Η τουριστική έκρηξη της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία, με την άνοδο από 15 εκατομμύρια κοντά στα 40 εκατομμύρια αφίξεων, θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής οικονομίας.
Όμως, πίσω από αυτή τη θετική εικόνα κρύβεται μια πιο σύνθετη πραγματικότητα, καθώς η συνεχής αύξηση τουριστών και μάλιστα υψηλού εισοδήματος δεν επηρεάζει απλώς τον κλάδο της φιλοξενίας, αλλά δημιουργεί δευτερογενείς πληθωριστικές πιέσεις στις τοπικές κοινωνίες. Οι τουρίστες αυτοί δεν περιορίζονται στην κατανάλωση εντός των τουριστικών υποδομών αλλά συμμετέχουν ενεργά στην τοπική αγορά, προκαλώντας αύξηση τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες που αφορούν και τον τοπικό πληθυσμό.
Αυτή η δυναμική είναι πιο έντονη στις περιοχές υψηλής τουριστικής έντασης, όπως οι Κυκλάδες, η Κρήτη και αστικά κέντρα όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Η ζήτηση για εστίαση, μεταφορές, βασικά αγαθά και κυρίως για ακίνητη περιουσία από τουρίστες και ξένους επενδυτές, διαμορφώνει ένα νέο, υψηλότερο επίπεδο τιμών. Οι τοπικοί επαγγελματίες, παρακολουθώντας τη νέα ισορροπία, μετακυλούν τις αυξήσεις αυτές και στον τοπικό πληθυσμό. Το φαινόμενο επιτείνεται από την ευρεία χρήση των ακινήτων ως επενδυτικά μέσα (π.χ. Airbnb), αφαιρώντας ακίνητα από την αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης και επιδεινώνοντας τη στεγαστική κρίση.
Αξίζει να επισημανθεί και μια ακόμη, συχνά παραγνωρισμένη, παράμετρος: Οι 40 εκατομμύρια επισκέπτες δεν είναι απλώς αριθμοί σε έναν οικονομικό δείκτη, αλλά άνθρωποι που πρέπει να φιλοξενηθούν, να τραφούν, να πλυθούν, να μετακινηθούν και να εξυπηρετηθούν σε καθημερινό επίπεδο. Οι ανάγκες αυτές απορροφούν τεράστιους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Η κατανάλωση νερού, τροφίμων και ενέργειας, η συμφόρηση στις μεταφορές, η επιβάρυνση των απορριμμάτων και των αποχετευτικών δικτύων, αλλά και η πίεση στις δημόσιες υποδομές (από αεροδρόμια μέχρι συστήματα υγείας στις τουριστικές περιοχές) έχουν πραγματικό και μετρήσιμο κόστος, που εν τέλει επιμερίζεται στον τοπικό πληθυσμό. Το «βάρος» του τουριστικού κύματος επιβαρύνει καθημερινά την ανθεκτικότητα των τοπικών κοινωνιών, αυξάνοντας το κόστος διαβίωσης και περιορίζοντας την ποιότητα ζωής των μόνιμων κατοίκων.
Παράλληλα, το αυξημένο ΑΕΠ της χώρας που συνδέεται με τον τουρισμό αποκρύπτει μια ποιοτική στρέβλωση, καθώς η αύξηση αυτή προκύπτει από τη μονοκαλλιέργεια ενός συγκεκριμένου κλάδου και όχι από μια πολυκλαδική, οριζόντια ανάπτυξη. Η μονοδιάστατη αυτή μεγέθυνση ωφελεί περιορισμένα στρώματα του πληθυσμού (π.χ. επαγγελματίες του τουρισμού και real estate), ενώ ο γενικός πληθυσμός υφίσταται πληθωριστικές πιέσεις, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των ονομαστικών του εισοδημάτων. Έτσι, δημιουργείται ένα χάσμα ανάμεσα στην οικονομική μεγέθυνση και στην πραγματική ευημερία.
Η παραπάνω εξέλιξη, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μια αφανή, αλλά ουσιώδη διάσταση της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας. Ενώ οι περισσότεροι δείκτες επικεντρώνονται στην άνοδο του ΑΕΠ και στις εισπράξεις από τον τουρισμό, ελάχιστη προσοχή δίνεται στο κόστος που επωμίζονται οι τοπικές κοινωνίες σε όρους κόστους ζωής, στεγαστικής πρόσβασης και ποιότητας ζωής. Οι πολιτικές περιορισμού του Airbnb, οι φορολογικές ρυθμίσεις και οι αναστολές έκδοσης αδειών σε περιοχές υψηλής τουριστικής πίεσης συνιστούν αποσπασματικές παρεμβάσεις, οι οποίες όμως αναδεικνύουν την αναγνώριση του προβλήματος από την ίδια την Πολιτεία.
Στον αντίποδα της τουριστικής ανάπτυξης που βιώνουν περιοχές όπως οι Κυκλάδες και η Κρήτη, η Δυτική Μακεδονία και η Ανατολική Μακεδονία–Θράκη αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα περιφερειακής υστέρησης, με σοβαρές κοινωνικές και δημογραφικές επιπτώσεις. Οι δύο αυτές περιφέρειες εμφανίζουν σταθερά χαμηλότερο ΑΕΠ ανά κάτοικο, υψηλή ανεργία και περιορισμένη παραγωγική δραστηριότητα, ενώ η πληθυσμιακή τους συρρίκνωση επιτείνει τη στασιμότητα.
Η Δυτική Μακεδονία, μετά την απολιγνιτοποίηση και την αποβιομηχάνιση, έχει χάσει πάνω από το 10% του πληθυσμού της σε λιγότερο από μία δεκαετία, ενώ η Θράκη καταγράφει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή μείωση σε εθνικό επίπεδο. Το φαινόμενο αυτό τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο εσωτερικής ερήμωσης, αποδυναμώνοντας τις τοπικές κοινωνίες και δυσχεραίνοντας την ανάκαμψή τους. Την ώρα που ορισμένες περιοχές υπερφορτίζονται από τουριστική μονοκαλλιέργεια, άλλες περιοχές της χώρας παραμένουν αποκλεισμένες από την οικονομική πρόοδο.
Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι να κατηγορηθεί ο τουριστικός τομέας, που αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας και σημαντική πηγή εισοδήματος. Αντιθέτως, η ανάλυση αποσκοπεί στην ανάδειξη μιας σύνθετης πραγματικότητας, η οποία απαιτεί μια πιο ώριμη και πολυδιάστατη προσέγγιση. Στη βάση αυτή, καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή αφενός αντισταθμιστικών πολιτικών που θα προστατεύουν την κοινωνική συνοχή και θα ελαφρύνουν το κόστος ζωής των πολιτών, αφετέρου πολιτικών διαχείρισης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και του πολιτιστικού αποθέματος της χώρας.
Το φυσικό κάλλος της Ελλάδας αποτελεί τον βασικό πυλώνα του τουριστικού της προϊόντος και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ανεξάντλητος πόρος. Παράλληλα, οι τοπικές κοινωνίες -από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας μέχρι τις Κυκλάδες- πρέπει να προστατευθούν από τη μαζική εμπορευματοποίηση και την αλλοίωση της φυσιογνωμίας τους.
Η σταδιακή «αφάνιση» τοπικών δραστηριοτήτων, η εκτόπιση των κατοίκων και η τουριστικοποίηση κάθε όψης της καθημερινότητας, δεν είναι χωρίς κόστος. Είναι αδήριτη ανάγκη, τώρα που η χώρα έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, να υιοθετήσει ένα πιο διευρυμένο και πολυκλαδικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα επιτρέπει τη διασπορά της ανάπτυξης σε περισσότερα κοινωνικά στρώματα και παραγωγικούς τομείς, προς όφελος του γενικού πληθυσμού.
Η παραπάνω προβληματική έχει σαφώς και μια νομική διάσταση. Το Σύνταγμα, μέσω του άρθρου 24, κατοχυρώνει την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος ως υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός. Επιπλέον, η πρόσβαση στην κατοικία και η βιώσιμη ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών εντάσσονται πλέον στον ευρύτερο ευρωπαϊκό διάλογο για τα κοινωνικά δικαιώματα και τις αρχές της χωρικής δικαιοσύνης.
Η υπερσυγκέντρωση τουριστικών χρήσεων σε περιοχές κατοικίας, η απορρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και η διαρκής αλλοίωση του χαρακτήρα ιστορικών ή προστατευόμενων περιοχών (βλέπε πρόσφατη περίπτωση με ξενοδοχείο στο Σαρακήνικο της Μήλου) θέτουν ερωτήματα συμμόρφωσης όχι μόνο με το εσωτερικό δίκαιο, αλλά και με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας σε θέματα περιβαλλοντικής και πολιτιστικής προστασίας.
Οι τοπικές Αρχές και το κράτος καλούνται πλέον να ισορροπήσουν μεταξύ οικονομικού οφέλους και θεσμικών υποχρεώσεων, μέσα από ρυθμιστικές παρεμβάσεις που θα προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον χωρίς να υπονομεύουν τη δυναμική του τουριστικού τομέα. Η ανάγκη για σαφές νομικό πλαίσιο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό καθίσταται κρίσιμη, προκειμένου η τουριστική ανάπτυξη να εντάσσεται σε όρους βιωσιμότητας και δικαιοσύνης.