Έρχεται η ώρα του λογαριασμού

Έρχεται η ώρα του λογαριασμού

Του Βασίλη Γεώργα

Δεν είναι τόσο τα εργασιακά, όσο κυρίως οι επώδυνες περικοπές στο Δημόσιο που ζητούνται ως εγγυήσεις για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της πενταετίας 2018-2022, τα μεγάλα αγκάθια που εμποδίζουν την επίτευξη της τριπλής συμφωνίας για την αξιολόγηση, το χρέος και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με δικό του ξεχωριστό μνημόνιο μέσα στο μνημόνιο.

Από τις έως τώρα διαπραγματεύσεις προκύπτει ότι αν πρόκειται τελικά η Ελλάδα να ευεργετηθεί με μια νέα αναδιάρθρωση χρέους και έγκαιρη ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση που θα βασίζεται στη δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018, θα πρέπει να αποφασίσει εκ των προτέρων δραστικά μέτρα και περικοπές δαπανών, και ουσιαστικά να τα ενσωματώσει στο «παράλληλο μνημόνιο» που θα υπογράψει με το ΔΝΤ.

Διαφορά 14,4 δισ. ευρώ στα πλεονάσματα της τετραετίας 2019-2022

Ανάλογα με τον χρόνο της δέσμευσης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η διαφορά σε σχέση με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ που προτείνει για την Ελλάδα πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ, κυμαίνεται από 7,2 δισ. ευρώ για την διετία 2019-2020 (σ.σ αυτή η περίοδος αναφέρεται στο σχέδιο επικαιροποιημένου μνημονίου) έως και 14,4 δισ. ευρώ για την τετραετία 2019-2022. 

Όσο μικρότερη είναι η διευθέτηση του χρέους που θα γίνει με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα τώρα και με τα μεσοπρόθεσμα μετά το 2018, τόσο μεγαλύτερες θα πρέπει σύμφωνα με το ΔΝΤ να είναι οι περικοπές δαπανών και οι πρόσθετες παρεμβάσεις που απαιτεί το Ταμείο για να συμμετάσχει με χρηματοδότηση 6-8 δισ. ευρώ στο ελληνικό πρόγραμμα.

Με απλά λόγια αν παρ' ελπίδα «περάσει» η πρόταση του ΔΝΤ για πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% ή Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει κάθε χρόνο 2,7 δισ. ευρώ. Αντίθετα αν παραμείνει ο στόχος για 3,5% που προβλέπεται στη συμφωνία από την οποία δεν κάνουν πίσω οι Ευρωπαίοι, η Ελλάδα θα πρέπει να συγκεντρώνει 3,6 δισ. ευρώ περισσότερα κάθε χρόνο (σύνολο 6,3 δισ. ευρώ). Για να γίνει πιο κατανοητό, αν η Ελλάδα υποχρεωθεί να ακολουθήσει τον στόχο του 3,5% θα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 25,2 δισ. ευρώ από το 2019 μέχρι και το 2022. Αν ο στόχος μειωθεί στο 1,5%, τα υποχρεωτικά πλεονάσματα μειώνονται στα 10,8 δισ. ευρώ.

Ως εκ τούτου το ΔΝΤ ζητά να καθοριστούν εκ των προτέρων περικοπές δημοσίων δαπανών που θα διασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων του προγράμματος τα επόμενα χρόνια, ή σύμφωνα με μια εναλλακτική πρόταση που φαίνεται πως βρίσκεται στο τραπέζι, να επεκταθεί και για τα επόμενα χρόνια η ισχύς του αυτόματη κόφτη δαπανών.

Το δημοσιονομικό κενό των 600 εκατ. ευρώ που σύμφωνα με τα όσα είναι γνωστά εντοπίζεται για το 2018, αποτελεί ήδη πεδίο διαφωνιών για το πώς πρόκειται να καλυφθεί, ενώ το βασικό πρόβλημα για την κυβέρνηση υφίσταται στις παραδοχές που θα περιλαμβάνει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής για την περίοδο 2017-2020, το οποίο συγκαταλέγεται στα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης.

Πέραν των περικοπών σε διάφορες φοροαπαλλαγές και κοινωνικά επιδόματα που αναφέρονται στο επικαιροποιημένο μνημόνιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ανοίξει ήδη τρία θέματα στο τραπέζι. Πρόκειται για τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης έως και κατά 30% με την κατάργηση του τρικ της «προσωπικής διαφοράς», τη μείωση της δαπάνης για τους μισθούς τους δημοσίου, και τέλος την αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω της περαιτέρω περικοπής του αφορολόγητου ορίου που ισχύει στην Ελλάδα έως και κατά 50%. Οι παρεμβάσεις αυτές σε συνδυασμό με την επιμονή του ΔΝΤ για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, τη μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα για την κυβέρνηση.

Η πολιτική συμφωνία την οποία αναζητά η κυβέρνηση αυτές τις μέρες ενόψει του σημερινού EWG και του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, εστιάζεται σε αυτά ακριβώς τα μέτωπα: αφενός να δοθεί σε συμφωνία με όλες τις πλευρές των δανειστών, μια πολιτικά πιο «εύπεπτη» λύση σε ότι αφορά τις αλλαγές στο εργασιακό πλαίσιο και ιδίως τις ομαδικές απολύσεις και τις επιχειρησιακές συμβάσεις. Και αφετέρου να αποφασιστούν από τώρα δραστικότερες παρεμβάσεις για το χρέος που θα εφαρμοστούν μετά το 2018 και οι οποίες θα συνδυάζονται με τη μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον στο 2,5% αρχικά και στο 2% στη συνέχεια, κατά τρόπο ώστε να μην χρειαστεί να ληφθούν μέτρα περικοπής δαπανών στο Δημόσιο. 

Το πρόβλημα είναι πως είτε αποσαφηνιστούν είτε όχι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, όλοι οι υπολογισμοί που έχουν γίνει μέχρι τώρα στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του περασμένου Μαΐου, συγκλίνουν στην εκτίμηση πως η αναδιάρθρωση (μείωση) χρέους δεν θα ξεπερνά κατά πολύ τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος 30ετίας.

Και αυτό δεν φαίνεται να αρκεί στο ΔΝΤ, ώστε να εγκρίνει τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.

Καμία συζήτηση για τα πλεονάσματα

Μέχρι στιγμής πάντως κανείς εκ των θεωρούμενων «υποστηρικτών» των ελληνικών θέσεων στους θεσμούς δεν έχει αφήσει να εννοηθεί ότι βρίσκεται υπό συζήτηση η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018.

Παρά τις θετικές αναφορές τους για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους, δεν το έχει κάνει αυτές τις μέρες ούτε ο Benoit Coeure της ΕΚΤ ο οποίος βρίσκεται στην Ελλάδα, ούτε ο ευρωπαίος Επίτροπος Pierre Moscovisi ο οποίος σήμερα θα συναντηθεί με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον υπουργό Οικονομίας Δ. Παπαδημητρίου. Ο τελευταίος εκτίμησε πάντως χθες ότι παρά τις διαφωνίες, θα υπάρξει συμφωνία συμβιβασμού που αφενός «δεν θα αρέσει σε όλους» και αφετέρου «θα είναι τέτοια ώστε να μπορεί να ζήσει κάθε πλευρά, δεδομένων των δικών τους συγκεκριμένων αναγκών».

Προβληματισμός για τις τράπεζες

Τόσο για την ΕΚΤ όσο και για την Κομισιόν, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι σημαντική και θα ασκήσουν τις ισχυρότερες δυνατές πιέσεις για έναν πολύ κρίσιμο λόγο: αν δεν δημιουργηθούν προϋποθέσεις ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ώστε πρώτα από όλα να ευνοηθούν οι τράπεζες, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να κινδυνεύσει ξανά με ισχυρούς κλυδωνισμούς τους επόμενους μήνες. Και η ανησυχία αυτή δεν αφήνει ασυγκίνητο κανέναν ενόψει της πολύ δύσκολης πολιτικά και οικονομικά χρονιάς που ακολουθεί.