Του Βασίλη Γεώργα
Τι περιμένει αλήθεια να πετύχει η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον; Το κλίμα που διαμορφώνουν οι δανειστές μας ενόψει των επαφών που θα γίνουν στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ δεν είναι τέτοιο που μπορεί να δημιουργήσει προσδοκίες ότι η κρίση στην Ελλάδα ξεπερνιέται. Η κυβέρνηση θα ήθελε πολύ να καλλιεργήσει την εικόνα μιας μεγάλης επιτυχίας μετά τη συμφωνία που πιθανώς θα κλείσει τις επόμενες εβδομάδες, αλλά τα όρια είναι εκ των προτέρων καθορισμένα και δεν επιτρέπουν πανηγυρισμούς.
Η Ελλάδα θα είναι και την επόμενη μέρα μια οικονομία υπό αυστηρή επιτήρηση, με τεράστιο βάρος από το χρέος της που θα πρέπει να το σηκώνουν οι φορολογούμενοι και με στάγδην διευκολύνσεις εκ μέρους των δανειστών που θα παρέχονται πάντα κατόπιν της εκπλήρωσης προαπαιτούμενων.
Κανένα από τα μηνύματα που εκπέμπονται αυτές τις μέρες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν είναι θετικό ή τουλάχιστον τέτοιο που να θέλει να ακούσει η κυβέρνηση είτε για τις επιδόσεις που έχει πετύχει στην οικονομία, είτε για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τη ρύθμιση του χρέους.
Η ομοβροντία αρνητικών προβλέψεων από το κοινό μέτωπο ΔΝΤ-Κομισιόν- ευρωζώνης τις προηγούμενες ημέρες και οι διαπιστώσεις για τον εκτροχιασμό που έχει συντελεστεί το τελευταίο εξάμηνο ενόσω η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι διαπραγματεύεται για μια καλύτερη συμφωνία, προϊδεάζουν ότι πρέπει κανείς να κρατά μικρό καλάθι για τα «οφέλη» που μπορεί να αποσπάσει η Ελλάδα. Τα πράγματα θα μπορούσαν ενδεχομένως να ήταν καλύτερα αν δεν είχε χαθεί χρόνος και χρήματα όλους αυτούς τους μήνες.
Τώρα η «σύμμαχος» Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβαθμίζει τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη, το ΔΝΤ αμφισβητεί ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2018, o ESM βάζει φρένο στις προσδοκίες για γενναία ελάφρυνση του χρέους, η Παγκόσμια Τράπεζα απορρίπτει το ενδεχόμενο παροχής δανείου προς την Ελλάδα και ο Σόιμπλε κλείνει το δρόμο σε νέο μνημόνιο μετά το 2018 θεωρώντας ότι το πρόγραμμα βγαίνει με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και χωρίς μεγάλη αναδιάρθρωση χρέους αν η κυβέρνηση κάνει έστω και τα μισά…
Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Μέχρι χθες η κυβέρνηση κρατούσε ανοικτή τη δεύτερη αξιολόγηση με αφορμή τα πρόσθετα μέτρα των 4 δισ. ευρώ για τη διετία 2019-2020. Πλέον η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να επωμιστεί στις πλάτες της ακόμη μεγαλύτερα δημοσιονομικά βάρη γιατί το ΔΝΤ εξακολουθεί να βλέπει τρύπα άνω των 2,7 δισ. ευρώ για το 2018 που είναι και η πιο κρίσιμη χρονιά λόγω της λήξης του προγράμματος, ενώ το Βερολίνο επιδιώκει μια συμφωνία με το Ταμείο που επί της ουσίας θα πετά το μπαλάκι των αποφάσεων πέρα από τις γερμανικές εκλογές αλλά θα επιτρέπει ταυτόχρονα στο ΔΝΤ να συμμετάσχει στο πρόγραμμα και θα ανοίγει για λίγο τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης προς την Ελλάδα.
Τα μέτρα είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Όλοι ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα θα εφαρμοστούν γιατί αποτελούν τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή μεταξύ ΔΝΤ και ευρωζώνης στη μεταξύ τους συμφωνία για να επιτυγχάνονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα 3-5 χρόνια.
Το χειρότερο πολιτικά για την κυβέρνηση είναι να υποχρεωθεί να κλείσει τη συμφωνία με μια απόφαση των δανειστών που θα αφήνει σε εκκρεμότητα το θέμα της αντιμετώπισης το χρέους και θα προβλέπει μόνο την υποχρέωση να λάβει μέτρα.
Όλες οι έως τώρα ενδείξεις συνηγορούν στο συμπέρασμα πως οδεύουμε πάλι για μια τέτοιου είδους αόριστη συμφωνία που θα αλλάξει αρκετές φορές στο μέλλον, χωρίς να διασφαλίζει το τέλος των μνημονίων το 2018 και την χρηματοδότηση της χώρας από τις αγορές.
Σε κάθε περίπτωση το τίμημα για την αναδιάρθρωση του χρέους που μπορεί να αρχίσει να εφαρμόζεται τα επόμενα χρόνια με άξονα κυρίως την ελάφρυνση των πληρωμών μετά το 2023 όταν θα λήξει η περίοδος χάριτος των δανείων, θα είναι σκληρό και θα περνά διαρκώς μέσα από το «κούρεμα» μισθών, συντάξεων και παροχών. Εκτός αν κάποια κυβέρνηση στο μέλλον καταφέρει να πυροδοτήσει την αναπτυξιακή ώθηση που χρειάζεται η χώρα για να αντλεί από εκεί, και όχι από τις περικοπές, τα πρωτογενή πλεονάσματα.