Γιατί οι χαμηλότεροι φόροι μειώνουν τη φοροδιαφυγή
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί οι χαμηλότεροι φόροι μειώνουν τη φοροδιαφυγή

Υπάρχουν δεκάδες περιπτώσεις «μη επίσημης» συναλλαγής. Λίγες όμως από αυτές οδηγούν σε άξια λόγου αποφυγή φόρων. Γιατί, τότε, έχουμε τόσο μεγάλη φοροδιαφυγή; Ο εφιαλτικός υπολογισμός που, προχείρως, έκανε ο διοικητής της Τραπέζης  Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας φέρνει ξανά στο προσκήνιο ένα θέμα που συζητείται, με διαφορετική ένταση κάθε φορά, τις τελευταίες δεκαετίες. Εντυπωσιάζει όμως επειδή ακριβώς ο συλλογισμός του Διοικητή είναι εξαιρετικά απλός, όπως λατρεύουν να κάνουν οι (καλοί) οικονομολόγοι.

Τα εισοδήματα, είπε, που δηλώνουμε στην εφορία είναι 80 δισ. Η δαπάνη για κατανάλωση υπολογίζεται σε 140 δισ. Το συμπέρασμα είναι αυτόματο: λείπουν 60 δισ. από τον λογαριασμό. Τα οποία βεβαίως υπάρχουν, αφού τα χρησιμοποιούμε για να αγοράζουμε αγαθά και υπηρεσίες, χωρίς όμως να τα έχουμε ποτέ δηλώσει!

Όσοι από εμάς συζητούμε όλα αυτά τα χρόνια τα προβλήματα που δημιουργεί η μαύρη οικονομία γνωρίζουμε πως αναλογεί σε κάτι μεταξύ 25% με 35% του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή κάτι ανάμεσα στο 1/4 με 1/3 των συνολικών πόρων που δημιουργεί και χρησιμοποιεί, κάθε χρόνο, η χώρα μας. Είναι πολλά. Γι αυτό είναι άριστη η παραίνεση του κ. Στουρνάρα προς τον πολιτικό κόσμο να συζητηθεί, σε κλίμα συναίνεσης, τι πρέπει να γίνει για να περιοριστεί αυτή η ασυδοσία.

Πολλοί λέμε ότι δεν γίνονται αρκετοί και αρκετά αποτελεσματικοί έλεγχοι. Αυτό είναι σωστό, αλλά μόνον εν τίνι μέτρο. Οι έλεγχοι πρέπει να είναι αυστηρότεροι κυρίως όμως στην κατεύθυνση της μεγάλης, συχνά θρασύτατης, απόκρυψης εισοδημάτων, όταν μάλιστα, όπως σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει, η μια πλευρά πληρώνει τους φόρους ενώ η άλλη τους παρακρατεί.

Στην καθημερινότητα όμως, πάμπολλες συναλλαγές είναι πιο συμφέρουσες, δηλαδή πιο φτηνές, όταν δεν πληρώνεται φόρος. Όλο και κάτι θα έχετε ακούσει για το τεράστιο κόστος των τεχνικών εργασιών σε Ευρώπη και Αμερική. Γι' αυτό πολλοί πιστεύουν ότι θα αρκούσε η δυνατότητα να εκπίπτουμε από το φορολογητέο εισόδημα, τις δαπάνες, αν όχι όλες πάντως πάρα πολλές, που είναι «απαραίτητες». Παράδειγμα τις δαπάνες εκπαίδευσης, οδοντιατρικής, φύλαξης παιδιών φροντίδας ηλικιωμένων, ανακαίνισης κατοικιών και αρκετές ακόμη.

Σωστά είναι αυτά, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, δύο είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες: η πληρωνόμενη τιμή και το ύψος των φόρων. Πάρτε το ενοίκιο: λέμε ότι ένα νέο ζευγάρι χρειάζεται 600 ευρώ ενοίκιο αλλά προφανώς προτιμά να δηλώσει τα μισά, αφού διαφορετικά ο ιδιοκτήτης θα ζητήσει ακόμη 90 ευρώ για να καλύψει τον δικό του φόρο ή 210 ευρώ επιπλέον αν τα ετήσια εισοδήματά του από ενοίκια ξεπερνούν τις 12 χιλιάδες.

Το ζήτημα, τελικά, είναι τι πρέπει να γίνει πρώτα και τι μετά. Η άποψή μου ήταν πάντοτε ότι οι μικρότεροι φόροι αποτελούν κίνητρο περιορισμού της φοροδιαφυγής με την προϋπόθεση ότι ταυτόχρονα και αυστηρούς κανόνες βάζουμε και εκσυγχρονίζεται η οικονομία. Η περίπτωση της αύξησης των ηλεκτρονικών πληρωμών σε συνδυασμό με το κίνητρο/υποχρέωση να καλύπτουν το 30% του αφορολόγητου εισοδήματος δείχνει το δρόμο.

Δυσκολότερη είναι η περίπτωση με τον ΦΠΑ. Είναι προφανές ότι ο βασικός συντελεστής πρέπει να μειωθεί στο προ κρίσης επίπεδο (19%) αλλά εξίσου προφανές είναι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει όσο τα έσοδα από την άμεση φορολογία δεν καλύπτουν το κενό που θα δημιουργηθεί. Από την άλλη, οι απώλειες από τον ΦΠΑ που «χάνεται» (υπολογιζόμενος κοντά στα 4 δισ.!) πείθει ότι ο συλλογισμός Στουρνάρα θα παραμείνει ισχυρός για πολύν ακόμη καιρό.

Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι πως το γεγονός ότι η κατανάλωση είναι τόσο μεγαλύτερη από τα δηλούμενα εισοδήματα, εξηγεί γιατί συντηρούνται οι πληθωριστικές πιέσεις σε μια χώρα στην οποία τόσοι πολλοί εμφανίζονται να μην την παλεύουν με την ακρίβεια.

Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι όσο περισσότερο χρήμα κυκλοφορεί και όσο η καταναλωτική ζήτηση μεγαλώνει, τόσο ο πληθωρισμός διατηρείται. Το χειρότερο είναι πως όσο διατηρούνται οι πληθωριστικές πιέσεις, κάθε προσπάθεια να βελτιώσεις το εισόδημα μειώνοντας τους φόρους πάει χαμένη ή, ορθότερα, καταλήγει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στις τσέπες όσων γνωρίζουν καλά τα κανάλια της φοροδιαφυγής.

Με δύο λόγια, το πιθανότερο είναι ότι ο Διοικητής της κεντρικής μας τράπεζας θα κάνει, δυστυχώς, τις ίδιες διαπιστώσεις και σε μερικά χρόνια από σήμερα, όταν θα έχει τελειώσει με την παρούσα θητεία του και θα έχει την απαιτούμενη «άνεση» να καταγράψει τις πλούσιες εμπειρίες του.

* Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος, υποψήφιος βουλευτής ΝΔ στο Νότιο Τομέα Αθηνών