου 2019, του αφορολόγητου και των συντάξεων. Ειδικά για το αφορολόγητο, οι αποφάσεις για το χρόνο μείωσης του αφορολόγητου θα ληφθούν από το ΔΝΤ τον προσεχή Ιούνιο, όπως ξεκαθάρισε χθες εκπρόσωπος του Ταμείου.
Είναι το βαρύ πολιτικά κόστος που θέλει να αποφύγει πάση θυσία η κυβέρνηση, γι'' αυτό και έχει ζητήσει η περικοπή συντάξεων να μετατεθεί τουλάχιστον κατά ένα εξάμηνο, για τον Ιούνιο του 2019, αίτημα που ως τώρα δεν έχουν κάνει δεκτό οι δανειστές.
Σε αυτό το μοτίβο που αναμένεται να ξεκαθαρίσει όταν θα επιστρέψει από την Ουάσινγκτον ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έρχεται να προστεθεί ένας νέος φόβος. Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών στην Τουρκία τον Ιούνιο, σημαίνει πιθανότατα κλιμάκωση των εντάσεων στο Αιγαίο το επόμενο δίμηνο, με φόβο πλήγμα στον τουρισμό. Σε μια χρονιά που όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι θα έχουμε ένα δυναμικό τουριστικό καλοκαίρι, οποιαδήποτε «στραβή», θα επηρεάσει κι άλλο προφανώς την ανάπτυξη. Έπειτα, ο γεωπολιτικός κίνδυνος καθιστά δυσκολότερη την αναρρίχηση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα. Γίνεται πιο δύσκολο να ξεφύγουμε από την κατηγορία junk, καθώς όλοι οι ξένοι οίκοι συνυπολογίζουν στις αποφάσεις τους το γεωπολιτικό ρίσκο.
Εξάλλου, όπως είπε χθες και ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας, παρά την επικείμενη αποφοίτηση της Ελλάδα, αυτή συνεχίζει να προσελκύει μόνο βραχυπρόθεσμα κεφάλαια, σχετικά υψηλού ρίσκου. Οι μακροπρόθεσμοι θεσμικοί επενδυτές, όπως τα funds του Αμπου Ντάμπι και της Νορβηγίας, δεν μας "βλέπουν" ακόμη. Και αυτό γιατί η πιστοληπτική μας αξιολόγηση βρίσκεται στο junk. Τέτοια funds έχουν δικλείδες ασφαλείας, ώστε η χώρα μας μπει θα ενταχθεί στα ραντάρ τους μόνο όταν αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα, κι ενώ σήμερα βρίσκεται στο junk.
Σε αυτή τη πραγματικότητα, της αβάσιμης υπεραισιοδοξίας επαναφέρουν τα παραπάνω την κυβέρνηση, μακριά από την εικονική πραγματικότητα και τη καλλιέργεια ψευδαισθήσεων. Το πρόβλημα της οικονομίας ήταν και είναι καθαρά πολιτικό.
Όσα δεν λένε οι αριθμοί, τα λέει με λόγια ο επιχειρηματικός κόσμος. Ενώ η Ελλάδα διαφημίζεται ως η πλέον «μεταρρυθμίσιμη» χώρα της Ευρώπης, η πραγματικότητα τη διαψεύδει.
Από τη μία, εμφανίζεται να υλοποιεί τη μία μετά την άλλη μνημονιακή υποχρέωση, από την άλλη το κάνει περισσότερο προκειμένου να βγουν οι εκκρεμότητες από πάνω της, παρά για να δει το πραγματικό τους αντίκτυπο σε κοινωνία, οικονομία. Ναι μεν η κυβέρνηση ανοίγει βηματισμό στις ιδιωτικοποιήσεις, τις όποιες κάποτε πολεμούσε (χθες προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός για την πώληση του 50,1% των ΕΛΠΕ), όμως από την άλλη διαμορφώνει ερήμην της πραγματικής οικονομίας, το περίφημο «ολιστικό» αναπτυξιακό σχέδιο της επόμενης ημέρας. Ένα σχέδιο για το οποίο η κυβέρνηση ούτε συζήτησε ούτε άκουσε τις θέσεις του συνδέσμου επιχειρήσεων και βιομηχανιών, για την οικονομία, προτού το συντάξει.
Χαμένες στη μαύρη τρύπα της ελληνικής γραφειοκρατίας και των μεταρρυθμίσεων που ψηφίζονται δίχως πολλές φορές να εφαρμόζονται, είναι λογικό οι επενδύσεις να έχουν πέσει στο 13% του ΑΕΠ έναντι 20% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, με την αποεπένδυση στα χρόνια της κρίσης να έχει φτάσει τα 100 δισ. ευρώ. Σήμερα ο ετήσιος ρυθμός προσέλκυσης επενδύσεων βρίσκεται στα 22 δισ. ευρώ, με τον ΣΕΒ να θεωρεί μονόδρομο ότι θα πρέπει να φτάσει τα 45 δισ.