Πλησιάζει η έξοδος στις αγορές μετά το… 2021

Πλησιάζει η έξοδος στις αγορές μετά το… 2021

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Με «υποσχέσεις» και «ημίμετρα», η Ελλάδα δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα βγει στις αγορές σύντομα και θα πείσει τους επενδυτές να της δανείσουν ξανά χρήματα, μετά από πολυετή αποχή. Αυτή είναι η βασική εκτίμηση των αναλυτών, μετά την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές, για την ικανότητα της χώρας μας να σταθεί και πάλι μόνη της στα πόδια της σε εύλογο χρονικό διάστημα και να ξεφύγει από τα μνημόνια.

Οι «υποσχέσεις» σχετίζονται με το χρέος και τα «ανεπαρκή» μέτρα ελάφρυνσης που θα λάβουν οι Ευρωπαίοι. Τα μέτρα εκτιμάται πως θα είναι ανεπαρκή εξαιτίας τόσο των επικείμενων γερμανικών εκλογών όσο και της γενικότερης «κούρασης» που παρατηρείται για το ελληνικό ζήτημα, καθώς τα προβλήματα της Ευρώπης σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερα. Τα «ημίμετρα» αφορούν στο μείγμα πολιτικής που ακολουθείται με τα διαρκώς αυξανόμενα μέτρα λιτότητας και την απουσία πραγματικών μεταρρυθμίσεων και κινήτρων για την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων.

Χθες, οι αγορές σημείωσαν ράλι ανακούφισης. Οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών ομολόγων βρέθηκαν να πλησιάζουν στα προ μνημονίων επίπεδα, σε μία ένδειξη ότι οι άμεσοι φόβοι που σχετίζονται με την «συμπεριφορά» των ελληνικών κυβερνήσεων έχουν ελαχιστοποιηθεί. Όμως ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Η απόδοση του δεκαετούς έφτασε να υποχωρεί κάτω από το 6%, σε χαμηλό άνω των 2,5 ετών, ενώ ο τραπεζικός δείκτης στο Χρηματιστήριο της Αθήνας συμμετείχε στο «πάρτι» με κέρδη 8,23%.

Η ανακούφιση για την οικονομία και τις τράπεζες είναι μεγάλη, όμως τώρα αρχίζει το δύσκολο κομμάτι, αυτό της ανάκαμψης. Το καταστροφικό α'' τρίμηνο του έτους έχει αντισταθμίσει όλες τις θετικές εξελίξεις του περασμένου εξαμήνου με αποτέλεσμα οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του 2017 να υποβαθμίζονται σημαντικά και να κινδυνεύουν όλοι οι στόχοι, κάτι που περιγράφεται γλαφυρά στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Παρά, λοιπόν, το θετικό κλίμα που επικρατεί στις αγορές, εγχώριοι και ξένοι αναλυτές διστάζουν να προδικάσουν το τέλος του ελληνικού σίριαλ. Όχι γιατί η κυβέρνηση προβλέπεται να κάνει πίσω στις δεσμεύσεις της αλλά κυρίως διότι οι καθυστερήσεις που σημειώθηκαν, σε συνδυασμό με τα νέα μέτρα λιτότητας, τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας και τις ευρύτερες διεθνείς εξελίξεις δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για βιώσιμη επιστροφή στην ανάπτυξη.

Το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Οι «ειδικοί» κρατούν μικρό καλάθι και εκτιμούν ότι οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να προβούν σε μία δραστική μείωση του χρέους, ικανή να δώσει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να δανειστεί με βιώσιμο επιτόκιο από τις αγορές και να εφαρμόσει τις πολιτικές που θα αποφασίζει η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Δεν πρόκειται, με άλλα λόγια, να διαμορφωθούν σύντομα οι απαραίτητες συνθήκες για έξοδο από τα μνημόνια.

Ενδεικτική είναι η εκτίμηση της Capital Economics, σύμφωνα με την οποία, ακόμα και αν η Ελλάδα συμπεριληφθεί στην ποσοτική χαλάρωση (QE) δεν θα προλάβει να δει τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων να υποχωρούν σε τέτοιο επίπεδο που να επιτρέπουν στο ελληνικό δημόσιο να βασιστεί εξολοκλήρου στη χρηματοδότηση από τις αγορές μεσοπρόθεσμα. Η Citi από την πλευρά της σε πρόσφατο σημείωμα προέβλεψε ότι τα επιτόκια των ελληνικών δεκαετών τίτλων θα κινηθούν ανοδικά τα επόμενα χρόνια, γεγονός που αν επαληθευτεί θα κρατήσει την Ελλάδα δέσμια των μνημονίων.

Οι βασικοί λόγοι που συντηρούν την επιφυλακτικότητα είναι οι ακόλουθοι:

1. Με την οικονομία της Ευρωζώνης να ανακάμπτει σταδιακά και τις γερμανικές πιέσεις να εντείνονται, το πιθανότερο είναι ότι το QE θα φτάσει σύντομα στο τέλος του, μέσα στο 2018, αν όχι στο τέλος του 2017. Αυτό σημαίνει ότι στη συνέχεια οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων θα ενισχυθούν. Σύμφωνα με την Capital Economics, το επιτόκιο του δεκαετούς γερμανικού τίτλου θα φτάσει στο 2% στο τέλος του 2019, από 0,34% σήμερα. Μετά τη χθεσινή συμφωνία και κυρίως αφού υπάρξει κάποια νομική δέσμευση για την ελάφρυνση του χρέους, η ΕΚΤ ενδέχεται να συμπεριλάβει τους ελληνικούς τίτλους στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.

Συνεπώς είναι πιθανό να σημειωθεί περαιτέρω πτώση του spread μεταξύ του ελληνικού δεκαετούς και του γερμανικού, από τα τρέχοντα επίπεδα των 580 μονάδων βάσης – επίπεδο που βρισκόταν πριν αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία. Η αύξηση, ωστόσο των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων κατά 165 μονάδες βάσης έως το τέλος του 2019 θα έχει ως αποτέλεσμα να αντισταθμιστεί ο αντίκτυπος της μείωσης του spread μεταξύ ελληνικού και γερμανικού ομολόγου. Ακόμη και αν υποχωρήσει το spread στις 425 μονάδες βάσης που ήταν το 2014, η διαφορά για το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας δεν θα είναι καθοριστική. Σύμφωνα με τη Citi το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, στο 6,56% το 2017 και θα κινηθεί ανοδικά έως το 8,72% το 2021.

2. Για να καταστεί πραγματικά βιώσιμο το χρέος, οι αναλυτές θεωρούν ότι τα μέτρα ελάφρυνσης θα πρέπει να μην αποτελούν μία «μέση λύση» που θα επιτρέπει αφενός στο ΔΝΤ να συμμετάσχει στο πρόγραμμα και αφετέρου στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο QE. Η ελάφρυνση θα πρέπει να είναι τέτοια που θα δίνει ουσιαστική προοπτική στην Ελλάδα και θα στέλνει σήμερα στις αγορές ότι δίνεται μακροπρόθεσμη λύση στο ελληνικό ζήτημα. Όμως, η Capital Economics διατηρεί της επιφυλάξεις της ότι οι Ευρωπαίοι είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν ποτέ για μία ελάφρυνση που θα κάνει την Ελλάδα να ξεφύγει από τη βαριά λιτότητα και να καταστεί βιώσιμο το χρέος της. Όπως, μάλιστα, εκτιμούν οι αναλυτές της, οι ανησυχίες για πιθανή χρεοκοπία και Grexit δείχνουν να υποχωρούν για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν θα εξαλειφθούν.