Στα 777 δισ. ευρώ εκτιμήθηκε η αξία όλων των ακινήτων της χώρας την 1η Ιανουαρίου 2025 προκειμένου να υπολογιστεί ο ΕΝΦΙΑ. Το ότι η αξία δεν μεταβλήθηκε συγκριτικά με την 1η Ιανουαρίου του 2024 προφανώς οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η αποτίμηση γίνεται με βάση τις αντικειμενικές και όχι τις εμπορικές αξίες.
Δεδομένου ότι οι τελευταίες δεν έχουν αναπροσαρμοστεί από το 2021 -οπότε δεν έχει αποτυπωθεί το ράλι στις αξίες των ακινήτων στα «βιβλία» της εφορίας- συνιστά μια τεράστια εκκρεμότητα για την κυβέρνηση και το υπουργείο Οικονομικών. Η εξίσωση εμπορικών και αντικειμενικών αξιών θα εκτόξευε τη φορολογική επιβάρυνση για τους ιδιοκτήτες και θα απαιτούσε ανασχεδιασμό του τρόπου υπολογισμού ώστε να αποφευχθούν οι πρόσθετες επιβαρύνσεις.
Είναι ένα… πικρό πολιτικό ποτήρι τον οποίο η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην το πιει μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Αμέσως μετά όμως, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με αναπροσαρμογές οι οποίες μπορεί να αγγίζουν σε αρκετές περιοχές και το… 100%.
Η ΑΑΔΕ δημοσίευσε τα αναλυτικά στοιχεία από τα φετινά εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ. Το ότι δεν υπήρξε καμία ουσιαστική αλλαγή στο τελικό ποσό της εκκαθάρισης δεν αποτέλεσε έκπληξη καθώς ούτε η οικοδομική δραστηριότητα ήταν τόσο μεγάλη για να αυξηθεί ο αριθμός των ακινήτων ούτε υπήρξε κάποια ουσιαστική αλλαγή στις αντικειμενικές αξίες. H αύξηση της τάξεως των 3 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι, έχει να κάνει με το χτίσιμο των νέων οικοδομών.
Στην κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά ότι το νούμερο των 777 δισ. ευρώ, δεν αποτυπώνει την πραγματική αξία των ακινήτων. Ας πάρουμε παράδειγμα τον νομό Αττικής στον οποίο συσσωρεύεται πάνω από το 50% της αξίας των ακινήτων. Για τις ανάγκες του ΕΝΦΙΑ, τα ακίνητα εκτιμήθηκαν στα 410,9 δισ. ευρώ. Η αντίστοιχη αποτίμηση το 2022, ήταν 403 δισ. ευρώ. Πιστεύει κανείς ότι μέσα στην 3ετία της εκρηκτικής αύξησης των τιμών των ακινήτων η μεταβολή είναι μόλις 2% μαζί με την προσθήκη των όσων κατασκευών ολοκληρώθηκαν σε αυτό το διάστημα;
Προφανώς και έχει να κάνει με το «πάγωμα» των αντικειμενικών αξιών. Το 2020, όταν η αξία των ακινήτων της Αττικής είχε υπολογιστεί με τις παλαιές αντικειμενικές αξίες, το ποσό είχε διαμορφωθεί στα 314 δισ. ευρώ. Το 2022, οπότε και ενεργοποιήθηκαν οι νέες αξίες μαζί με τον νέο τρόπο υπολογισμού, το ποσό εκτοξεύτηκε στα 403 δισ. ευρώ. Ποια είναι σήμερα η αξία; Με πρόχειρους υπολογισμούς τουλάχιστον 20-30% μεγαλύτερη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η Ελλάδα είναι… τρισεκατομμυριούχος σε όρους αξίας ακινήτων. Πρέπει να αποτυπωθεί αυτό στα επίσημα στοιχεία; Πρέπει είναι η απάντηση αλλά η ώρα δεν είναι τώρα, τουλάχιστον αυτό κρίνει η κυβέρνηση
Τι θα σήμαινε επικαιροποίηση των αντικειμενικών αξιών; Εκτόξευση του ΕΝΦΙΑ αλλά και αύξηση των εξόδων μεταβίβασης των ακινήτων. Αύξηση του ΤΑΠ αλλά όλων των φόρων που επιβάλλονται όταν αλλάζουν χέρια ακίνητα: Δωρεές, αγοραπωλησίες κλπ. Προφανώς στον ΕΝΦΙΑ η κυβέρνηση θα έσπευδε να τροποποιήσει τους συντελεστές υπολογισμού του φόρου προκειμένου να μην προκύψουν πρόσθετα φορολογικά βάρη (σ.σ το αντίθετο θα ήταν πολιτική αυτοκτονία καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δέσμευση για μείωση των φορολογικών βαρών της μεσαίας τάξης).
Η εξεύρεση της κατάλληλης λύσης που θα εξασφαλίζει ότι από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών δεν θα προκύψει επιβάρυνση για τους ιδιοκτήτες (σ.σ κάτι βέβαια που δεν διασφαλίζεται απόλυτα για όλους καθώς οι ανατιμήσεις των ακινήτων δεν είναι ίδιες σε όλες τις περιοχές της χώρας) απαιτεί τεράστια προετοιμασία. Η πολιτική απόφαση έχει ληφθεί λοιπόν: Δεν θα υπάρξουν αναπροσαρμογές των αντικειμενικών αξιών μέχρι τις εκλογές και δεν θα αλλάξουν οι συντελεστές υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ. Η «βόμβα» θα παραμείνει υπό έλεγχο και το πρόβλημα (έστω και διογκωμένο αν συνεχιστεί το ράλι στις τιμές των ακινήτων) θα αντιμετωπιστεί μετά το 2027.