Ελλάδα και ΕΕ ενώπιον της κρίσης των τιμών φυσικού αερίου: Ώρα για γενναίες πολιτικές

Ελλάδα και ΕΕ ενώπιον της κρίσης των τιμών φυσικού αερίου: Ώρα για γενναίες πολιτικές

Γράφει ο Ορέστης Ομράν

Η κρίση στις τιμές του φυσικού αερίου, η οποία αποτελεί μόνιμο θέμα συζήτησης τις τελευταίες εβδομάδες στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταδεικνύει δύο βασικές πραγματικότητες: Πρώτον, το ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας και μετάβασης σε καθαρότερες πηγές ενέργειας δεν αποτελεί πλέον
«υψηλή πολιτική» που απασχολεί αποκλειστικά τα διεθνή φόρα, αλλά πρόβλημα με απτές προεκτάσεις στις ζωές των ανθρώπων και στην πραγματική οικονομία των Κρατών Μελών. Δεύτερον, οι εθνικές πολιτικές δεν αρκούν από μόνες τους για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Αντιθέτως, απαιτείται κοινή στρατηγική της Ένωσης και πολιτική γενναιότητα των θεσμών της ώστε να δημιουργηθεί ενιαίο μέτωπο αντιμετώπισης των αιτιών της κρίσης.

Και μπορεί τα αίτια αυτά να είναι κυρίως η χαμηλή προσφορά και η υπερεξάρτηση από μη σταθερές εισαγωγές, κυρίως από τη Ρωσία, ωστόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται να αναγνωρίζει την πολυπαραγοντικότητα του φαινομένου, με την πρόσφατη ανακοίνωση της για την εργαλειοθήκη
μέτρων για την αντιμετώπιση των αυξήσεων των τιμών στην ενέργεια
.

Δεν μπορούν εξάλλου να αγνοηθούν η μείωση των κοιτασμάτων ενέργειας, οι γεωπολιτικές ισορροπίες όπως διαμορφώνονται από τους διεθνικούς ανταγωνισμούς, η αύξηση της ενεργειακής ζήτησης μετά την πανδημία λόγω της οικονομικής ανάκαμψης, η αύξηση των τιμών των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS) αλλά και η εν γένει αμφισβητούμενη αντιμετώπιση του φυσικού αερίου ως «καυσίμου γέφυρα» μεταξύ της εποχής αποκλειστικής παραγωγής ενέργειας από υδρογονάνθρακες και αυτής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; 

Η εργαλειοθήκη εξεδόθη υπό τη μορφή της ανακοίνωσης, το οποίο, πρακτικά, σημαίνει ότι η Επιτροπή εν προκειμένω δεν άσκησε τις νομοθετικές της εξουσίες, αλλά αρκέστηκε σε ένα πολιτικό μέσο για την προώθηση μίας συντονισμένης ευρωπαϊκής πολιτικής και την παροχή κατευθύνσεων
στα κράτη μέλη για τη λήψη μέτρων σύμφωνων με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Τούτο είναι, κατ’ αρχήν, προβληματικό και καταδεικνύει αφενός τη διαχρονική ατολμία της Ένωσης να νομοθετήσει ενιαία όταν διακυβεύονται διαφορετικά εθνικά συμφέροντα των Κρατών Μελών. 

Τα προτεινόμενα μέτρα της Επιτροπής διακρίνονται σε βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.

Τα άμεσα μέτρα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την παροχή έκτακτης εισοδηματικής στήριξης σε ευπαθείς καταναλωτές, τη δυνατότητα προσωρινών αναβολών στις πληρωμές λογαριασμών και στοχευμένες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών για τα ευάλωτα νοικοκυριά.

Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα επικεντρώνονται κυρίως στην επιτάχυνση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην ανάπτυξη της δυναμικότητας αποθήκευσης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των συσσωρευτών και του υδρογόνου, τη διερεύνηση των οφελών της εθελοντικής από κοινού προμήθειας φυσικού αερίου από τα Κράτη Μέλη, και την ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου των καταναλωτών στην αγορά ενέργειας, με τη δυνατότητα να επιλέγουν και να αλλάζουν εύκολα προμηθευτές.

Στα πλαίσια των συζητήσεων για πανευρωπαϊκή αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατέθεσε πρόταση για τη δημιουργία ενιαίου Μεταβατικού Ταμείου Αντιστάθμισης. Οι πόροι του θα προέρχονταν από τα δικαιώματα ρύπων του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών και το ποσό αυτό θα κατανεμόταν στα κράτη μέλη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση. Παρότι η εργαλειοθήκη δεν περιέλαβε ρητή αναφορά σε τέτοιο μέτρο, η Κυβέρνηση εξακολουθεί να πιέζει για την αξιοποίηση ενός τέτοιου μηχανισμού, πράγμα που τονίζει την ισχυροποιημένη θέση της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία.

Επίσης, θετικά αξιολογούνται τα μέτρα στήριξης της κοινωνίας από τις επιπτώσεις της διεθνούς ενεργειακής κρίσης, τα οποία περιλαμβάνουν σημαντικές επιδοτήσεις με αποδέκτες τους οικιακούς καταναλωτές, και δη τους δικαιούχους του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου, που αναμένεται να απορροφήσουν το μεγαλύτερο τμήμα των ανατιμήσεων καθώς και εκπτώσεις στο κόστος προμήθειας φυσικού αερίου από τη ΔΕΠΑ. 

Είναι τα ενωσιακά και εθνικά αυτά μέτρα επαρκή για να αντιμετωπίσουν την κρίση στην αγορά ενέργειας; Αυτό θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια και την έντασή της τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Το μέγεθος, ωστόσο, του προβλήματος αναδεικνύει και προεκτάσεις του που ίσως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν θα ήθελαν να ομολογήσουν ευθέως. Είναι φερ’ ειπείν σωστή η επιθετική πολιτική μετάβασης της Ένωσης σε καθαρότερες μορφές ενέργειας ενόψει της ελλιπούς προετοιμασίας που φαίνεται να έχει προηγηθεί; Πώς στέκεται η Ένωση απέναντι στη διαμόρφωση των γεωπολιτικών συνθηκών που περιλαμβάνουν τις χώρες παραγωγούς εκτός αυτής; 

Τα ερωτήματα αυτά είναι σύνθετα όπως και οι πιθανές απαντήσεις τους. Σύνθετα πανευρωπαϊκά προβλήματα με γεωπολιτικές προεκτάσεις, εξάλλου, λύνονται μόνο με ενιαίες, συνεκτικές και διαρκείς πολιτικές. Η κρίση των τιμών του φυσικού αερίου είναι μόνο μια πτυχή της ενεργειακής μετάβασης. Απαιτείται, κατά τούτο, ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική που θα περιλαμβάνει συνολική διαπραγμάτευση των εισαγωγών σε ενωσιακό επίπεδο, ενίσχυση των διασυνοριακών έργων μεταφοράς του φυσικού αερίου από ξηρά και θάλασσα, ad hoc ελάφρυνση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ώστε να δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις Κυβερνήσεις να προστατεύσουν τους καταναλωτές από τιμολογιακές αυξήσεις μέσω της οικονομικής στήριξης των εταιρειών ενέργειας σε περιόδους κρίσεων και αξιοποίηση των υπαρχουσών εναλλακτικών, όπως αυτές διαμορφώνονται από την ίδια την αγορά και την τεχνολογία. 

Όσον αφορά τη χώρα μας, τα επόμενα χρόνια αναμένονται κρίσιμα για τον κλάδο της ενέργειας. Η προσέλκυση επενδυτών, ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών στους καταναλωτές, η περαιτέρω ενίσχυση του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, η ανάπτυξη και θέση σε λειτουργία κομβικών έργων ανανεώσιμων πηγών πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητες. Ο ρόλος του Κράτους – και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας - θα είναι διττός: Αφενός, ρύθμιση και εποπτεία τήρησης των κανόνων χωρίς να περιορίζεται υπέρμετρα το πεδίο δράσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αφετέρου, η προστασία των αδυνάμων συμπολιτών μας και η εξασφάλιση ενέργειας προς όλους, όχι μόνο ως εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, αλλά και ως έμπρακτη ένδειξη προόδου και αποκόλλησης από αναποτελεσματικά μοντέλα του παρελθόντος.

*Ο Ορέστης Ομράν είναι δικηγόρος που ειδικεύεται στους τομείς της ενέργειας, των τραπεζών και των κατασκευαστών, Εταίρος της DLA Piper και Επικεφαλής του Ελληνικού Τμήματος