Shutterstock
Η βιομηχανία κινδυνεύει με ακρωτηριασμό
Shutterstock

Η βιομηχανία κινδυνεύει με ακρωτηριασμό

Όλοι γνωρίζουμε καλά ότι η Βιομηχανία είναι από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης κάθε χώρας και συνεισφέρει σημαντικά στο ΑΕΠ με τη δημιουργία καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας σε αυτή. Η πολιτεία με την εθνική της στρατηγική για τη βιομηχανία οφείλει διαχρονικά να στηρίζει τη βιομηχανική παραγωγή, ώστε αυτή να αναπτύσσεται, να εξελίσσεται να παραμένει ανταγωνιστική και να προσδίδει την ανάλογη υπεραξία στην εθνική οικονομία και το ΑΕΠ. 

Την τελευταία δεκαετία η οικονομική κρίση προκάλεσε ισχυρότατο πλήγμα στον κλάδο της βιομηχανίας, το οποίο ήρθε να επιτείνει η υγειονομική κρίση και τα μέτρα που ελήφθησαν παγκοσμίως λόγω του κορονοϊού, ενώ το τελικό χτύπημα ήρθε από τον παγκόσμιο γίγαντα της ενέργειας, τη Ρωσία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε την Ευρώπη σε μια τεράστια και πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση με ανεξέλεγκτο ενεργειακό κόστος και με υπαρκτό τον κίνδυνο έλλειψης της ενεργειακής της επάρκειας και κάλυψης των βασικών ενεργειακών αναγκών της.

Την ίδια ώρα με ταχύτατους ρυθμούς εξαπλώνεται η αβεβαιότητα στην αγορά λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους που επιφέρει αλυσιδωτές επιπτώσεις στο κόστος των α’υλών, της παραγωγής και κατά συνέπεια των τελικών προϊόντων. Αναπόφευκτα μεταβάλλεται ο χάρτης στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και στα οικονομικά μεγέθη τους, στο εισόδημα των πολιτών, ενώ τα επίπεδα του πληθωρισμού επιτείνουν τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. 

Ως πρώτη αντίδραση, στις 5 Αυγούστου 2022 εξεδόθη ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2022/1369 του Συμβουλίου σχετικά με συντονισμένα μέτρα μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου από τα κράτη μέλη της ΕΕ., ωστόσο οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Γηραιά Ήπειρος έχει καθυστερήσει να λάβει ουσιαστικά μέτρα για την από κοινού αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και όλοι στρέφουν το βλέμμα τους στις κρίσιμες επόμενες συνεδριάσεις των Ευρωπαίων υπουργών Ενέργειας και στη Σύνοδο Κορυφής, στις Βρυξέλλες (20-21 Οκτωβρίου). 

Η σκληρή αλήθεια είναι ότι οι διαρκώς και ανεξέλεγκτα αυξανόμενες τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος έχουν οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε δεινή θέση με ορισμένες από αυτές να ωθούνται σε αναστολή των εργασιών τους, άλλες να περιορίζουν τη λειτουργία τους και άλλες να προχωρούν στη μετάβαση σε εναλλακτικά καύσιμα, εφ' όσον βέβαια αυτό είναι τεχνικά αλλά και χρονικά εφικτό.

Η μειωμένη ζήτηση και το αυξημένο κόστος παραγωγής απειλούν ακόμη περισσότερο τις μικρότερες επιχειρήσεις που αναπόφευκτα οδηγούνται είτε σε περιορισμό της λειτουργίας και της παραγωγής τους είτε σε πλήρη παύση της δραστηριότητάς τους με δραματικά αποτελέσματα κυρίως στις οικονομίες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας χάνονται, οι εξαγωγές μειώνονται ενώ αυξάνονται οι εισαγωγές από τρίτες χώρες που διαθέτουν φθηνότερη ενέργεια. 

Στη χώρα μας το μερίδιο της βιομηχανικής παραγωγής στο ΑΕΠ τείνει να βρεθεί πάλι σε πτωτική πορεία, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο κάθε προσπάθεια ανάκαμψης.

Στις Ευρωπαϊκές χώρες, διαρκώς ανακοινώνονται λίστες ενεργοβόρων βιομηχανιών από κλάδους των βιομηχανικών μετάλλων, του χάλυβα, του τσιμέντου, της χημικής βιομηχανίας, των πλαστικών, του χαρτιού, του γυαλιού, των λιπασμάτων, των τροφίμων που περιορίζουν σημαντικά την παραγωγική τους λειτουργία και εισέρχονται σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και διαχείρισης κρίσης. 

Η βιομηχανία-μεταποίηση σήμερα δίνει πραγματική μάχη επιβίωσης υπό την πίεση των πρωτοφανών αυξήσεων στην ενέργεια και ο κίνδυνος η κρίση αυτή να αφήσει μόνιμη βλάβη και αποτύπωμα στην ανταγωνιστικότητά της είναι πλέον πολύ ορατός.

Η Ευρώπη καλείται να λάβει άμεσα και δραστικά μέτρα. Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης απαιτούν και έκτακτα μέτρα για τη βιομηχανία. Μέτρα ικανά να μειώσουν τις τιμές της ενέργειας και να διατηρήσουν εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε βιομηχανικούς τομείς όπως ο χάλυβας που είναι εκτεθειμένοι σε σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό και στον οποίο βασίζονται τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, οι κατασκευές, η άμυνα, η υγεία αλλά και ο εξοπλισμός ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. 

Στο μέλλον θα φανεί εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα λάβουν μέτρα ανακούφισης που μπορούν να εφαρμοστούν γρήγορα και να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων στην Ευρώπη, ενώ το βάρος των αποφάσεων φαίνεται πως θα το έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις που θα πρέπει να είναι έτοιμες να λάβουν τις επόμενες εβδομάδες δραστικά και αποτελεσματικά μέτρα με ισοδύναμα αποτελέσματα των προτάσεων της Ε.Ε. 

* Θωμάς Ζάχος, μέλος ΔΣ του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας Στερεάς Ελλάδος