Η Mondelez και τα «καπέλα» της ελεύθερης αγοράς

Η Mondelez και τα «καπέλα» της ελεύθερης αγοράς

Δεν είναι μόνο το ύψος του προστίμου που επέβαλε η Κομισιόν στην αμερικανική Mondelez για παράνομες και εναρμονισμένες πρακτικές στην πώληση των τροφίμων της εντός ΕΕ, αυτό που έχει σημασία.

Αν κάνει κανείς την αναλογία των 337,5 εκατομμυρίων ευρώ στα ετήσια έσοδα του αμερικανικού κολοσσού, που ξεπερνούν τα 36 δισ. ευρώ, το πρόστιμο αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το 1%. Αυτό που μετρά περισσότερο στην απόφαση της απερχόμενης εκτελεστικής αντιπροέδρου της ΕΕ, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, είναι η προσπάθεια να σώσει τη «χαμένη τιμή» της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

Τι σόι κοινή αγορά είναι αυτή αν δεν μπορεί να προστατεύσει τους καταναλωτές από την ασύμμετρη δύναμη των πολυεθνικών κολοσσών ως προς τη διαφοροποιημένη τιμολογιακή πολιτική που ακολουθούν έναντι μεμονωμένων κρατών-μελών;

Καλά, θα πουν πολλοί, περίμενε η Κομισιόν να φτάσουμε στο παρά πέντε των Ευρωεκλογών για να ανακαλύψει ότι οι πολυεθνικές πωλούν σε αδικαιολόγητα υψηλές τιμές τα ίδια προϊόντα σε κάποιες χώρες του μπλοκ έναντι άλλων; Δεν ήξερε τόσα χρόνια ότι εταιρείες - κολοσσοί εκμεταλλεύονται τη λογική ότι η αγορά είναι ελεύθερη μαζί με την ευρωπαϊκή αδράνεια; 

Ο χρονισμός είναι πράγματι ένα εύλογο ερώτημα. Αν ωστόσο υποθέσουμε ότι δεν είναι προεκλογικοί οι λόγοι που επέβαλαν τις ανακοινώσεις της Επιτροπής, τότε αυτό σημαίνει ότι θα δούμε σύντομα πρόστιμα και σε άλλους πολυεθνικούς κολοσσούς. Και κυρίως πέρα από τα πρόστιμα, αυτό που τελικά μετράει είναι τι μέτρα θα ληφθούν, ώστε να θεραπευτεί όσο είναι δυνατόν το πρόβλημα.

Δεν είναι μόνο η Mondelez προφανώς. Αν αληθεύει το ρεπορτάζ των FT, υπάρχουν δεκάδες «Mondelez» που αναγκάζουν τους λιανοπωλητές να πληρώνουν διαφορετικές τιμές για το ίδιο επώνυμο προϊόν, ανάλογα με τη χώρα.  

Σύμφωνα με αυτό, σήμερα η Ελλάδα και άλλες επτά χώρες της ΕΕ (Ολλανδία, Βέλγιο, Κροατία, Τσεχία, Δανία, Λουξεμβούργο και Σλοβακία) θα παρουσιάσουν έγγραφο στο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, που συνεδριάζει στις Βρυξέλλες, με αντικείμενο την πρακτική των πολυεθνικών εταιρειών να διαθέτουν σε εντελώς διαφορετικές τιμές εντός ΕΕ το ίδιο προϊόν. Αυτή εκτιμάται ότι κοστίζει στους καταναλωτές 14 δισ. ευρώ το χρόνο.

Σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ των FT οι οκτώ ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, θα υποβάλουν έγγραφο στην Κομισιόν ζητώντας της να σκληρύνει τους κανόνες, ώστε να σταματήσει η απαγόρευση του λεγόμενου «παράλληλου εμπορίου», κατά το οποίο οι λιανοπωλητές αγοράζουν προϊόντα φθηνότερα από άλλο κράτος μέλος.

Τι είναι το «παράλληλο εμπόριο»; Η δυνατότητα των εμπόρων να αγοράζουν προϊόντα σε χώρες - μέλη όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες και να τα πωλούν σε άλλες όπου οι τιμές είναι υψηλότερες, προκειμένου έτσι να ασκηθεί πίεση για να πέσουν και σε αυτές οι τιμές. Δηλαδή το «παράλληλο εμπόριο» είναι μια πρακτική ενίσχυσης του ανταγωνισμού, μείωσης των τιμών και των επιβαρύνσεων για τον καταναλωτή.

Και τι συμβαίνει σήμερα; Είναι σε ισχύ οι λεγόμενοι «Γεωγραφικοί Εφοδιαστικοί Περιορισμοί», (Territorial Supply Constraints – TSCs), όπως έγραφε στην προ ημερών επιστολή του προς την πρόεδρο της ΕΕ, ο Πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης.

Μια από τις βασικές πρακτικές που ακολουθούν οι μεγάλες πολυεθνικές εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να αξιοποιούν τη δεσπόζουσα θέση στις αγορές των κρατών - μελών, κυρίως, των μικρότερων από αυτά. Έτσι προκύπτουν οι μεγάλες διαφορές στις τιμές πώλησης βασικών καταναλωτικών προϊόντων που δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς παράγοντες ή το μέσο εισοδηματικό επίπεδο των πολιτών των χωρών αυτών.

Σαν να λέμε δηλαδή ότι ένα προϊόν πωλείται πανάκριβα στην Κρήτη, και παρ’ ότι υπάρχει η δυνατότητα να τροφοδοτηθεί το νησί με το ίδιο προϊόν πχ από την Αθήνα ή από κάποια άλλη γωνιά της Ελλάδας, εντούτοις κάποιοι εμποδίζουν κάτι τέτοιο, για να συνεχίζουν να αποκομίζουν υπερβολικά κέρδη.

Ένα θέμα είναι σε πόσο μεγάλο βαθμό ακολουθείται αυτή η πρακτική. Έρευνα της ολλανδικής κυβέρνησης δείχνει ότι οι «γεωγραφικοί περιορισμοί» (TSCs) εφαρμόζονται σε 1 στα 25 προϊόντα, με τιμές κατά μέσο όρο 10 % υψηλότερες από ό,τι στις φθηνότερες αγορές.

Ένα άλλο θέμα είναι για πόσο καιρό ακολουθείται η συγκεκριμένη πρακτική. Η διαπίστωση ότι τα TSCs κοστίζουν στους καταναλωτές 14,1 δισ. ευρώ ετησίως προκύπτει από μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε 16 κράτη μέλη από το 2020.

Ερώτημα. Αφού η παράνομη αυτή πρακτική είναι γνωστή τουλάχιστον από το 2020, τι έκαναν τόσα χρόνια οι υπηρεσίες της Ε. Επιτροπής και η ευρωπαϊκή ηγεσία, εφόσον υπήρχαν οι σχετικές καταγγελίες από κυβερνήσεις χωρών-μελών;

Δεν έβλεπαν τόσα χρόνια τις εξόφθαλμες διαφορές τιμών ορισμένων προϊόντων που για τη Mondelez μαθαίνουμε ότι έφταναν και το 40% από αγορά σε αγορά; Δεν άκουγαν ότι οι πολυεθνικοί κολοσσοί αρνούνται σε εμπόρους χωρών τη μεταπώληση προϊόντων τους, τα οποία πωλούνταν σε χαμηλές τιμές σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπου αυτές πωλούσαν ακριβότερα; 

Δεν ήξεραν ότι σε κάποιες χώρες, πολυεθνικές, όπως η αμερικανική, διέκοψαν τη προμήθεια συγκεκριμένου προϊόντος (σοκολάτας στην Ολλανδία), προκειμένου να εμποδίσουν την επανεξαγωγή του σε γειτονική χώρα (Βέλγιο), καθώς εκεί αυτό πωλούνταν σε υψηλότερες τιμές; 

Εύλογα ερωτήματα για ένα θέμα που ναι μεν ανέδειξε η πληθωριστική κρίση, αλλά είναι πολύ παλιό, για το οποίο οι ευρωπαϊκές αρχές άργησαν να θυμηθούν την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών, και που οι ευθύνες δεν αφορούν μόνο τις πολυεθνικές, που κάνουν όσα κάνουν, με το επιχείρημα ότι η αγορά είναι ελεύθερη.