Του Βασίλη Γεώργα
Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης δεν μπορεί να γίνει χωρίς την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές με τις οποίες συνομίλησε το Liberal.
Ο όρος αυτός είναι εκ των ων ουκ άνευ για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία ακόμη και αν βάσιμα υποπτεύεται κανείς ότι ασκεί ισχυρές πιέσεις προς το Βερολίνο, παραδέχεται πως δεν μπορεί να συντάξει τη δική της ανεξάρτητη έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους εφόσον δεν έχει στη διάθεσή της αναλυτικά στοιχεία για να κάνει τους υπολογισμούς της σε σχέση με την δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους τα επόμενα χρόνια.
Συνεπώς το κλειδί για το QE βρίσκεται στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος τα οποία διεκδικεί επιτακτικά η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της «συνολικής συμφωνίας» που επιχειρεί να αποσπάσει από τους πιστωτές της χώρας. Η περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους έχει αναδειχθεί σε κεντρικό αφήγημα για την κυβέρνηση, και αν τελικά δεν επιτευχθεί λόγω της απροθυμίας του Βερολίνου και άλλων πιστωτών να συναινέσουν. θα είναι ένα ισχυρό πλήγμα για τη στρατηγική που ακολουθήθηκε αλλά παράλληλα θα ναρκοθετήσει συνολικά την προσπάθεια εξόδου στις αγορές μέσα στο 2017 και ίσως δρομολογήσει προϋποθέσεις νέου μνημονίου χρηματοδότησης της χώρας.
Το πρόβλημα είναι πως αυτή τη στιγμή όλα τα μηνύματα που εκπέμπονται συνηγορούν στην εκτίμηση πως δεν υπάρχει ούτε η πολιτική βούληση, ούτε ο απαραίτητος χρόνος ώστε η Ευρώπη να ανοίξει το θέμα περαιτέρω διευθέτησης του ελληνικού χρέους πριν τις γερμανικές εκλογές και να εξειδικεύσει περισσότερο τις παρεμβάσεις που περιγράφονται στην απόφαση του περασμένου Μαΐου. Αυτό είναι κάτι που μένει να φανεί τις επόμενες ημέρες καθώς η διαπραγμάτευση είναι σε εξέλιξη και εκτός από τα θέματα που άπτονται της 2ης αξιολόγησης (δημοσιονομικό κενό, πρόσθετα μέτρα για το 2019-2020, εργασιακά κλπ) στο τραπέζι βρίσκονται και οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ο χρόνος διατήρησης των οποίων αποτελεί συστατικό παράγοντα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ωστόσο είναι πλέον πολύ σοβαρές οι πιθανότητες το τενεκεδάκι των δύσκολων αποφάσεων να πάει παραπέρα για το Φθινόπωρο, και μόνο τότε να υπάρξουν κάποιες περαιτέρω αποφάσεις για το χρέος που θα καταστήσουν εφικτή την ένταξη των ομολόγων στο QE. Όπως εξηγούν πηγές με γνώση του θέματος, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι πολύ πιθανό πως θα συνεχιστεί και για το πρώτο 6μηνο του 2018 ακόμη και αν μειωθούν οι ρυθμοί επαναγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ τους επόμενους μήνες.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι είχε διευκρινίσει προ ημερών μιλώντας στην επιτροπή οικονομικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μπορεί να γίνει μόνον εφόσον οι ευρωπαίοι πιστωτές και το ΔΝΤ συμφωνήσουν για το ποια μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης θα μπορούσαν να χορηγηθούν στην Ελλάδα μετά το 2018 και παράλληλα οι υπουργοί Οικονομικών ολοκληρώσουν τη δεύτερη αξιολόγηση. «Μόνο τότε το διοικητικό συμβούλιο με πλήρη ανεξαρτησία θα εκφράσει τη δική του εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του χρέους που βασίζεται στους δικούς της υπολογισμούς για τη διαχείριση κινδύνου».
Με απλά λόγια, όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, δεν αρκούν μόνο οι «εγγυήσεις» που υπό τις τωρινές συνθήκες θα μπορούσε να παράσχει το Eurogroup ανανεώνοντας τις δεσμεύσεις του ότι προτίθεται να εξετάσει τα περαιτέρω παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους το 2018. Χρειάζεται εξειδίκευση των μέτρων και κυρίως των στοιχείων που αφορούν στο χρόνο επιμήκυνσης αποπληρωμής του χρέους και στα επιτόκια με τα οποία θα μπορούσε να κλειδώσει ένα μέρος του στο μέλλον.
Η εκτίμηση που εξέφρασε χθες στη Βουλή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας σύμφωνα με την οποία «η ΕΚΤ δεν περιμένει το ΔΝΤ για να κάνει ανάλυση βιωσιμότητας χρέους όμως θέλει νομική δέσμευση από τον ESM ή από το Eurogroup ότι θα υλοποιηθούν ώστε να ενταχθεί η Ελλάδα στο QE» απηχεί περισσότερο την προσδοκία πως θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό και η Ελλάδα να έχει μια ηπιότερη αντιμετώπιση από την ΕΚΤ ακόμη και αν δεν εξειδικευτούν τα μέτρα για το χρέος. Δεν φαίνεται, όμως, να λαμβάνει υπόψη την άρνηση του Βερολίνου να συζητήσει το θέμα και τις αντιδράσεις που εκδηλώνονται στο εσωτερικό της ΕΚΤ.