Οι βόμβες πλήττουν απευθείας την ελληνική βιομηχανία

Οι βόμβες πλήττουν απευθείας την ελληνική βιομηχανία

Βιώσαμε και ξεπεράσαμε σε μεγάλο βαθμό τη δεκαετή οικονομική κρίση, μετά την πανδημική και τώρα βρισκόμαστε σε ένα απροσδιόριστο σημείο της τρίτης κατά σειρά κρίσης. Απροσδιόριστο με την έννοια πως μας είναι άγνωστο αν βρισκόμαστε στην αρχή, στην κορύφωση ή στο τέλος της, με την τελευταία εκδοχή να φαντάζει ως η πιο απίθανη, εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Στη δεκαετή κρίση της ελληνικής οικονομίας, συντελέστηκαν πολλά μικρά θαύματα που συνέβαλλαν στην άμβλυνση και το ξεπέρασμα των συνεπειών. Ένα από τα θαύματα συντελέστηκε στο χώρο της εγχώριας βιομηχανίας, της παραγνωρισμένης μεταποίησης. Ο εγχώριος παραγωγικός ιστός αναδιαρθρώθηκε σημαντικά και κατάφερε όχι μόνο να παραμείνει ζωντανός, αλλά να κατακτήσει νέες αγορές και να διευρύνει σημαντικά τις εξαγωγές αγαθών, συμβάλλοντας καθοριστικά στην υπέρβαση της κρίσης.

Για το πόσο παραγνωρισμένη είναι στο δημόσιο διάλογο η συμβολή της εγχώριας μεταποίησης στην ανάκαμψη (αλλά και γενικότερα), αρκεί να αναφερθεί το στοιχείο ότι στο διάστημα 2009-2019, οι εξαγωγές αγαθών (εκτός πετρελαιοειδών) αυξήθηκαν κατά 9 δισ ευρώ, δηλαδή περισσότερο απ' ό,τι οι εξωτερικές εισπράξεις από τον τουρισμό (+7,8 δισ στο ίδιο διάστημα).

Σκεφτείτε τις συνθήκες και θα αντιληφθείτε ότι η επίδοση αυτή συνιστούσε πραγματικό θαύμα: Τεράστιο country risk και φόβος σύναψης συμβολαίων με ελληνικές επιχειρήσεις, καταβαράθρωση εγχώριας ζήτησης, κρίση ρευστότητας και σχεδόν ανυπαρξία τραπεζικού συστήματος, capital controls,…

Στην πανδημική κρίση, παρά την πρωτοφανή ύφεση στην παγκόσμια οικονομία και τη χώρα, αλλά και σοβαρά προβλήματα σε επιμέρους κλάδους της μεταποίησης, και πάλι η γενική επίδοση της βιομηχανίας ήταν αξιοσημείωτη. Η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα το 2020 υποχώρησε κατά μόλις 2% έναντι μείωσης κατά 7,9% στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το 2021 η βιομηχανική παραγωγή κινήθηκε ανοδικά και οι εξαγωγές αγαθών διευρύνθηκαν. Οι επιδόσεις αυτές οφείλονται αποκλειστικά στις προσπάθειες και το ταλέντο του ανθρώπινου δυναμικού της μεταποίησης.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως τα προσόντα αυτά θα αρκέσουν στην τρίτη κατά σειρά κρίση, την ενεργειακή, καθώς η ένταση του φαινομένου οδηγεί σε καταστάσεις πέραν της ικανότητας διαχείρισης του οποιουδήποτε.

Η κρίση συνιστά ζωτικό πρόβλημα για όλους, για όλη την κοινωνία, νοικοκυριά και εταιρείες, ενώ πλήττει ασύμμετρα τις επιχειρήσεις της μεταποίησης, ενεργοβόρες και μη. Διότι εκ της φύσεως της, δεν νοείται παραγωγή χωρίς χρήση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας. Ακόμα και τα αρτοποιεία της γειτονιάς είναι ενεργοβόρα συγκριτικά με άλλες επιχειρήσεις παρομοίου μεγέθους. Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους για αυτές συνιστά μη διαχειρίσιμο πρόβλημα.

Η άποψη πως το πρόβλημα είναι διεθνές, πανευρωπαϊκό και άρα «τι να κάνουμε;», είναι βάσιμη αλλά έως ενός σημείου. Διότι από την άλλη είναι σαφές πως:

Η Ελλάδα μπήκε στην ενεργειακή κρίση από δυσμενέστερη θέση. Ειδικά η μεταποίηση ήταν από πριν αντιμέτωπη με ενεργειακό κόστος σημαντικά υψηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Η επίπτωση της κρίσης είναι εντονότερη στη χώρα μας, λόγω υψηλής εξάρτησης από το φυσικό αέριο καθώς και σημαντικών ατελειών και στρεβλώσεων στη λειτουργία μιας ακόμα ιδιαίτερα ανώριμης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μια επιχείρηση με κατανάλωση  200 κιλοβατώρες το μήνα πλήρωνε πριν από ένα χρόνο, με μια μέση τιμή ρεύματος στα 100 ευρώ/ MWh, 20.000 ευρώ το μήνα μόνο για το σκέλος της ενέργειας. Το Μάρτιο, η ίδια επιχείρηση, με μια τιμή που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα επίπεδα των 500 ευρώ/ MWh, θα κληθεί να πληρώσει σε μηνιαία βάση 100.000 ευρώ. Δηλαδή πέντε φορές πάνω. Είναι προφανές ότι όσο και να είναι η κρατική επιδότηση, δεν αρκεί για να καλύψει τέτοιες αυξήσεις. Ουδείς μπορεί να ανταπεξέλθει απέναντι σε τέτοια ποσά.

Είναι επίσης σαφές πως οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε πολύ δυσμενέστερη μοίρα όσον αφορά τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για την αντιμετώπιση αυτής της πρωτοφανούς κρίσης: ο ανταγωνισμός είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος, οι εναλλακτικές και εργαλεία που είναι ευρέως διαθέσιμα στην Ευρώπη, όπως αντιστάθμιση κινδύνου, διμερή και μακροχρόνια συμβόλαια, δυνατότητα εξυπηρέτησης ιδίων αναγκών με επενδύσεις ΑΠΕ είναι από ανύπαρκτα έως εξαιρετικά προβληματικά και δυσχερή.

Η ενεργειακή κρίση πλήττει ασύμμετρα την εγχώρια μεταποίηση σε σχέση με τη λοιπή Ευρώπη, με τις αυξήσεις τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς να έχουν περάσει εξ ολοκλήρου στις επιχειρήσεις, γεγονός που δεν συμβαίνει κατά κανόνα στις άλλες χώρες, είτε λόγω διαφορετικής λειτουργίας της αγοράς (σσ: χαμηλότερες τιμές χονδρεμπορικής και διμερή συμβόλαια), είτε λόγω ριζικών παρεμβάσεων των κυβερνήσεων στη λειτουργία τους. 

Αν ληφθούν υπόψη και οι λοιπές αυξήσεις κόστους (πρώτες ύλες, μεταφορικά), καθίσταται σαφές πως για την εγχώρια παραγωγική οικονομία, ειδικά τη μικρομεσαία, η παρούσα κρίση συνιστά απειλή μεγαλύτερη από τις δύο προηγούμενες.

Ζούμε τη μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση της ιστορίας, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη της δεκαετίας του 1970. Μια απολύτως έκτακτη κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ίδια αποφασιστικότητα, ταχύτητα, τόλμη και φαντασία που επιδείχθηκε στην πανδημική κρίση.

Διαφορετικά, είναι ορατός ο κίνδυνος ενός φαύλου κύκλου ανεξέλεγκτων ανατιμήσεων που θα αποτελεί απειλή για τη σταθερότητα και ανάκαμψη της οικονομίας καθώς και την κοινωνική συνοχή. Κάποιες επιχειρήσεις έχουν ήδη κλείσει μονάδες ή γραμμές παραγωγής, ενώ άλλες θα αναγκαστούν να κλείσουν.

* Ο Κώστας Θέος είναι Γενικός Διευθυντής στην «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη»