Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Οι τράπεζες επέστρεψαν σε κερδοφορία μετά από σχεδόν επτά χρόνια και να ευελπιστούν ότι το 2017 θα είναι το πρώτο έτος ουσιαστικής ανάκαμψης, όμως οι επιπτώσεις των πρωτοφανών γεγονότων που έλαβαν χώρα μέσα στην κρίση συνεχίζουν να επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ψυχολογία των πελατών τους.
Η σχέση… εμπιστοσύνης μεταξύ των Ελλήνων καταθετών και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος έχει διαρραγεί καθώς ακόμη και σήμερα κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν νέα «επεισόδια». Και όταν η συζήτηση σχετίζεται με τις τράπεζες και τον κίνδυνο επεισοδίου ή ατυχήματος, το μυαλό όλων πηγαίνει αναπόφευκτα στο ενδεχόμενο «κουρέματος» των καταθέσεων.
Διότι οι καταθέτες δεν έχουν σταματήσει να φοβούνται το Grexit, ή την πιθανότητα επιδείνωσης του κλίματος – ανάλογης του 2015 - που θα έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να χρειαστούν κεφαλαιακή ενίσχυση μετά τα stress tests του 2018. Αυτό φαίνεται στη συμπεριφορά τους.
Πληροφορίες του liberal.gr αναφέρουν ότι οι τράπεζες βλέπουν τη συμπεριφορά τόσο των καταθετών όσο και των δανειοληπτών να επηρεάζεται από τις εξελίξεις στο πεδίο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές στον απόλυτο βαθμό. Όπως υποστηρίζουν τραπεζικά στελέχη, κάθε φορά που οι διαπραγματεύσεις σημειώνουν πρόοδο, καταγράφονται θετικές τάσεις στα πεδία των καταθέσεων και των «κόκκινων» δανείων. Στον αντίποδα, όταν οι συζητήσεις οδηγούνται σε αδιέξοδο, η εικόνα αλλάζει δραματικά προς το χειρότερο, ξυπνώντας μνήμες από το καλοκαίρι του 2015.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2015 «κοκκίνισαν» πέντε φορές περισσότερα δάνεια σε σύγκριση με το 2016. Επίσης, όταν δεν βγαίνει «λευκός καπνός» στο Χίλτον ή στις Βρυξέλλες, μειώνεται σημαντικά – σχεδόν κατά 30% - ο αριθμός των δανειοληπτών που ρυθμίζουν τα δάνειά τους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις καταθέσεις, καθώς στο α' τρίμηνο του 2017 οι εκροές φτάνουν τα 3 δισ. ευρώ.
Πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό ότι επιτήδειοι απέσπασαν τις οικονομίες ενός 71χρονου, αφού πρώτα τον ενημέρωσαν ότι στην τράπεζα που είχε λογαριασμό επίκειται «κούρεμα» καταθέσεων και τον έπεισαν να μεταφέρει τα χρήματά του σε «ασφαλή» λογαριασμό που φυσικά μόνο ασφαλής δεν ήταν. Το περιστατικό δείχνει την ευαισθησία των πολιτών στο φόβο επιβολής «κουρέματος» στις καταθέσεις και παράλληλα πως η αβεβαιότητα έχει αποτυπωθεί στο… DNA των Ελλήνων καταθετών.
Ανώτερα τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο σύστημα είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η ένταξη στο QE και η χαλάρωση των capital controls. Όσο για τα stress tests του 2018, εκτιμάται ότι αν επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των «κόκκινων» δανείων δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Σύσσωμες οι τραπεζικές διοικήσεις δηλώνουν αισιόδοξες για την επίτευξη των στόχων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επιδεινωθούν οι συνθήκες.
«Οι ελληνικές τράπεζες είναι κεφαλαιακά ισχυρές όμως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης δεν μπορεί να συμβεί από τη μία ημέρα στην άλλη. Χρειάζονται συνεχείς προσπάθειες και πάνω απ' όλα μία σειρά θετικών εξελίξεων για να πειστεί ο κόσμος ότι οι καταθέσεις που θα επιστρέψουν δεν θα κινδυνεύσουν», τονίζει ανώτερο τραπεζικό στέλεχος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αν οι καταναλωτές δουν ότι μπαίνουμε σε μία ομαλή πορεία, ακόμη και με τα σκληρά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί, θα αρχίσει να γυρίζει το κλίμα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο σήμερα είναι η αβεβαιότητα και για την εξάλειψή της πρέπει να εργαστούμε όλοι, προσθέτει.
«Με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την αποφυγή πολύμηνων καθυστερήσεων στις επόμενες αξιολογήσεις θα δοθεί σύνθημα ανάκαμψης. Με την ένταξη στο QE η Ελλάδα εισέρχεται στο κλαμπ της… κανονικότητας με αποτέλεσμα να είναι πιο γρήγορη η άρση των capital controls. Αν ο κόσμος πιστέψει ότι οι συνθήκες εξομαλύνονται δεν έχει κανέναν λόγο να κρατάει τα χρήματά του στα στρώματα, ωστόσο για να φτάσουμε σε προ κρίσης επίπεδα θα χρειαστούν πολλά χρόνια».
Η ευαισθησία των καταθετών και το σκεπτικό του bail-in
Ο φόβος απέναντι στο «φάντασμα» του bail-in δεν είναι καινούριος. Άρχισε να... πλανάται σχεδόν από την ημέρα που ανακοινώθηκε το πρώτο μνημόνιο και ενισχύθηκε το 2012, μετά το PSI και την περίοδο ακραίας αβεβαιότητας με τις διπλές εκλογές. Στη συνέχεια συντηρήθηκε λόγω του «κουρέματος» στην Κύπρο - που «άγγιξε» σημαντικό αριθμό Ελλήνων καταθετών - και κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 2015, όταν η χώρα έφτασε πιο κοντά από ποτέ στην έξοδο από την Ευρωζώνη και επιβλήθηκαν τα capital controls.
Σήμερα βρίσκεται σε ισχύ ο κανόνας του bail-in, ο οποίος προβλέπει τη συμμετοχή των καταθετών στην κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, όταν αυτές δεν μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές. Το σκεπτικό πίσω από την κοινοτική Οδηγία BRRD είναι ότι οι αναδιαρθρώσεις τραπεζών όταν αυτές βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας θα πρέπει να γίνονται μέσω bail-in (διάσωσης με ιδία μέσα) και όχι μέσω bail-out (κρατικής διάσωσης). Να μην επιβαρύνονται, δηλαδή, οι φορολογούμενοι αλλά οι επενδυτές και οι καταθέτες που εμπιστεύονται τις τράπεζες. Στην Ελλάδα είναι δεδομένο ότι, ελλείψει ομολογιούχων, η ενεργοποίηση του bail-in – αν δηλαδή δεν βρεθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια από ιδιώτες - θα αγγίξει τους καταθέτες.
Ενδεικτικά, η Ελλάδα δανείστηκε και ξόδεψε ποσά που αναλογούν στο 28% του ΑΕΠ της για να εξυγιάνει τον τραπεζικό κλάδο, ενώ η Μ. Βρετανία «διέθεσε» το 40% του δικού της ΑΕΠ για εγγυήσεις προς τις τράπεζες. Άλλες χώρες διέθεσαν πολλαπλάσια ποσά για να εγγυηθούν το σύνολο των καταθέσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέτρα ήταν αποτελεσματικά, ενώ πολλές από τις εγγυήσεις δεν χρησιμοποιήθηκαν.
Υπήρξαν, μάλιστα, παραδείγματα που οι κεφαλαιακές ενισχύσεις αποδείχθηκαν κερδοφόρες για το κράτος και σίγουρα σε αυτά δεν συγκαταλέγεται η Ελλάδα, καθώς από τα 50 δισ. ευρώ ζήτημα είναι αν το δημόσιο θα πάρει ποτέ πίσω πάνω από 10 δισ. ευρώ.