Το μπαράζ των αναβαθμίσεων και οι μεγάλοι στόχοι της ελληνικής οικονομίας

Το μπαράζ των αναβαθμίσεων και οι μεγάλοι στόχοι της ελληνικής οικονομίας

Τρεις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας (από S&P, Moody’s και DBRS) και μία αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, από την Fitch την περασμένη Παρασκευή, είναι ο εντυπωσιακός μέχρι σήμερα απολογισμός του έτους για την Ελλάδα. Ο οίκος Fitch αναβάθμισε το outlook σε «θετικό» από «σταθερό», τοποθετώντας ουσιαστικά το ελληνικό αξιόχρεο στον προθάλαμο μίας ακόμα αναβάθμισης. 

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την οικονομία; Το πιο σημαντικό όφελος από το μπαράζ των αναβαθμίσεων είναι ότι παγιώνεται ως πεποίθηση στην επενδυτική κοινότητα ότι η Ελλάδα όχι μόνο έχει ξεπεράσει την πολυετή κρίση της περασμένης δεκαετίας, αλλά έχει καταφέρει παράλληλα να σημειώνει – και μάλιστα σταθερά - από τις καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι ένα όφελος που θα το καταλάβουμε με τον καιρό και θα έχει σημασία για τις επόμενες γενιές μόνο αν συνεχίσουμε στην ίδια πορεία. 

Μία πορεία που με τη σειρά της μπορεί πολύ σύντομα να οδηγήσει σε μείωση του χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε τέτοιο βαθμό που η Ελλάδα να μην είναι πλέον η χώρα με το μεγαλύτερο χρέος στην Ευρώπη. Γι’ αυτό άλλωστε και η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών έχει αναφερθεί στο 2029 ως το έτος που θα συμβεί αυτό. Διότι τότε εκτιμάται – ίσως και νωρίτερα, το 2028, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές – ότι το χρέος της Ελλάδας θα έχει υποχωρήσει κάτω από το 130% του ΑΕΠ (από 151% το 2024) και της Ιταλίας θα έχει ξεπεράσει το 140% του ΑΕΠ (από 135% το 2024).

Δεν είναι τυχαίο ότι Κομισιόν και JPMorgan εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει σε επίπεδο ανάπτυξης, σημειώνοντας πολύ καλύτερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στις εαρινές της προβλέψεις, η Κομισιόν αναφέρει ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 1,1% φέτος και 1,5% το 2026, ενώ το ελληνικό ΑΕΠ θα «τρέξει» με ρυθμούς 2,3% και 2,2% αντίστοιχα. Χαμηλότερα τοποθετείται η ανάπτυξη της Ευρωζώνης, στο 0,9% το 2025 και 1,4% το 2026.

Σε θέση… οδηγού για το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να βρεθεί η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η ολοκλήρωση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και των υπόλοιπων αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, μέσω των οποίων οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 7,8% φέτος και 7,3% το 2026.

Από την πλευρά της και με νέα της έκθεση, η JPMorgan τοποθετεί την Ελλάδα στις κορυφαίες επενδυτικές επιλογές της μεσοπρόθεσμα, επικαλούμενη ακριβώς τους παράγοντες που αναλύθηκαν ανωτέρω, όπως την πολιτική σταθερότητα και τις ισχυρές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις. Η αμερικανική τράπεζα επισημαίνει και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει καλύψει ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους την πλειονότητα των χρηματοδοτικών αναγκών της για το 2025 και χαρακτηρίζει ελκυστικά τα ελληνικά κρατικά ομόλογα διάρκειας 5-15 ετών.

Η JPMorgan προβλέπει ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνουν σε εύρος 80-85 μονάδων βάσης και θα συνεχίσουν να βρίσκονται χαμηλότερα από των ιταλικών στα επόμενα χρόνια. Για φέτος, εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 2,3%, στο ίδιο μήκος κύματος με την Κομισιόν, ενώ το 2026 το ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί κατά 2,2%, με το δημόσιο χρέος να υποχωρεί στο 147% του ΑΕΠ.

Η έκθεση της JPMorgan ουσιαστικά αντανακλά το γεγονός πως οι αγορές αντιμετωπίζουν τους ελληνικούς τίτλους εδώ και σχεδόν μία διετία με πιο ευνοϊκούς όρους από τους ιταλικούς, με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς να διαμορφώνεται σήμερα στο 3,34% και του αντίστοιχου ιταλικού στο 3,6%.

Όμως, ποια θα είναι η επόμενη ημέρα; Το ζήτημα του χρέους είναι εξαιρετικά κρίσιμο παρά το γεγονός ότι δεν έχει άμεση επίδραση στις τσέπες των πολιτών. Η χώρα είχε συνηθίσει να μεταθέτει τα ακριβά χρέη στις επόμενες γενιές και κάπως έτσι φτάσαμε στην κρίση και τη χρεοκοπία του 2010. 

Τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να αποφευχθούν τα ίδια λάθη, διότι από το 2032 και μετά η αποπληρωμή του χρέους θα γίνεται με λιγότερο ευνοϊκούς όρους. Γι’ αυτό και ένας από τους μεγάλους στόχους είναι η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του πρώτου μνημονίου, δέκα χρόνια νωρίτερα από την προγραμματισμένη λήξη. 

Επίσης, όσο βελτιώνεται η εικόνα της ελληνικής οικονομίας στον επενδυτικό κόσμο, όσο συνεχίζει να ξεχωρίζει για τις επιδόσεις της, τόσο θα βλέπει εισροές μακροπρόθεσμων και ποιοτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Είναι μία τάση που έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να τη δούμε ακόμα πιο καθαρά στα επόμενα χρόνια. Αν δεν υπήρχε η κρίση της ακρίβειας τότε θα μπορούσαμε ως πολίτες να δούμε τα οφέλη των αναβαθμίσεων και πιο σύντομα. Ως οικονομικό όφελος που ξεκινάει από τη μείωση του κόστους δανεισμού για το δημόσιο και τις επιχειρήσεις και μεταδίδεται στην πραγματική οικονομία, φτάνοντας μέχρι τους μισθούς και τη ροή του χρήματος.

Σήμερα η ελληνική οικονομία αξιολογείται με «ΒΒΒ» από τρεις οίκους, μία βαθμολογία που βρίσκεται δύο σκαλοπάτια υψηλότερα από την κατηγορία «junk» και ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από της Ιταλίας. 

Να πούμε, τέλος, ότι ο γερμανικός οίκος Scope θα αξιολογήσει το ελληνικό αξιόχρεο σε λίγες ημέρες, έχοντας ήδη αναβαθμίσει σε «ΒΒΒ» από τον περασμένο Δεκέμβριο. Η διαρκής μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, η βελτίωση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος και οι καλύτερες των προσδοκιών επιδόσεις της οικονομίας, είναι οι παράγοντες που οδηγούν σε αναβαθμίσεις. Όσο όμως το χρέος παραμένει υψηλό και δεν αντιμετωπίζονται διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, τόσο πιο αργά θα δούμε την αξιολόγηση της Ελλάδας ακόμη υψηλότερα.